Τα Χριστούγεννα της Κατοχής…
Και δυστυχώς δεν ήσαν λίγοι, που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τους έσπρωξε σε αυτήν τη βέβηλη πράξη.
Τώρα, κάτι τα τρόφιμα που έστελνε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός με το τουρκικό ατμόπλοιο, «Κουρτουλούς», κάτι τα συσσίτια που οργάνωσαν επαγγελματικές και κοινωνικές οργανώσεις, έδωσαν μια επισιτιστική ανάσα στους Αθηναίους και έπαψε ν’ ακούγεται η σπαρακτική φωνή «Πεινάω» καθώς ψυχορραγούσε κάποιος πεσμένος καταμεσής του δρόμου. Σημειωτέον, πως η διανομή συσσιτίου δημιούργησε την ανάγκη να κουβαλάμε μαζί μας όλοι, μικροί και μεγάλοι, ένα ντενεκεδάκι για να παραλάβουμε τη μερίδα μας. Πέρα όμως απ’ αυτά, υπήρχε η σιγουριά πως ήτανε τελευταίος χρόνος Κατοχής, και πλάθαμε όνειρα για του χρόνου τέτοια μέρα, που ελεύθεροι πια θα γιορτάζαμε, τρώγοντας με χρυσά κουτάλια. Θα φτιάχναμε βουνά τους κουραμπιέδες που θα τους ζυμώναμε με φρέσκο βούτυρο και θα τους ραντίζαμε με ανθόνερο, να νιώθεις το άρωμά τους στο στόμα, και θα τους σκεπάζαμε άχνη ζάχαρη με την οκκά, να μοιάζουν στην πιατέλα πάνω στον μπουφέ, ολόιδια οι χιονισμένες Άλπεις. Θα φτιάναμε και μελομακάρονα, τη σπεσιαλιτέ της μάνας μου, να μοσχομυρίζει το σπίτι από την κανέλα και το μέλι. Κι ύστερα θα μ’ αγγάρευαν να κοπανίσω στο χαβάνι καρύδια για στόλισμα που τα μασούλαγα ήδη. Ονειρευόμασταν και τη γαλοπούλα που θα την έφερναν ροδοκόκκινη από τον φούρνο, ενώ η γιαγιά στην κουζίνα θ’ αυτοσχεδίαζε με τη γέμισή της… Ονειρευόμαστε για του χρόνου καθώς φέτος τρώμε λιτά μια γριά κότα από το κοτέτσι μας, που έχει και το ζουμί σύμφωνα με τη θεωρία της παροιμίας. Ονειρευτήκαμε και ευχηθήκαμε πριν το διαλύσουμε: «Άντε και του χρόνου…». Αλλά του χρόνου, γιορτές Χριστουγέννων δεν ήρθανε. Συνέπεσαν με τα Δεκεμβριανά που άρχισαν στις 3 του μήνα. Ο ΕΛΑΣ ήταν παντού, εκτός από μερικά περί το Σύνταγμα κυβερνητικά τετράγωνα, με… υπερπόντιες κτήσεις στου… Μακρυγιάννη. Οι Άγγλοι είχαν ορμητήριό τους τον φαληρικό ιππόδρομο, κι εμείς βρισκόμασταν ανάμεσα σε μια «νεκρή ζώνη» – ακορντεόν, που μια μεγάλωνε και μια μίκραινε. Από τρόφιμα τίποτα. Ό,τι φαγώσιμο υπήρχε από τις πρώτες μέρες της Απελευθερώσεως, κυρίως «κορν μπιφ» κονσέρβες και… εμπριμέ σούπα του μπακάλη, καταναλώθηκε πριν πέσει η πρώτη μπαταριά.
