Όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές του υψηλού δημόσιου χρέους της έλειπε!

Ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει εύστοχα ότι «ή η χώρα μας θα φάει το χρέος ή το χρέος τη χώρα». Και επαληθεύεται! Δυστυχώς, έως τώρα, και παρότι μετά το 1996 επεκράτησαν στη χώρα μας ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες, δεν έγινε σοβαρή αποκλιμάκωση δημόσιου χρέους ως ποσοστού τουλάχιστον ΑΕΠ.

Eίναι μάλιστα εκπληκτική η διαπίστωση ότι την ίδια περίοδο, δηλαδή μετά το 1996, όλοι σχεδόν οι στόχοι που είχαν τεθεί στα Προγράμματα Σύγκλισης ή στα Προγράμματα Σταθερότητας και Ανάπτυξης από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις, αποδείχθηκαν αρκετά φιλόδοξοι, αφού ουδέποτε σχεδόν επετεύχθησαν. Αντίθετα, οι πραγματοποιήσεις ήταν σημαντικά πιο κάτω από τους στόχους.

Τα γράφουμε όλα αυτά γιατί η νέα διεθνής οικονομική κρίση βρήκε τη χώρα μας με το υψηλότερο σχεδόν δημόσιο χρέος στη ζώνη του ευρώ, το οποίο αποτελεί σοβαρό εμπόδιο όχι μόνο για την αντιμετώπισή της, αλλά και για την προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Υπενθυμίζεται ότι όλες οι κυβερνήσεις μετά το 1996 έθεταν φιλόδοξους στόχους για συρρίκνωση του δημόσιου χρέους, με τελευταίο στόχο της σημερινής κυβέρνησης να φτάσει στο 82,9% του ΑΕΠ έως το 2010. Παρόμοιοι στόχοι είχαν τεθεί σε όλους τους προϋπολογισμούς και τα Προγράμματα Σύγκλισης. Για το 2004, για παράδειγμα, είχε τεθεί ο στόχος να μειωθεί το δημόσιο χρέος στο 84% του ΑΕΠ, αλλά τελικά ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ!

Σήμερα, οι προοπτικές σημαντικής μείωσης του δημόσιου χρέους δεν είναι καθόλου ευοίωνες. Πρέπει να υπάρξει σημαντική μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής, μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, να εξασφαλιστούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, να σταματήσει το κράτος να αναλαμβάνει χρέη τρίτων και, κυρίως, δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων. Γι’ αυτό λέμε ότι οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες. Διότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης περιορίζουν την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος, ενώ η επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών από τη γήρανση του πληθυσμού (δηλαδή από το ασφαλιστικό) είναι και θα είναι καταθλιπτική. Ύστερα, πρέπει να προωθηθούν τολμηρές διαρθρωτικές, μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, που θα έχουν στόχο τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μείωση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, και, φυσικά, μέτρα για την περιστολή και τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των δημόσιων δαπανών. Εννοείται ότι και όλα τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις έπρεπε να είχαν πάει στη μείωση του δημόσιου χρέους.

Υπενθυμίζεται ότι το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ σημείωσε κατακόρυφη άνοδο μετά το 1980, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα (πάνω από το 100% του ΑΕΠ) μετά το 1993 και καταλαμβάνοντας μια από τις υψηλότερες θέσεις στον πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώνεται ακόμη ότι αυτό το υψηλό δημόσιο χρέος (πάνω από το 100% του ΑΕΠ) υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο των χωρών της ζώνης του ευρώ, καθώς και την τιμή αναφοράς της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι 60% του ΑΕΠ!

Ήδη, από πρόσφατα στοιχεία προκύπτει ότι η χώρα μας, με βάση το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στον πίνακα των χωρών της Ευρωζώνης (94,8% του ΑΕΠ), έναντι της δεύτερης Ιταλίας με 104,1% του ΑΕΠ και έναντι 66,3% του ΑΕΠ του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Όσον αφορά στο συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό χρέος) χρέος, η Ελλάδα κατέχει την όγδοη θέση με 173,8% του ΑΕΠ στον πίνακα της Ευρωζώνης, έναντι 169,6% του ΑΕΠ του μέσου όρου. Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι η σχετικά καλή αυτή θέση της χώρας μας στον πίνακα των χωρών της Ευρωζώνης οφείλεται (παρά τα αντιθέτως λεγόμενα) στο χαμηλό σχετικά ιδιωτικό χρέος (79% του ΑΕΠ). Έτσι, επιβεβαιώνεται για μιαν ακόμα φορά ο Άνταμ Σμιθ («Πλούτος των

Εθνών»), που έλεγε ότι «τα μεγάλα έθνη δεν πτωχεύουν από την ιδιωτική, αλλά από τη δημόσια σπατάλη και κακοδιαχείριση»!


Σχολιάστε εδώ