Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ-ΑΣΤΡΑΠΗ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ ΣΗΜΑΙΝΕ, ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ, ΟΤΙ Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΟΚΤΑΕΤΙΑ ΜΠΟΥΣ ΠΟΥ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΑΙΜΑΤΟΧΥΣΙΑ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ, ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΟΙΚΟ ΣΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΜΗΝΑ.

Όμηρος της πολιτικής του Μπους στη Μέση Ανατολή βρίσκεται ο Ομπάμα, πριν ακόμη αναλάβει τα προεδρικά του καθήκοντα. Ωστόσο, η καταστροφική πολιτική του σημερινού αμερικανού Προέδρου δεν επιβάλλεται στον διάδοχό του παρά τη θέληση του τελευταίου. Η απόφαση του νεοεκλεγμένου Μπαράκ Ομπάμα να διατηρήσει στο υπουργείο Άμυνας τον σημερινό υπουργό Ρόμπερτ Γκέιτς και να ορίσει την εκλεκτή του εβραϊκού λόμπι Χίλαρι Κλίντον επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών, προσδιόρισε εξαρχής το επιθετικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η εξωτερική του πολιτική, καθιστώντας το σύνθημά του για «αλλαγή» κενό περιεχομένου.

Στην περίπτωση του Ιράκ όμως η πολιτική του Μπους επιβλήθηκε στον Ομπάμα μ’ έναν επιπλέον τρόπο, μέσω της συμφωνίας που υπογράφηκε με τη Βαγδάτη για την παραμονή του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ. Η συμφωνία αφορά το καθεστώς και τις αρμοδιότητες, αλλά κυρίως προβλέπει το χρονοδιάγραμμα αποχώρησής τους, ανατρέποντας εκ βάθρων τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Ομπάμα.

Συγκεκριμένα, ενώ ο μαύρος υποψήφιος, κατόπιν πολλών υποχωρήσεων, δεσμεύτηκε τελικά να αποχωρήσει κι ο τελευταίος αμερικανός στρατιώτης από το Ιράκ εντός 16 μηνών από την ανάληψη των καθηκόντων του, δηλαδή τον Μάιο του 2010, η συμφωνία που επέβαλε η κυβέρνηση Μπους στο καθεστώς των συνεργατών της στη Βαγδάτη προβλέπει την ολοκληρωτική αποχώρησή τους μέχρι την Πρωτοχρονιά του 2012. Ο Ομπάμα αναλαμβάνει λοιπόν καθήκοντα έχοντας να αντιμετωπίσει τετελεσμένα γεγονότα!

Παρατείνεται η παρουσία των Αμερικανών

Το σημαντικότερο λοιπόν επίτευγμα της συμφωνίας, που έρχεται να αντικαταστήσει το πλαίσιο παραμονής που καθόριζε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ η οποία λήγει στις 31/12/2008, είναι ότι διασφαλίζει την παρουσία των αμερικανικών κατοχικών στρατευμάτων τουλάχιστον για τρία χρόνια ακόμη. Και λέμε «τουλάχιστον» γιατί κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι θα εφαρμοστούν οι διατάξεις της συμφωνίας που φιλοδοξούν να βάλουν ένα όριο στην ανεξέλεγκτη δράση των κατοχικών στρατευμάτων.

Τέτοιες διατάξεις υπάρχουν πολλές. Ορίζεται, για παράδειγμα, ότι από τον Ιούνιο του 2009 ο αμερικανικός στρατός απαγορεύεται να βγαίνει εκτός των βάσεών του, ότι από το καλοκαίρι και μετά θα απομακρυνθεί απ’ όλα τα αστικά κέντρα, ότι η ιρακινή κυβέρνηση θα έχει δικαίωμα βέτο στις επιχειρήσεις του, ότι κανένας Ιρακινός δεν θα συλλαμβάνεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ιρακινών αρχών και επίσης ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν το ιρακινό έδαφος για να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον γειτονικών χωρών όπως η Συρία και το Ιράν, κάτι που έχουν κάνει κατ’ επανάληψιν στο παρελθόν.

