Άφαντο το πακέτο με τα 28 δισ.

Με ρυθμούς… γάγγραινας εξαπλώνεται η κρίση στην ελληνική αγορά, καθώς οι επιχειρήσεις δοκιμάζονται από την πρωτοφανή δυσκολία πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό και την απότομη κάμψη του τζίρου. Η κυβέρνηση παρακολουθεί «πελαγωμένη», αφού αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες άντλησης δανείων από τη διεθνή αγορά, ενώ τα μέτρα που επιστρατεύει κινδυνεύουν να αποδειχθούν ανεπαρκή και καθυστερημένα.

Οι επιχειρηματίες έχουν βαρεθεί πλέον τη συζήτηση για τα διαβόητα 28 δισ. ευρώ που θα δοθούν στις τράπεζες σαν σανίδα σωτηρίας και ελάχιστα τους καθησυχάζουν οι πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις ότι η κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα και το πρόγραμμά της ήταν από τα πρώτα που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι καθημερινές τους επαφές με τις τράπεζες μετατρέπονται σε εφιάλτη, καθώς αιτήσεις δανεισμού απορρίπτονται με πρωτοφανή συχνότητα, πιστωτικά όρια «πετσοκόβονται» κατά το δοκούν και το κόστος δανεισμού αυξάνεται απειλητικά, συχνά μάλιστα με απροκάλυπτους εκβιασμούς από τις τράπεζες.

Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν μια πρωτοφανή καθίζηση του τζίρου, που έχει προκαλέσει πραγματική ασφυξία σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις χωρίς επαρκή αποθέματα κεφαλαίων. Ο τζίρος του εμπορίου τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο «πάγωσε», ενώ τα βίαια επεισόδια των τελευταίων ημερών διαψεύδουν κάθε προσδοκία για «ρεφάρισμα» τον Δεκέμβριο, οδηγώντας στην απελπισία χιλιάδες επιχειρήσεις στο κέντρο της Αθήνας. Ήδη από τον Νοέμβριο καταγράφεται από την Τειρεσίας ΑΕ κάθετη αύξηση των ακάλυπτων επιταγών και απλήρωτων συναλλαγματικών σε ποσοστό 160% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2007. Ανησυχητικές είναι και οι ενδείξεις για τη βιομηχανία, που είδε τις παραγγελίες να μειώνονται 6,5% τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας.

Παρά τις συζητήσεις για τα 28 δισ. ευρώ, ούτε μισό σεντ δεν έχει μπει ακόμη στις τράπεζες, για να αρχίσουν να φθάνουν και στους δανειολήπτες περισσότερες πιστώσεις. Από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους διαρρέεται ότι πολύ σύντομα θα αρχίσουν οι ειδικές εκδόσεις ομολόγων, μέχρι και 8 δισ. ευρώ, τα οποία θα λάβουν οι τράπεζες για να τα αξιοποιήσουν ως εγγυήσεις δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να προσφέρουν στεγαστικά δάνεια και δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Όμως, δεν υπάρχει η παραμικρή εγγύηση ότι η «ένεση» ρευστότητας θα μεταγγιστεί γρήγορα και αποτελεσματικά στις επιχειρήσεις με ανεκτό κόστος. «Παίρνουμε πανάκριβες καταθέσεις. Ακόμη και οι κρατικοί φορείς εκβιάζουν για επιτόκια 8-9%», λέει στο «ΠΑΡΟΝ» τραπεζικός παράγοντας, ενώ οι περισσότεροι τραπεζίτες ισχυρίζονται ότι τα ρίσκα στον δανεισμό επιχειρήσεων και νοικοκυριών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να δώσουν δάνεια με χαμηλό κόστος. Χωρίς ισχυρές κρατικές τράπεζες και με σαφείς εντολές από την κυβέρνηση να διευκολύνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, είναι πολύ αμφίβολο αν τα τραπεζικά ιδρύματα θα σταματήσουν να προστατεύουν τα κέρδη και τους ισολογισμούς τους, αδιαφορώντας για την πραγματική οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το Ταμείο Εγγύησης Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ), που ενεργοποιήθηκε εσπευσμένα για να χορηγήσει άτοκα δάνεια με κρατική εγγύηση, δεν υποστηρίζεται από τις τράπεζες, που διστάζουν να προσφέρουν κεφάλαια κίνησης, ακόμη και με την εγγύηση του Δημοσίου για το 80% της αξίας τους. Εξάλλου, τα προβλήματα οργάνωσης και οι αυστηροί όροι, που ουσιαστικά επιτρέπουν τον δανεισμό μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν… τη μικρότερη ανάγκη, αφήνουν ελάχιστα περιθώρια αισιοδοξίας για τα τελικά αποτελέσματα του προγράμματος του ΤΕΜΠΜΕ.

Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές συμφωνούν ότι το μεγάλο στοίχημα για όλες τις κυβερνήσεις την περίοδο της κρίσης είναι να κλείσουν την τεράστια «τρύπα ρευστότητας» που έχει δημιουργήσει η αδυναμία των τραπεζών, τροφοδοτώντας τις τράπεζες και την πραγματική οικονομία με άφθονο χρήμα. Από αυτήν την άποψη, είναι πολύ σημαντικό μια κυβέρνηση να έχει υγιή δημοσιονομικά στοιχεία και «πρόσωπο» στις αγορές για να δανείζεται με ευνοϊκούς όρους και να χρηματοδοτεί τράπεζες και πραγματική οικονομία. Με αυτά τα δεδομένα, η αναξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και τα σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα της οικονομίας. Η μειωμένη αξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου στους διεθνείς επενδυτικούς κύκλους, που αντανακλάται στην τεράστια αύξηση της διαφοράς αποδόσεων των ελληνικών από τα γερμανικά ομόλογα (έφθασε το 2,30%!), αλλά και οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τις Βρυξέλλες, λόγω των υψηλών ελλειμμάτων, δεν επιτρέπουν στο Δημόσιο να δανειστεί εύκολα και με χαμηλό κόστος, για να τροφοδοτήσει με ρευστότητα την οικονομία. Το ελληνικό Δημόσιο, αντί να στηρίζει την οικονομία, έχει φθάσει στο σημείο να χρηματοδοτείται με… το ζόρι από εκατοντάδες επιχειρήσεις που συνεργάζονται με το κράτος και τους φορείς του. Μόνο για τα χρέη του Δημοσίου προς κατασκευαστικές επιχειρήσεις και προμηθευτές των νοσοκομείων, αν ήταν σε θέση να τα εξοφλήσει άμεσα η κυβέρνηση, θα έπρεπε να πέσουν στην αγορά περισσότερα από 4 δισ. ευρώ…


Σχολιάστε εδώ