ΑΙΤΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ
«Μια αιτία για επανάσταση» ήταν το αίτημά του, που το διάβαζες στο οργισμένο του βλέμμα κάθε φορά που ο Ελίας Καζάν τον έδειχνε σε γκρο-πλαν, ενώ συμπλήρωνε:
«…δεν πάει άλλο, δεν το μπορώ, πνίγομαι, πιέζομαι, υποφέρω, τι αξίζει η ζωή χωρίς μια επανάσταση, να πετάξουμε τα δεσμά, να δείξουμε ποιοι είμαστε, διότι είναι και ζήτημα πρεστίζ, πώς να το κάνουμε δηλαδή; Μια αιτία γυρεύω, ζητάω πολλά;».
Άλλωστε, σε μια επανάσταση που θέλει να γράψει Ιστορία, αυτό που μετράει δεν είναι πάντα το αποτέλεσμα, αλλά εκείνοι που μετά την «αιτία» βρίσκουν την ευκαιρία να φανερώσουν τον κακό εαυτό τους και που τελικά αποδεικνύονται πολύ χειρότεροι από αυτούς για τους οποίους έγινε η επανάσταση.
Και πότε γύρευε την αιτία ο ανήσυχος νέος; Στα μέσα της δεκαετίας του ʼ50, τότε που τα λιγούρια του λεγόμενου «ελεύθερου κόσμου» άπλωναν σαν ζητιάνοι τα χέρια στην Αμερική με εκείνο το θρυλικό «δώσʼ κι εμένα, μπάρμπα». Και που υστέρα από ένα φοβερό πόλεμο, που, παρά το μανιτάρι της Χιροσίμα, ποτέ δεν μάθαμε αν τελείωσε ή αν ακόμα συνεχίζεται. Και ενώ ο πολυλάλητος στρατηγός Μάρσαλ, με το περίφημο «σχέδιο» υπό μάλης, μοίραζε δολάρια με πανάκριβα πανωτόκια στις πεινασμένες χώρες, εξαγοράζοντας συγχρόνως και την αποδοχή τους για να αποκτήσει η αστερόεσσα τον τιμητικό τίτλο της «πλανηταρχέσας», έτσι που αυτή πια δεν θα ήταν «Υπερδύναμις», ήταν ο Ποπάι, έχοντας κατεβάσει μισή σκάφη σπανάκι και μου λες εσύ τώρα, μέσα στην καλή χαρά, για αιτίες και ξεσηκώματα και για το αν μασάει η κατσίκα ταραμά;
Και παρέα με ποιους να την έκανες την επανάσταση, κύριε Τζέιμς; Με εκείνους τους νέους του «αμέρικαν γκράφιτι», που οι μισοί ήταν χαπακιασμένοι από τον Έλβις και οι άλλοι μισοί φτιαγμένοι από τη μαριχουάνα και το Ελ-Ες-Ντι, που εδώ πατούσαν και στο έκτο σύννεφο τους εύρισκες και που η πιθανότερη απάντηση που θα σου έδιναν ήταν:
«Κομμένη, Τζέιμς, δεν ευκαιρούμε, προπονιόμαστε τώρα για χίπηδες και σε επόμενη φάση και για παιδιά των λουλουδιών», προσθέτοντας στην κουβέντα τους και καμιά δεκαριά βρισιές έτσι για αλατοπίπερο.
Χώρια δηλαδή που με μια Κόκα Κόλα μας είχαν σιγουρέψει πως «όλα πάνε καλά» και φούρνος να μην καπνίσει, άρα προς τι και μια επανάσταση; Ποιος ο λόγος; Αφού ήταν πλήρες το μαστούρωμα. Για να βάλουμε μπελάδες στο κεφάλι μας; Και όταν μάλιστα κανένας μας δεν είχε γεννηθεί με μυαλά Τσε Γκεβάρα, πολύ παραπάνω μάλιστα αφού δεν είχε εμφανιστεί στο στερέωμα ο αστερισμός των Μπους, ενώ ύστερα και από τη δολοφονία του Λούθερ Κινγκ, ποιος αφρο-αράπης θα τολμούσε να σηκώσει κεφάλι, άσε δηλαδή που και ο Ομπάμα δεν ήταν ακόμα ούτε στα σπερματοζωάρια του Ομπάμα-φάδερ.
