ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΗ ΝΑ ΤΗ ΖΗΤΑΣ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΕΥΣΠΛΑΧΝΟ» ΑΔΕΚΑΡΟ ΜΟΝΑΡΧΗ
Φεύγει καί τό φθινόπωρο
ως ιστιοσανίδα
επί κυμάτων πλέουσα
ως νά ‘ναι συναγρίδα.
Πέφτουν τά φύλλα ομαδόν
κι η γή ανατριχιάζει
καί μέσα από τά
σπλάχνα της
κραυγές οδύνης βγάζει.
Βαρύς ο κύκλος τής ζωής
κι έρχεται κι η σειρά σου,
ό,τι αρπάξεις άρπαξες
μόνο λιγάκι βιάσου.
Άσε τά Βατοπέδια
μαζί καί τήν Παιδεία
μήπως σού έλθει εμετός
από τήν αηδία.
Πιάσε μιάν άκρη ηλιόλουστη
καί άναψε τσιγάρο
νά σέ περνούν οι ναυτικοί
ως σωτηρίας φάρο.
Νά είσαι μία ύπαρξη
εσύ καί η αγάπη
καί ξέχασε Πολιτισμό
καί κάθε βλάκα γιάπη.
Έρχονται ανοιξιάτικες
μεγαλειώδεις μπόρες
μελαχρινές θά βάφονται
οι μέρες καί οι ώρες.
Οι σουσουράδες σείουσες
ουρές μές στήν πλεμπάγια
θά ερεθίζουν τούς αυλούς
μαζί καί τά μουράγια.
Άρχει η πορνεία τού νοός
καί τών υποσκελίων
κι η μοναξιά θά έρχεται
ως άλλος Δευκαλίων.
Μαύρος ομοιάζει ο ντουνιάς
κι η παγωνιά δεσπόζει
σέ λίγο θά ‘μαστε φτωχοί
πέρα κι απ’ τήν Καμπότζη.
Ο πλούτος δέν είν’ αρχοντιά
η αρχοντιά είναι πλούτος
εκτός άν φτάσεις Μύκονο
καί βαπτισθείς «τοιούτος».
Τότε οι χάρες τής φθοράς
καί η γλοιώδης πίστα
θά σού φωνάζουν κράζοντας
σκύψε κι Hesta la vista.
Άστα λά βίστα πάει νά πεί
όπως… αριβεντέρτσι,
(παπούτσια πού τά βάφαμε
άλλοτε μέ στουπέτσι).
Πώς σάς μπερδεύω ο άθλιος
μέ τή λεξιλαγνεία
φταίει η ανοιξιάτικη
πνευματική ανία.
Σάς πάω μία από δώ
καί μι’ άλλη παραπέρα
γιατί ο Μονάρχης μ’ άρπαξε
τό φως καί τόν αέρα.
Έτσι μέσα στή ζάλη μου
ο νούς μου δέν κοχλάζει
μοιάζει μέ κάδο σκουπιδιών
πού ουδέποτε αδειάζει.
……………………………………….
……………………………………….
……………………………………….
Η αυτόματος γραφή, θυμίζει ο Αντρέ Μπρετόν,
αρμέγει από τά βάθη τού υποσυνειδήτου
τήν πλέον καθαράν μορφήν τέχνης.
Τούτο εκφράζεται ως ανικανοποίητος λίμπιντο,
ως επίσης λέγει καί ο Φρόυντ.
(Όσο τά είπε αυτά ο Φρόυντ κι ο Μπρετόν, τόσοι διαόλοι να μείνουνε.)