ΣΤΡΩΜΕΝΟΣ ΜΕ ΑΓΚΑΘΙΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΟΤΟ ΙΙ

Έτσι, η διάσκεψη στο Πόζναν της Πολωνίας που ξεκίνησε την προηγούμενη Δευτέρα και η απογοητευτική στάση των ευρωπαίων ηγετών, όπως φάνηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που τελείωσε προχθές, αλλά και απ’ όσα προηγήθηκαν αυτής, χαμηλώνουν τις προσδοκίες προεξοφλώντας μια διαχείριση του προβλήματος, στην καλύτερη περίπτωση, συμπαθητική…

Το πρώτο ερώτημα που κλήθηκαν να απαντήσουν οι υπεύθυνοι του Διακυβερνητικού Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (όπως αποκαλείται το αρμόδιο όργανο του ΟΗΕ) αφορούσε την πρόοδο που συντελέστηκε όλα αυτά τα χρόνια στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο, το οποίο λήγει το 2012. Αν βρίσκεται δηλαδή σε δρόμο υλοποίησης ο στόχος μείωσης των επικίνδυνων ρύπων, με βάση τα επίπεδα του 1990, κατά 5,2% μέχρι το 2012. Στο σαφές αυτό ερώτημα… σαφής απάντηση δεν υπάρχει.

Από μια πρώτη ματιά, η προοπτική είναι πολύ ελπιδοφόρα, αφού η καταγεγραμμένη μείωση κυμαίνεται γύρω απ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο του 5%. Ωστόσο, καθοριστικά σε αυτήν την πτωτική πορεία συνέβαλε η οικονομική κατάρρευση της ανατολικής Ευρώπης, που διαδέχθηκε την πολιτική κατάρρευση των καθεστώτων τους. Αν εξετάσουμε την πρόοδο των στόχων του Κιότο, εξαιρώντας τις «υπό μετάβαση οικονομίες» όπως χαρακτηρίζονται, τότε παρατηρείται οπισθοδρόμηση, καθώς οι εκπομπές έχουν αυξηθεί κατά 10% από το 1990. Δεν προκαλεί, έτσι, έκπληξη το γεγονός ότι από το 2000 μέχρι το 2006, όταν είχε ξεκινήσει για τα καλά η μεγέθυνση των οικονομικών τους, οι επικίνδυνες εκπομπές αυξήθηκαν κατά 2,3%. Εξετάζοντας ξεχωριστά τις επιδόσεις κάθε κράτους από τα 183 που υπέγραψαν τελικά τη Συμφωνία, διακρίνεται με ευκολία μια ομάδα 16 χωρών που βρίσκoνται κοντά στην επίτευξη των στόχων που είχαν θέσει (Γαλλία, Αγγλία, Ουγγαρία κ.λπ.) και μια πολυπληθέστερη ομάδα 20 χωρών που υστερούν σημαντικά. Μεταξύ αυτών είναι η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς, που έχει αυξήσει τις εκπομπές του από το 1990 κατά 21,3%! Προβληματικές είναι οι επιδόσεις και της Ευρώπης ως σύνολο, καθώς ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε καταγράψει μια θεαματική μείωση, από το 2000 μέχρι το 2006 αύξησε τις εκπομπές της κατά 7,6%.

Με τη συμμετοχή ΗΠΑ, Κίνας, Ινδίας

Ωστόσο, την απάντηση για το αν θα πρέπει, αποχαιρετώντας τη Συμφωνία το Κιότο, να δούμε το ποτήρι… μισοάδειο ή μισογεμάτο τη δίνει μια διαφορετική παράμετρος: ο αριθμός των χωρών που αυτήν τη φορά εμφανίζονται διατεθειμένες να υπογράψουν το Κιότο ΙΙ, όπως συχνά αποκαλείται η νέα υπό διαμόρφωση συμφωνία.