Μιλάμε για πείνα ασύλληπτη, απαράλλαχτη με του χειμώνα του ’41. Το ηλεκτρικό ρεύμα είχε διακοπεί. Να ξεμυτίσουμε ήταν αδύνατον γιατί οι αδέσποτες ερχόντανε από παντού, και πληροφορίες για τα παραπέρα συμβαίνοντα δεν υπήρχε καμιά. Κάποτε, πέρασε από μας, πηγαίνοντας σπίτι της, μια γνωστή μας. Ερχόταν με τα πόδια απ’ την Αθήνα όπου είχε αποκλεισθεί. Έτρεμε το φυλλοκάρδι της. Άρχισε να τη ρωτάει ο πατέρας με αγωνία να του πει τι είδε, τι άκουσε και τι ξέρει, κι εκείνη απαντούσε ασθμαίνουσα, σπασμωδικά:
– Πού να σας τα λέω κύριε Μίμη μου… Τελικά δεν είπε και δεν μάθαμε τίποτα. Έτσι ο πατέρας πήρε την απόφαση, πήρε και το ποδήλατο και ξεκίνησε για την Αθήνα να βρει τίποτα τρόφιμα σε συγγενείς Εκεί στους στύλους του Ολυμπίου Διός γίνονταν μάχες συνέχεια και σκοτωμός. Ώσπου να γυρίσει μας έτρωγε η αγωνία. Ευτυχώς επέστρεψε άτρωτος μ’ ένα ταγάρι γεμάτο ρύζι, αλεύρι και μακαρόνια. Με το ευτελές ποσόν μισής χρυσής λίρας αγόρασε 100 δράμια λάδι. Τότε κυκλοφορούσαν κι μισές χρυσές λίρες εγγλέζικες. Ευτυχία…
Γύρω στις 15, οι Άγγλοι άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς την Αθήνα. Στρατοπέδευσαν στα σπίτια της γειτονιάς και τα μετέτρεψαν σε… πολεμίστρες. Πολεμούσαν με ωράριο δημοσίου υπαλλήλου με… δόντι. Ξεκινούσανε για μάχη γύρω στις 9 το πρωί, επέστρεφαν στις 12 και ξανά μετά το φαγητό τους, δηλαδή περίπου στις τρεις. Στα ενδιάμεσα πίνανε έναν περίδρομο τσάι. Αλλά ήταν σκληροί και αδιάφοροι. Ξέρανε και βλέπανε πως δεν είχαμε φαγητό. Δεν μαγειρεύαμε, πεινούσαμε. Ό,τι περίσσευε δεν το μοίρασαν ποτέ. Γεμάτο καζάνι και το άδειαζαν στον υπόνομο. Ευτυχώς σύντομα προωθήθηκαν κι ηρεμίσαμε από δαύτους.
Τη χρονιά εκείνη, αν και «μείραξ», πήρα την πρωτοβουλία να προσδώσω στο σπίτι μας μια χαρούμενη εορταστική ατμόσφαιρα, μες τη μαυρίλα, μ’ ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο στο σαλόνι. Δυστυχώς δένδρα δεν υπήρχαν, αλλά όπως όλα εκείνον τον καιρό είχαν αντικατασταθεί από τα «ερζάτς», δηλαδή από κάτι «υποκατάστατα» των πραγματικών. Έτσι και το δένδρο μας θα ήταν ερζάτς… Όχι ψεύτικο προς Θεού, αν και δεν νομίζω πως υπήρχαν τότε ψεύτικα και μάλιστα «εν καιρώ πολέμου», αλλά ένα γνήσιο φυσικό, φρέσκο και ολοζώντανο, μόνον που θα ήταν… ερζάτς.
Στην πλαϊνή πλευρά του σπιτιού μας, όταν ήταν ακόμη γιαπί, φύτεψαν ένα δενδρολίβανο που θέριεψε με τον καιρό και έγινε ολόκληρος θάμνος. Κλαδάκια του… δανείζαμε στον παπά για τον αγιασμό των Θεοφανίων, τότε που φεύγουνε οι καλικαντζαραίοι, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είχαν ξεμυτίσει ακόμη γιατί ήταν πρωί κι αυτοί ως γνωστόν ξεχύνονται μεν την Παραμονή, αφού όμως σουρουπώσει.
Ανακάλυψα πως το δενδρολίβανο μοιάζει με τα κλαδιά του έλατου, στο πιο σεμνό και ταπεινό φυσικά. Είχα μια σέγα που μου είχαν κάνει πρωτοχρονιάτικο δώρο τα περασμένα χρόνια, σαν εκπαιδευτικό εργαλείο, πιστεύοντας πως θα έφτιαχνα αραβουργήματα με κόντρα πλακέ, αλλά εκτός από μερικές καίριες ζημιές στα κουφώματα του σπιτιού, ουδέν άλλο κατάφερα κι έτσι πετάχτηκε στο υπόγειο όπου κατέληγαν όλα τα άχρηστα με την ελπίδα πως κάποτε θα χρειασθούν… Παίρνω λοιπόν τη σέγα και πάω κατευθείαν στο δενδρολίβανο. Ξαπλάρω κατά γης, και ύστερα από προσπάθεια το κόβω σχεδόν από τη ρίζα του. Η αλήθεια είναι πως μου βγήκε το λάδι, επειδή είχε ψιλοσκουριάσει η σέγα και δεν έκοβε. Ουδέποτε όμως στη ζωή μου εγκατέλειψα μια προσπάθεια, ιδίως αν ήταν να βγει σε… κακό. Τελικά, τα κατάφερα και νικητής και τροπαιούχος το κουβάλησα στο σαλόνι.
