Χωρίς κανόνες, χωρίς αξίες, χωρίς νόημα

Φαίνεται ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης καταρρέει με εκκωφαντικό κρότο. Αν θέτουμε ως οριακό-συμβολικό σημείο το 1990, ως πέρας της Μεταπολίτευσης, τότε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ύστερη μεταπολιτευτική περίοδος, από το 1990 μέχρι σήμερα, επιβιώνει με τις δυνάμεις αδράνειας του παρελθόντος, χωρίς να μπορεί να αναδείξει μια ιστορική μετασχηματιστική δυναμική, να εκφράσει τις σύγχρονες ανάγκες και να δώσει νόημα και προοπτική στην ελληνική κοινωνία.

Αν προχωρήσουμε σε μια -αναγκαστικά σχηματική- θεματοποίηση της μεταπολιτευτικής περιόδου τότε η περίοδος 1974-1981 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περίοδος αποκατάστασης της Δημοκρατίας -με έντονα ανεπτυγμένο το αντι-δικτατορικό πνεύμα και την ανάδυση νέων πολιτικο/ιδεολογικών στόχων και οραμάτων. Στη συνέχεια, η δεκαετία του 1980 -με όλες τις αντιφάσεις που τη χαρακτήρισαν- νοηματοδοτήθηκε ως μια περίοδος συμφιλίωσης, θεσμικής και ιδεολογικής διαμόρφωσης ενός αξιοπρόσεκτου επιπέδου κοινωνικής συνοχής.

Πώς βίωσε ο έλληνας πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τις δύο αυτές περιόδους; Ποιο «νόημα» έδωσε στις επιλογές και στις προσδοκίες της;

Το πολιτισμικό-κανονιστικό πλαίσιο και οι διαφανείς ιδεολογικο-πολιτικές στρατηγικές των φορέων του πολιτικού συστήματος επέτρεπαν στις κοινωνικές ανάγκες (ατομικές και συλλογικές) να μορφοποιηθούν και να εκφράσουν ως γνήσιες πολιτικές/κοινωνικο-ταξικές αντιθέσεις και να εξωτερικευθούν είτε ως σχέσεις νομιμοποίησης προς το κόμμα της προτίμησης του πολίτη είτε ως σχέσεις αντίθεσης προς το αντίπαλο κόμμα.

Η εξωτερίκευση αυτή του προβλήματος και η πεποίθηση ότι υπάρχει ευρύτερο κανονιστικό πλαίσιο αξιών και κανόνων δικαίου, προσέφερε στον πολίτη ατομικά, αλλά και στο κοινωνικό σώμα συλλογικά, την ασφάλεια και την προοπτική να πραγματοποιήσει τους στόχους του, να προωθήσει τα συμφέροντά του, να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Από την απαρχή της δεκαετίας του 1990, αρχίζει ο κλονισμός των σταθερών θεμελίων αναφοράς της κοινωνίας. Οι περίφημες «διαχωριστικές γραμμές» των κομματικών αντιθέσεων αποδυναμώνονται, όχι γιατί τα κόμματα εθελουσίως συγκλίνουν αλλά από το ιστορικό γεγονός της ραγδαίας εισβολής του νεοφιλελεύθερου προτύπου στο σύνολο της κοινωνικο-οικονομικής δομής με επιλεκτικό στόχο την πρόσβαση στο πεδίο των πολιτικών αποφάσεων.

Αποδυναμώνεται, συνακόλουθα, το αξιακο-κανονιστικό πλαίσιο των προηγούμενων δεκαετιών και εισβάλλουν ορμητικά στο προσκήνιο, στην καθημερινή ζωή, οι αξίες και οι στόχοι των μηχανισμών της αγοράς (ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, κέρδος, ατομικότητα, απο-συλλογικοποίηση).

Σταδιακά το «νόημα», οι προοπτικές και τα οράματα της κοινωνίας προσγειώνονται στο ρεαλιστικό πεδίο της οικονομικής δράσης. Σε αυτό το πεδίο όμως αναγνωρίζεται η ατομική δράση, αποδυναμώνονται τα θεσμικά-κοινωνικά ερείσματα (εργασία, θεσμοί του κοινωνικού κράτους) και το δημόσιο-κοινωνικό αγαθό αντικαθίσταται σταδιακά από το ατομικό όφελος, την ανάγκη της ατομικής επιβίωσης…

Τόσο ο Σημιτικός «εκσυγχρονισμός» όσο και οι Καραμανλικές «μεταρρυθμίσεις» δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν -παρά μόνον περιστασιακά- ένα πεδίο αναφοράς της κοινωνίας και των αναγκών της. Με τον τρόπο αυτό η σταδιακά αυξανόμενη αναξιοπιστία των κομμάτων, η απουσία νοήματος και προοπτικής, η διαφθορά και η αδυναμία αντιμετώπισης των προβλημάτων οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο. Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της κρίσης της ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης.