Και δεν είπαμε και το πιο σπουδαίο, πως όταν ευδαιμονείς, δεν κάνεις καμιά επανάσταση, ένεκα που τις επαναστάσεις δεν τις κάνουν οι έχοντες και οι κατέχοντες. Τις κάνουν οι άλλοι, οι μη έχοντες και οι μη κατέχοντες, αν και καμιά φορά –και ουχί σπανίως– τις κάνουν και οι κατέχοντες, τάχαμου ως «γνωστοί άγνωστοι», για να ρίξουν τις ζημιές στους μη κατέχοντες. Κάτι τέτοια όμως, Τζέιμς, είναι αρχαία λατινικά και πού να τα καταλάβεις, αθώο «αμερικανάκι» του 1956, που όταν ερχόσουν τότε για τουρισμό στην Ύδρα, για να πάρεις και μια μυρωδιά από «παιδί και δελφίνι», σου παίρναμε και τα σώβρακα.
Ενώ τώρα, κατακαημένε, που μόνο με το όνομα άνεργου «επαναστάτη» έχεις μείνει και που αν ζούσες θα είχες πατημένα και τα ογδόντα, θα έβλεπες μπροστά σου ένα μάτσο από αιτίες και δεν θα ήξερες ποια να πρωτοδιαλέξεις. Όμως για να μη σου ταράξω τον αιώνιο ύπνο σου, τα ίδια συμβαίνουν με όλους της ηλικίας σου… Μεγάλοι άνθρωποι πια, θέλεις από χόρταση, θέλεις από γνώση που κι αυτή συνήθως έρχεται καθυστερημένη, θέλεις κι από περιττά κιλά, έτσι και τους πεις για επανάσταση, έχουν απάντηση στο στόμα: «Επανάσταση; Τρώει η κατσίκα ταραμά;».
Και ύστερα βάζουν τις παντοφλίτσες τους, αράζουν στους καναπέδες τους, παίρνουν πλάι και μια πίτσα «με απʼ όλα» και στήνονται στην τηλεόραση να δουν κανένα ντέρμπι στο Γιούρο Σπορ.
Και δεν είναι πια οι αιτίες που μας λείψανε, είναι οι επαναστάτες που βγήκαν εκτός γηπέδου, αφήνοντας την ευθύνη στα δεκαπεντάχρονα να βγουν στους δρόμους με πέτρες και Μολότοφ, με την ελπίδα να τα καταφέρουν καλύτερα, όπως γίνεται και στα παιχνίδια με την τράπουλα, οι ατζαμήδες να κερδίζουν τα περισσότερα.
Ένας Αλέξης, στην άνοιξη της ζωής του και πριν χωνέψει καλά καλά την «αιτία», γνώρισε τόσο άγρια τον παγωμένο χειμώνα του Θανάτου, ξεσηκώνοντας το σύμπαν για μια επανάσταση που κανένας ως τώρα δεν την είχε τολμήσει.
Γεννήθηκες νωρίς, μωρέ Τζέιμς. Έπρεπε να το είχες καθυστερήσει…
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΡΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗ «ΓΕΙΤΟΝΙΑ» ΤΟΥ…
(…και ποτέ δεν είναι αργά!)
Κάθε φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνο και από την άλλη άκρη της γραμμής θα ακούσω μια φωνή να μου λέει:
«Αυτή είναι η γειτονιά μου, ήσυχη, μοναχική, γλυκιά, αγαπημένη, εδώ γεννήθηκα και πίσω από εκείνη τη γωνία παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους. Εγώ πάντα με τους κλέφτες. Το να σε κυνηγάνε και να ξεφεύγεις είναι προτιμότερο από το να κυνηγάς και να φυλακίζεις»… Είναι ο Κώστας Καρράς, που, αντί να πει ποιος είναι, θυμάται κάθε φορά, μα ΚΑΘΕ φορά, τα πρώτα λόγια του από το ρόλο που του είχα γράψει στην «Οδό Ευκαιρίας», ένα από τα πρώτα έργα που σημάδεψαν την πορεία του σαν άξιου πρωταγωνιστή.