Το ευχάριστο λοιπόν είναι ότι από πέρυσι κιόλας, όταν ξεκίνησαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες στη Σύνοδο του Μπαλί όπου συμφωνήθηκε και το ομώνυμο Σχέδιο Δράσης, δήλωσαν την πρόθεσή τους να υπογράψουν τη νέα συνθήκη όχι μόνο οι γνωστοί… άγνωστοι των διεθνών συμφωνιών, αλλά επίσης η Ινδία και η Κίνα, που ακολουθώντας κι αυτές το παράδειγμα των ΗΠΑ δεν είχαν δεχτεί να υπογράψουν. Το επιχείρημα των δύο ασιατικών χωρών ήταν ότι οι περιορισμοί του Κιότο θα λειτουργούσαν άμεσα εις βάρος της επέκτασης της παραγωγής τους και των θέσεων εργασίας. Επίσης, έμμεσα, ότι τα όρια των επικίνδυνων εκπομπών θα διαιώνιζαν τις διεθνείς αντιθέσεις και την υστέρηση των αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς καμία από τις σημερινές ανεπτυγμένες χώρες δεν κλήθηκε να σεβαστεί ανάλογους περιορισμούς στο στάδιο της πρωταρχικής της οικονομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρνηθεί να υπογράψουν το Πρωτόκολλο (με ευθύνη μάλιστα και του προέδρου Μπιλ Κλίντον που άφησε την επικύρωση για τον διάδοχό του, ενώ θα μπορούσε να είχε λήξει την εκκρεμότητα κατά τη διάρκεια της δικής του θητείας), με το επιχείρημα ότι η εφαρμογή του θα στοίχιζε 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας…

Στη σύνοδο του Πόζναν στην Πολωνία, παρότι δεν παραβρέθηκε επίσημη αμερικανική αποστολή, ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε στείλει δικούς του αντιπροσώπους, πέραν των τουλάχιστον 50 αντιπροσώπων του αμερικανικού Κογκρέσου. Εξέλιξη που καθιστά εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο να μην υπογράψει το Πρωτόκολλο του Κιότο ΙΙ η νέα αμερικανική κυβέρνηση. Μάλιστα, οι πιθανότητες ελαχιστοποιούνται ακόμη περισσότερο, λόγω της θετικής στάσης που έχει πάρει η πλειοψηφία των αμερικανικών πολιτειών.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο αυτήν τη φορά στον δρόμο για μια συμφωνία που θα αντιμετωπίζει με ριζικό τρόπο το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι η οικονομική κρίση. Λόγω δε της συχνότητας και της ευκολίας με την οποία διατυπώνονται προτάσεις για ένα νέο πράσινο New Deal, ένα μαζικό κύμα επενδύσεων δηλαδή που θα κατευθυνθεί σε φιλικές προς το περιβάλλον επενδύσεις, εσφαλμένα η τρέχουσα συγκυρία παρουσιάζεται ως ευνοϊκή για μια στροφή στον πράσινο καπιταλισμό. Η αλήθεια είναι ότι όλες οι αναγκαίες επενδύσεις, είτε αφορούν αιολικά πάρκα και ηλιακή ενέργεια είτε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, απαιτούν περίσσεια ρευστού και αφθονία δανειακού κεφαλαίου. Ό,τι ακριβώς λείπει σήμερα, που πολυεθνικοί κολοσσοί δίνουν οδηγία στις οικονομικές τους υπηρεσίες να διαχειρίζονται το κάθε δολάριο σαν να είναι το τελευταίο πάνω στη Γη. Απ’ την άλλη, τα πακέτα διάσωσης που εγκρίνει η μία κυβέρνηση μετά την άλλη περιορίζουν αυτήν την έλλειψη. Επ’ ουδενί όμως δεν αντιστρέφουν την τάση, που λειτουργεί παραλυτικά σε οποιαδήποτε σχέδια αναδιάρθρωσης των μεθόδων παραγωγής στη Δύση και την Ανατολή.

Αυτήν την εκτίμηση έκανε και το γερμανικό περιοδικό «Σπίγκελ» πριν από δύο εβδομάδες: «Με τα χρηματιστήρια σε όλον τον κόσμο να βυθίζονται και μια σειρά βιομηχανιών, ειδικότερα την αυτοκινητοβιομηχανία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, να αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον, αυξάνονται οι εκκλήσεις στην Ευρώπη για να καθυστερήσει η εισαγωγή αυστηρότερων κανόνων που σκοπεύουν να αυξήσουν την αποδοτικότητα των καυσίμων και να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα».