Παρ’ όλα αυτά οι έπαινοι με τους οποίους έγινε δεκτή η συμφωνία έκρυβαν μια ελαφρά αφέλεια, καθώς παραγνώριζαν ότι δεν είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο ισότιμων εταίρων, αλλά μεταξύ ενός κατακτητή που τυχαίνει να είναι και η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη, από τη μια μεριά, και μιας υπόδουλης χώρας που τυχαίνει να διοικείται από μια κυβέρνηση συνεργατών, από την άλλη. Με τι μέσα επομένως θα επιβάλει τους όρους της;

Απόδειξη οι δηλώσεις του Ρέι Οντιέρνο, επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, την προηγούμενη Κυριακή, ότι ορισμένοι αμερικανοί στρατιώτες θα παραμείνουν στις πόλεις ακόμη και μετά το καλοκαίρι του 2009 λόγω των εκπαιδευτικών τους καθηκόντων, κατά παράβαση προφανώς της συμφωνίας.

Η κυβέρνηση του Αλ Μαλίκι δεν έσπευσε να εγκαλέσει στην τάξη τον διοικητή των κατοχικών δυνάμεων στο Ιράκ. Η παθητική της στάση προδιέγραψε έτσι και την ανοχή που θα επιδείξει σε οποιαδήποτε μελλοντική παραβίαση των όρων της συμφωνίας από τη μεριά των Αμερικανών.

Όση ανοχή επιδεικνύει προς την αυθαιρεσία του κατοχικού στρατού η κυβέρνηση συνεργατών του Αλ Μαλίκι, τόση σκληρότητα ασκεί απέναντι στις δυνάμεις της αντίστασης, στις οποίες πιθανολογείται ότι ανήκαν τα 25 στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών που συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν να επαναφέρουν στην εξουσία το κόμμα Μπάαθ του απαγχονισμένου πρώην προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν.

Η επιχείρηση της Αστυνομίας την Πέμπτη, που θύμιζε τις σταλινικές διώξεις στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’30, έβαλε κατά των δυνάμεων της αντίστασης και μόνο, μια και το Μπάαθ, που έχει διά νόμου απαγορευτεί ενώ ακόμη και η χρήση των συμβόλων του διώκεται αυτεπάγγελτα, έχει εδώ και καιρό περάσει στην ιστορία, έχοντας απολέσει το κύρος και την εμβέλεια που διέθετε στον λαό. Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν το Μπάαθ…

Διχάζουν τα…

παπούτσια

Η τέταρτη και τελευταία επίσκεψη του Μπους στο Ιράκ θα περάσει όμως στην ιστορία και λόγω της απροσδόκητης αντίδρασης του ιρακινού δημοσιογράφου Μουντάζερ αλ Ζεϊντί, που εργαζόταν σε δορυφορικό τηλεοπτικό δίκτυο και ο οποίος πέταξε τα παπούτσιά του στον αμερικανό Πρόεδρο την ώρα που έδινε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον ιρακινό πρωθυπουργό, φωνάζοντάς του, κατά την εκσφενδόνιση του πρώτου, «αυτό είναι ένα δώρο από τους Ιρακινούς, είναι το φιλί του αποχαιρετισμού, σκύλε» και όταν έριχνε το δεύτερο, «αυτό είναι από τις χήρες, τα ορφανά και όσους έχουν σκοτωθεί στο Ιράκ».

Η κυβέρνηση του Ιράκ καταδίκασε την επίθεση στον Μπους, χαρακτηρίζοντας την πράξη του 29χρονου δημοσιογράφου «επαίσχυντη και βάρβαρη», ενώ απαίτησε από το μέσο στο οποίο εργαζόταν να ζητήσει συγγνώμη. Πολλοί Ιρακινοί όμως είχαν άλλη γνώμη.

Από τη Βαγδάτη μέχρι τη Μοσούλη στον κουρδικό βορρά και τη Νασιρίγια στον σιιτικό νότο χιλιάδες Ιρακινοί βγήκαν στον δρόμο για να επευφημήσουν τον ιρακινό δημοσιογράφο, χαρακτηρίζοντας τη χειρονομία του ως πράξη αντίστασης. Η Ένωση Ιρακινών Δημοσιογράφων χαρακτήρισε αντιεπαγγελματική την κίνησή του, κάλεσε ωστόσο την κυβέρνηση να τον απελευθερώσει. Υπέρ του δημοσιογράφου τάχθηκε και ο επικεφαλής της Ένωσης Δικηγόρων του Ιράκ, ο οποίος μάλιστα προσφέρθηκε να αναλάβει την υπεράσπισή του.