Δεν υπάρχει ούτε ένα πολιτικό σύστημα αναφοράς ούτε ένα αξιακο-κανονιστικό πλαίσιο πάνω στα οποία θα «ακουμπήσει» ο πολίτης, θα βρει ασφάλεια, θα οικοδομήσει το μέλλον της η νέα γενιά.

Οι αντιθέσεις και τα προβλήματα δεν έχουν πλέον εξωτερικό πεδίο αναφοράς και προοπτικής. Εσωτερικεύονται στα άτομα, στους πολίτες και προσλαμβάνουν τη μορφή αντίθεσης προς το κράτος και τους μηχανισμούς του προς τα κόμματα και τους πολιτικούς, προς τις ηγέτιδες οικονομικές και κοινωνικές ελίτ, που απολαμβάνουν τα προνόμια της κερδοσκοπίας και της ατιμωρησίας.

Όταν αυτή η εσωτερική αντίθεση δεν μπορεί να εξορθολογισθεί, όταν μετατρέπεται σε τυφλό πάθος και μίσος που κατευθύνεται κατά του «συστήματος» και της κοινωνίας τότε εκφράζεται με πράξεις καταστροφής, με μηδενιστικές συμπεριφορές, χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον.

Γι’ αυτές τις ομάδες-μηχανισμούς της καταστροφής, οι πράξεις τους εξωτερικεύουν την εσωτερική καταστροφή της ψυχής και του πνεύματος. Είναι πράξεις χωρίς νόημα και χωρίς προοπτική.

Πέρα όμως, από αυτές τις ομάδες της καταστροφής και του μίσους δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε την έκταση της συσσωρευμένης και αδιέξοδης αντίθεσης και απελπισίας που εκφράζουν την απουσία προοπτικής και χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.

Η αντίθεση αυτή δεν θα πρέπει να αποβεί ένας πυρήνας αυτοκαταστροφής αλλά να μετασχηματισθεί σε ένα πεδίο δημιουργικής αντίθεσης. Κι αυτή η ιστορικού χαρακτήρα διαδικασία απαιτεί να αναστοχασθούμε ως πολίτες, ως φορείς, ως κοινωνία, όλα όσα δεν τολμήσαμε να θίξουμε και να μετασχηματίσουμε τις τελευταίες δεκαετίες, ζώντας με την ψευδαίσθηση μιας «πλαστικής» ευημερίας, με απόλυτη πίστη στις απεριόριστες δυνατότητες της οικονομικο-τεχνικής δομής.

Την κεντρική, ιστορικού τύπου, ευθύνη θα πρέπει να αναλάβουν οι φορείς του πολιτικού συστήματος. Το πρώτο βήμα για τη σταδιακή αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της αξιοπρέπειας του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών προσώπων είναι η συνειδητοποίηση από μέρους τους ότι θα πρέπει να υπηρετούν την κοινωνική βούληση και τις κοινωνικές ανάγκες και όχι να τις εμπορευματοποιούν μέσω μιας τυφλής και άγονης αντιπαράθεσης.

Το επόμενο βήμα των κομμάτων θα πρέπει να αφορά όχι τις ευκαιριακές συνεργασίες για την κυβερνητική εξουσία, αλλά τη συμφωνία πάνω σε συγκεκριμένους άξονες για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Το τρίτο βήμα είναι ο υπεύθυνος διάλογος και οι αποφάσεις για ριζικές μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση. Το σχολείο, όπως και η οικογένεια, θα πρέπει να αποβούν ισχυρά πεδία κοινωνικοποίησης των νέων ανθρώπων. Η εκπαίδευση θα πρέπει να απαλλαγεί αυτό τον εργαλειακό χαρακτήρα της γνώσης, από μια διαδικασία καταναγκασμού και να αναδειχθεί σε πεδίο καλλιέργειας της κριτικής σκέψης και της δημιουργικής ανάπτυξης των νέων ανθρώπων.

Το τρίτο βήμα είναι η αναγνώριση ότι καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αναπαραχθεί ομαλά αν είναι διασπασμένη, αν δεν έχει κοινωνικά-θεσμικά ερείσματα, αν δεν πιστεύει στο περιεχόμενο -και όχι στον τύπο- της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, του νόμου.

Αυτή η ιστορική αναστροφή απαιτεί την ανάπτυξη μιας συλλογικής αυτογνωσίας, τη συγκρότηση μιας συλλογικής συνείδησης, που θα κατανοήσει σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και πού θα πρέπει να πάμε.

Θα πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Η ελληνική κοινωνία, το κρυμμένο σήμερα δημιουργικό πνεύμα του λαού μας, θα βρει τη διέξοδο και τις δυνάμεις να προχωρήσει μπροστά. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι η πορεία αυτή θα πρέπει να είναι συλλογική γιατί δεν υπάρχει πια κανένας «από μηχανής θεός»…


Σχολιάστε εδώ