Η φτώχεια φέρνει υπερθέρμανση

Δεν είναι όμως μόνο ο ιδιωτικός τομέας που γίνεται συντηρητικότερος λόγω της κρίσης.
Ίδια στάση ακολουθούν και οι κυβερνήσεις, μεταθέτοντας για το μέλλον αποφάσεις που είναι δαπανηρές ή ενδέχεται να αποδειχθούν επιζήμιες για τη βιομηχανία τους. Η Γερμανία πάλι αποτελεί το πιο ενδεικτικό παράδειγμα, σε βαθμό μάλιστα να αμφισβητείται ο ηγετικός της ρόλος στην Ευρώπη, όπως υποδήλωνε ο πρωτοσέλιδος τίτλος της «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν» της Πέμπτης: «Η Γερμανία φεύγει από τη θέση του οδηγού της ΕΕ».

Την αφορμή έδωσε η πεισματική άρνηση της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ να συναινέσει στον τριπλό στόχο που τέθηκε: 20% μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τα επίπεδα του 1990, 20% χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και 20% μείωση της κατανάλωσης ενέργειας μέχρι το 2020 (ή 20-20-20 όπως χαρακτηρίστηκε). Τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε η επικεφαλής του μεγάλου συνασπισμού αφορούσαν το υψηλό κόστος που συνοδεύει την υλοποίηση αυτών των στόχων και επίσης τη δομή της οικονομίας της. Η Γερμανία ειδικότερα, αντίθετα από τη Γαλλία και πολύ περισσότερο από την Αγγλία (που οι ηγέτες τους συναντήθηκαν μόνοι τους τη Δευτέρα στο Λονδίνο χωρίς να προσκαλέσουν τη Μέρκελ), δεν είναι χώρα παροχής υπηρεσιών που χρησιμοποιεί τη λέξη βιομηχανία μόνο από κεκτημένη ταχύτητα. Από κάθε ρύπο λοιπόν εξαρτώνται πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας. Η Γερμανία επίσης, όπως φάνηκε και από τις συζητήσεις για τα πακέτα διάσωσης των 27 κρατών μελών της ΕΕ, φαίνεται να εγκαταλείπει σταδιακά τον ρόλο του χρηματοδότη της ευρωπαϊκής ενοποίησης που εκ παραδόσεως είχε. Ρόλος που στοιχίζει ακριβά μετά τη διεύρυνση και δεν είναι καθόλου δημοφιλής στο εσωτερικό της χώρας, ειδικά σε μια εκλογική χρονιά, όπως το 2009.

Η άρνηση της Γερμανίας στην πράξη σήμαινε ένα βροντερό γερμανικό «όχι» στα ευέλικτα σχέδια μείωσης των εκπομπών που έπεσαν στο τραπέζι και προβλέπουν την επέκταση της αγοράς ρύπων που ξεκίνησε να λειτουργεί το 2005 και τη χρηματοδότηση χωρών, όπως η Πολωνία, για να άρουν τις αντιρρήσεις τους και να δώσουν τη συγκατάνευσή τους ώστε να υπάρξει μια πανευρωπαϊκή συμφωνία. Ο Σαρκοζί, ειδικότερα, πρότεινε τη δημιουργία ενός «ταμείου αλληλεγγύης» που θα αναδιανέμει το 10% των εισπράξεων από το χρηματιστήριο ρύπων στις φτωχότερες χώρες της ΕΕ και με προνομιακό τρόπο στην Πολωνία. Στο πλευρό της Πολωνίας τάχθηκε και η Ιταλία, με τον πρωθυπουργό της να δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται από τη συμφωνία που υπογράφθηκε πέρυσι στο Μπαλί επί κυβέρνησης Ρομάνο Πρόντι.

Η συγκεκριμένη θέση που συμφώνησαν οι ευρωπαίοι ηγέτες στη Σύνοδο Κορυφής που ξεκίνησε την Πέμπτη, με δεδομένη πάντα τη διάσταση απόψεων της Μέρκελ και του Σαρκοζί, δεν ήταν γνωστή τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η οικονομική κρίση οξύνει στο έπακρο τη χρόνια περιβαλλοντική κρίση που δημιουργείται από την υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως δείχνουν οι ζημιές ύψους 80 δισ. δολαρίων και οι 15.000 νεκροί που άφησαν πίσω τους τα ακραία καιρικά φαινόμενα πέρυσι, οδηγώντας έτσι σ’ έναν φαύλο κύκλο…


Σχολιάστε εδώ