Είναι μια φιλία σαν την παλιά κολόνια, που το άρωμά της δεν χάνεται όσο κι αν προσπαθήσει να το εξαφανίσει η μπουγάδα του χρόνου. Φίλος δύσκολος και συνεργάτης αφόρητος, μέχρι και στα τελευταία πέντε λεπτά πριν από την πρεμιέρα, που αν τολμήσεις να πεις μια ευχή, σε κοιτάζει σαν να είσαι ο πιο μεγάλος εχθρός του.
Αλλά που, τελειώνοντας η παράσταση και ενώ από κάτω ο κόσμος ξεσπάει σε χειροκροτήματα, το βλέμμα του θα σε αναζητήσει κάπου στην κουίντα που θα βρίσκεσαι, για να σου κλείσει το μάτι. Κι αυτή η ματιά του έχει τόση τρυφεράδα που ούτε κι αυτή μπορεί να την εξαφανίσει η μπουγάδα του χρόνου που είπαμε πιο πάνω.
Το τηλεφώνημα που μου έκανε πριν από λίγες ημέρες, πάντα με την ίδια φράση, ήταν για να με καλέσει στην πρεμιέρα του στο Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης του ΚΘΒΕ με το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Ερρίκος ο Ε΄», που ανεβάζει με σκηνοθεσία του πολύτιμου Ανδρέα Βουτσινά και εγκαινιάζει την επιστροφή στο θέατρο, εγκαταλείποντας την αρένα της πολιτικής, δηλώνοντας ότι είναι προτιμότερο να αφήσουμε στους πολιτικούς την πολιτική και αυτός να ασχοληθεί με το θέατρο που είναι το σπίτι του και η «Ιθάκη» του.
Έργο ιδιαίτερα δύσκολο, ο «Ερρίκος ο Ε΄» με απαιτήσεις μεγάλης σκηνικής δεξιοτεχνίας, όπως κινείται ανάμεσα στα στενά περιθώρια της λογικής και στο μεγαλείο της τρέλας ή, αν θέλετε, και στην τρέλα του μεγαλείου, πράγματα ταυτόσημα στα όρια μιας αμφιλεγόμενης πραγματικότητας. Πρώτος ο Δημήτρης Χορν το είχε τολμήσει, χαρακτηρίζοντάς το μάλιστα και μάλλον αυτάρεσκα σαν «άσκηση σκηνικής αντοχής», γιατί ο ηθοποιός που θα τον παίξει, φεύγει από τη σκηνή κυριολεκτικά κουρέλι και μούσκεμα στον ιδρώτα.
Στα ίδια βήματα, όπως και με το «Ημερολόγιο ενός τρελού» πραγματοποιεί το καμ μπακ του και ο Κώστας Καρράς ξαναγυρίζοντας στη δική του «γειτονιά», όπως είναι το θέατρο, που για τον γνήσιο θεατρίνο το θεατρικό του χούι παθαίνει τελευταίο, και να χτυπήσουμε ξύλο γιατί ο χρόνος που φεύγει ήταν υπερβολικά σκληρός για το θεατρικό σόι.
Επιστροφή λοιπόν ενός ακόμα ασώτου, όπως έγινε και με τους περισσότερους και τις περισσότερες που δοκίμασαν τη θεατρική αρένα, και διακριτικά αποσύρθηκαν, όπως έγινε με τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Στέφανο Ληναίο, την Αιμιλία Υψηλάντη, τη Μάρω Κοντού, τη θυελλώδη παραίτηση της Άννας Συνοδινού, που αυτήν ειδικά τη χαρήκαμε περισσότερο, όταν δεν δίστασε σε ώρα συνεδρίασης και μέσα στη Βουλή να τους τα πετάξει στα μούτρα και να βροντήξει πίσω της την πόρτα της εξόδου.