Το θέμα της επίθεσης στον Μπους συζητήθηκε ακόμη και στην ιρακινή Βουλή (την ίδια μέρα που επισκέφθηκε το Ιράκ και ο βρετανός πρωθυπουργός, για να ανακοινώσει την αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους), όπου η ένταση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο πρόεδρός της απείλησε να παραιτηθεί. Εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον δημοσιογράφο πραγματοποιήθηκαν επίσης στη γειτονική Συρία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και τη Λιβύη.

Κι άλλος στρατός

στο Αφγανιστάν

Ο επόμενος σταθμός στο ταξίδι του Μπους ήταν στην Καμπούλ, όπου το προεδρικό αεροπλάνο, Air Force One, προσγειώθηκε για λόγους ασφαλείας με όλα του τα φώτα σβηστά. Εκεί, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έμεινε για λίγες μόνο ώρες. Άλλωστε δεν χρειάζονταν περισσότερες, μια και τις πιο κρίσιμες αποφάσεις τις είχε ανακοινώσει ο υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, ο οποίος επισκέφθηκε, κι αυτός απροειδοποίητα, το Αφγανιστάν λίγες μόνο ημέρες προτού φθάσει ο Μπους. Εξήγγειλε ειδικότερα την αποστολή στο Αφγανιστάν δύο ταξιαρχιών επιπλέον, με την έλευση των οποίων οι αμερικανοί στρατιώτες που υπηρετούν στην περιοχή θα αυξηθούν στις 49.000 από 34.000 που βρίσκονται εκεί τώρα, ενώ δεν παρέλειψε να επιτεθεί στα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ που αρνούνται να στείλουν επιπλέον στρατό, όπως επίσης και να αποσύρουν τις αυστηρές οδηγίες εμπλοκής που έχουν δώσει στους 30.000 στρατιώτες τους που ήδη βρίσκονται στη χώρα, αποτέλεσμα των οποίων είναι ελάχιστοι απ’ αυτούς να είναι μάχιμοι. Οι ανακοινώσεις του Γκέιτς ανταποκρίνονται πρωτίστως στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του Ομπάμα, ο οποίος έχει αναγορεύσει το Αφγανιστάν σε βασικό μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Ακόμη όμως και με την αποστολή επιπλέον στρατού είναι βέβαιο ότι καμιά νίκη δεν πρόκειται να επέλθει στο Αφγανιστάν, το οποίο εδώ και καιρό αποτελεί «μαύρη τρύπα», για την ακρίβεια αφότου οι Ταλιμπάν ανατράπηκαν κι εγκατέλειψαν την Καμπούλ, οπότε έπαψε να υπάρχει κι ένας ορατός, μετρήσιμος στόχος που να δίνει σαφές περιεχόμενο στον όρο «νίκη». Το πρόβλημα δε για τις δυνάμεις κατοχής εντάθηκε από τη στιγμή που οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν να συνεργάζονται με τους παραγωγούς και εμπόρους ναρκωτικών, παρέχοντας ασφάλεια στους πολυάριθμους καλλιεργητές (το Αφγανιστάν παρέχει περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας κατανάλωσης οπίου) με αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους στα τεράστια κέρδη με τα οποία στη συνέχεια χρηματοδοτούν την πολεμική τους δράση, κι όταν επίσης το πολιτικό τίμημα της εκδίωξής τους από το Αφγανιστάν ήταν να αποσταθεροποιήσουν με τη δράση τους το γειτονικό Πακιστάν. Σε αυτό το πλαίσιο η στρατηγική του Ομπάμα (που αναγορεύοντας τον οκταετή ήδη πόλεμο στο Αφγανιστάν σε μητέρα των μαχών συνιστά κάτι χειρότερο από «μία από τα ίδια» με την πολιτική του Μπους) πολύ γρήγορα θα αποδειχθεί καταστροφική πέρα από ατελέσφορη, όπως δείχνουν τα παθήματα των Άγγλων παλιότερα και των Σοβιετικών πιο πρόσφατα.


Σχολιάστε εδώ