Επί τόπου το καθάρισα από τις λάσπες που είχε πάνω του και το έστησα δίπλα στο παράθυρο. Του κρέμασα μπάλες και στολίδια, το πάστωσα με μπαμπάκι για χιόνι λόγω της επικρατούσας βαρυχειμωνιάς και κάθισα να το καμαρώσω. Η γιαγιά μου μόλις το είδε έβαλε τις φωνές. Η μάνα μου και ο πατέρας μου τις έβαλαν αργότερα, επειδή έλειπαν εκείνη τη στιγμή. Δυστυχώς, οι γονείς ούτε αίσθημα έχουνε ούτε φαντασία όπως διαπίστωσα αμέσως με την επιστροφή τους. Και πρώτα άκουσα τα… «κάλαντα» από τον πατέρα σε δική του «βερσιόν», τη δε μάνα μου να του φωνάζει: «Μη μαλώνεις χρονιάρα μέρα το παιδί. Για το καλό του χρόνου το ‘κανε…». Πάντα η μητέρα μου έδειχνε κατανόηση, όπως τότε που χάρισα ένα δαχτυλίδι της σε περαστικό ζητιάνο. Τελικά, το διέλυσαν. Ξεμασκάλισε ο πατέρας μου τα κλαδιά, φύτεψε μερικά, που παρά πάσα προσδοκία πιάσανε κι έτσι σε σύντομο διάστημα ξαναείχαμε δενδρολίβανο στον κήπο. Ένα φυτό που ποτέ δεν χρησίμευσε σε κάτι και που σεμνύνομαι να πιστεύω πως η μοναδική φορά που αξιοποιήθηκε ήταν όταν το αναβάπτισα σε χριστουγεννιάτικο δένδρο. Έστω και άτυχο λόγω γονικής στενοκεφαλιάς.
Τώρα που όλα αυτά τα φέρνω στη μνήμη μου, αναλογίζομαι το πόσο επιπόλαια ενεργούν μερικές φορές τα παιδιά, χωρίς να εξετάζουν εάν αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι εφικτό. Διότι πώς ήταν δυνατόν εκείνες τις δύσκολες ώρες να μαζευτούμε και να τραγουδήσουμε με κατάνυξη μπροστά στο δένδρο το γνωστό τραγουδάκι:
«Το Έλατο, το Έλατο, ήρθε στο σπίτι πάλι….». Τι θα λέγαμε εμείς; «Το δενδρολίβανο, το δενδρολίβανο»; Δεν είναι σοβαρά πράματα αυτά. Άσε το κυριότερο: Δεν του ταιριάζουν και τα μέτρα της μουσικής…
***
Σημ. «Π»: Έχουν αγκαλιαστεί και αγαπηθεί πάρα πολύ οι γλαφυρές αναμνήσεις του καλού μας φίλου και συνεργάτη μας Νίκου Αμμανίτη. Το «Μια φορά κι έναν καιρό» κυριολεκτικά ρουφιέται. Η στήλη είναι μια από τις πρώτες που διαβάζουν οι φίλοι αναγνώστες. Γιατί μέσα από το κείμενο του Νίκου ζουν, βλέπουν, θυμούνται, σκέπτονται τα δικά τους παιδικά χρόνια. Τη γειτονιά τους. Γιʼ αυτό και πολύ χαρήκαμε το μήνυμα του Αναστάσιου Χριστοφορίδη –ενός από τους πολλούς– που δείχνει την απήχηση της στήλης:
«Κάθε Κυριακή αφήνομαι στο ταξίδι στο παρελθόν μέσα από το κείμενό σας, το οποίο όμως είναι πολύ σύντομο. Έχετε σκεφθεί την περίπτωση έκδοσης βιβλίου, το οποίο θα περιλαμβάνει όλα τα κείμενα;»
Το έχουμε. Σας αποκαλύπτουμε ότι έχουμε προλάβει τη σκέψη σας. Σύντομα θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο, ως ένθετο στο «ΠΑΡΟΝ», όλη η δουλειά του Νίκου Αμμανίτη. Λίγη υπομονή και θα κρατήσετε όλες αυτές τις όμορφες στιγμές που έχουμε ζήσει και -κακά τα ψέματα- τις νοσταλγούμε.