Θα έλεγα το ίδιο και για τη Μελίνα, που δεν τη μιμήθηκε, συχνά κι αυτή αηδιασμένη από το πολιτικό παραθέατρο, όμως έχω την εντύπωση ότι και «εντός Βουλής» η Μελίνα έπαιζε το δικό της θέατρο, ανεπανάληπτη στον πολιτικό της ρόλο.
Σε υποδέχεται πάλι στην αγκαλιά της η «γειτονιά σου», Κώστα, ίδια όπως την ήξερες, «ήσυχη, μοναχική, γλυκιά, αγαπημένη» και πάντα με αθεράπευτο το νόστο…
ΒΡΑΔΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ…
(…τι άλλο χειρότερο;)
Έγινε τη Δευτέρα που μας πέρασε μια τιμητική εκδήλωση, θα την έλεγα και «βραδιά νοσταλγίας», για την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Την οργάνωσε ο Δήμος Αμαρουσίου προς τιμήν της, που ήταν και η «γενέθλια συνοικία» της, στο Αμφιθέατρο «Δαΐς» της Σχολής Δούκα, στην οδό Μεσογείων, και να πούμε πρώτα δυο λόγια γιʼ αυτή τη θαυμάσια θεατρική αίθουσα, που σίγουρα θα τη ζήλευαν τα περισσότερα από τα κεντρικά θέατρα της Αθήνας και που αποτελεί μια θετική προθέρμανση θεατρικής παιδείας για τις γενιές που έρχονται.
Ήταν μια βραδιά φορτισμένη από συγκίνηση και νοσταλγία, με ομιλητές πολλούς από τους συνεργάτες της που δουλέψαμε μαζί της στο θέατρο και τον κινηματογράφο και άριστα οργανωμένη από τα δύο αδέλφια της, τον Τάκη και τον Αντώνη, και μοναδικό απόντα το γιο της, παρά την πρόσκληση που του έγινε τόσο από τον δήμαρχο Αμαρουσίου όσο και από τους δύο μπαρμπάδες του, που δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν, ούτε ένα ευρώπουλο, από την εκδήλωση του φόρου τιμής σε «εκείνη» και που μάλλον για τον ίδιο λόγο και η απουσία του γιου της, μια και η «βραδιά νοσταλγίας» δεν είχε ανάγκη καμιάς «μυθοπλασίας», αντίθετα με τη σε συνεχή κάθοδο τηλεοπτική σειρά, της οποίας το μοναδικό «κάποιο μυστικό» ήταν και παραμένει η «οικονομησιά της τυμβωρυχίας»!
Υιέ της, υιέ της…
Και το πιο σύντομο ανέκδοτο που μόλις κυκλοφόρησε: Μυθοπλασία Γιαννάκης Παπαμιχαήλ!
Είναι κάποια τραγούδια που αναρωτιέσαι αν οι έξοχοι και «σημαδιακοί» τους στίχοι βοήθησαν τον συνθέτη για να τους ντύσει με την κατάλληλη μουσική του ή αν έγινε το ανάποδο και επάνω σε συγκεκριμένες νότες δούλεψε ο ποιητής για να ταιριάξει τους στίχους του, ενισχύοντας παραπάνω τη σημασία τους, όπως αυτοί οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, παντρεμένοι με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και που θαρρείς πως γράφτηκαν «επετειακά» για τα φοβερά γεγονότα των ημερών, προφητικά πριν να συμβούν:
«Κάποτε θα ʼρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σʼ αγαπούν
και πώς σε θένε
Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε
Κάποτε θα ʼρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν
Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν
Και όταν θα ʼρθουν οι καιροί
που θα ʼχει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα
Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα».
Και μιλάμε για τέλειο πάντρεμα ποίησης και μουσικής. Μπράβο.