Ο πειθαρχικός έλεγχος παραβάσεων των αρχών και των κανόνων του αγωνιστικού ήθους («fair play») στον χώρο του ποδοσφαίρου
Κατά τα σχετικά δημοσιεύματα, οι εργασίες του συνεδρίου επικεντρώθηκαν στις θεματικές ενότητες του Αθλητικού Δικαίου, ως μιας αναδυόμενης έννομης τάξης καθώς και στα ανθρώπινα δικαιώματα των αθλητών.
Ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος είχε την τιμή να προσκληθεί και να συμμετάσχει ως ένας εκ των εισηγητών στις εργασίες του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Αθλητικού Δικαίου, που πραγματοποιήθηκαν -ομοίως σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Αθήνας- στη χώρα μας το 1992.
Η εισήγηση αφορούσε στον «Πειθαρχικό έλεγχο παραβάσεων των αρχών και των κανόνων του αγωνιστικού ήθους (fair play) στον χώρο του ποδοσφαίρου» με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Στις 27 Φεβρουαρίου 1992, στο Στρασβούργο και στη διάρκεια συνεδρίασης της Επιτροπής για την Ανάπτυξη του Αθλητισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο εκπρόσωπος της Ένωσης Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (UEFA) Matkws Stwder αναφέρθηκε σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με το άθλημα του ποδοσφαίρου.
Έτσι και με δεδομένη την προθυμία της UEFA να προωθηθεί η ανταλλαγή απόψεων σε συνεργασία με τους διάφορους θεσμούς, περιλαμβανομένου και του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφέρθηκε, πλην άλλων, και στις ενέργειες της UEFA για την προαγωγή των ηθικών αξιών, όπως του αγωνιστικού ήθους (fair play) στο ποδόσφαιρο (θέσπιση βραβείων αγωνιστικού ήθους, εφαρμογή ειδικού συστήματος βαθμολογίας σε σχέση με τις επιβαλλόμενες πειθαρχικές κυρώσεις, σύσταση Επιτροπής Αγωνιστικού Ήθους, συγκρότηση Ομάδας Εννοιολογικής Εργασίας, πραγματοποίηση ερευνών – αναλύσεων για τις δραστηριότητες αγωνιστικού ήθους των Ομοσπονδιών – μελών της, δημιουργία λογότυπου κ.ά.).
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι μεταξύ των μακροπρόθεσμων δραστηριοτήτων που σχεδιάζονταν από την Επιτροπή Αγωνιστικού Ήθους της UEFA περιλαμβάνονταν:
Α. Ένας κώδικας ηθικής ιδιαίτερα προσαρμοσμένος στο ποδόσφαιρο που θα έχει εφαρμογή στις διάφορες ομάδες προσώπων που ασχολούνται με τον αθλητισμό, όπως παίκτες, διαιτητές, προπονητές, παράγοντες ομάδων, θεατές, ΜΜΕ κ.λπ.
Β. Ένα συνέδριο αγωνιστικού ήθους όπου θα συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των ομοσπονδιών – μελών.
Αφού, λοιπόν, καταστεί απόλυτα σαφές ότι η Επιτροπή Αγωνιστικού Ήθους της UEFA στοχεύει να προαγάγει τις θετικές πλευρές του ποδοσφαίρου, σε αντίθεση με την Ελεγκτική και Πειθαρχική Επιτροπή (που τιμωρεί τις αρνητικές πλευρές), είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στην έννοια και στον ορισμό του αγωνιστικού ήθους («fair play») όπως εκτιμάται από την UEFA:
«Η ιδέα του να παίζεται ένα παιχνίδι δίκαια και ο αντίπαλος να αντιμετωπίζεται με αθλητικό τρόπο είναι ένα από τα καλύτερα στοιχεία που μπορούν να βρεθούν σε κάθε άθλημα. Άλλωστε, ο αθλητισμός γέννησε την έκφραση και την έννοια που τώρα χρησιμοποιείται ευρύτατα, του αγωνιστικού ήθους («fair play»). Παραμένει ένα ζωτικής σημασίας συστατικό του αθλητισμού μας σήμερα όσο ήταν πάντοτε, και οι περισσότεροι θεατές συμφωνούν ότι μόνον ένας δίκαιος αγώνας μπορεί να είναι ευχάριστος.
Η έννοια του fair play μπορεί να αναλυθεί στις ακόλουθες αρχές που ισχύουν τόσο για τους παίκτες όσο και για τους υπόλοιπους που σχετίζονται με τον αγώνα:
1. Οι κανόνες του παιχνιδιού και οι κανονισμοί των διαφόρων διοργανώσεων πρέπει να τηρούνται.
2. Πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για αθλητική συμπεριφορά προς τους αντιπάλους, τους αξιωματούχους των αγώνων και τα υπόλοιπα πρόσωπα που εμπλέκονται στους αγώνες, όπως τους θεατές, τους παράγοντες των άλλων συλλόγων και ομοσπονδιών και τους εκπροσώπους των ΜΜΕ.
3. Οποιοσδήποτε άλλος εμπλέκεται σε αγώνες θα πρέπει να ενθαρρύνεται ώστε να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον αγώνα, ασχέτως της εκβάσεώς του τελευταίου και των αποφάσεων που θα πάρουν οι αξιωματούχοι του αγώνα».
Ενώ, λοιπόν, η UEFA, αλλά και η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA), αντιμετωπίζουν υπό αυτήν την έννοια τις αρχές και τους κανόνες του «fair play» είναι ενδιαφέρουσα ασφαλώς η αναφορά στις διατάξεις του εσωτερικού Πειθαρχικού Δικαίου, έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν και πώς αντιμετωπίζονται οι ενδεχόμενες παραβάσεις, που σημειώνονται στους τελούμενους αγώνες.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, οι πειθαρχικού χαρακτήρα διατάξεις που προβλέπονταν τότε (1992) στον Κανονισμό Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΚΑΠ) και σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονταν στο σχετικό άρθρο 30, προέβλεπαν -πλην άλλων- ότι όλα τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που, με οποιαδήποτε ιδιότητα, μετέχουν στις δραστηριότητες της Εθνικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) και των ενώσεών της «… έχουν την υποχρέωση να τηρούν τους κανόνες του φίλαθλου πνεύματος…», ενώ, περαιτέρω, προβλέπονταν και οι συνέπειες (πειθαρχικές κυρώσεις), που υφίστανται οι παραβάτες. Ενώ, δηλαδή, δεν γινόταν συγκεκριμένη αναφορά στην υποχρέωση τήρησης των κανόνων του «fair play» υπήρχε, ωστόσο, μνεία στην υποχρέωση τήρησης των κανόνων του φίλαθλου πνεύματος.
Με το δεδομένο πειθαρχικό καθεστώς και πάντα σε σχέση με τη δυνατότητα του πειθαρχικού κολασμού των παραβάσεων των κανόνων του «fair play» ο υπογράφων το παρόν σημείωμα αντιμετώπισε δύο συγκεκριμένες υποθέσεις άσκησης πειθαρχικής δίωξης κατά ομάδων που θεωρήθηκε ότι παραβίασαν τους κανόνες του «fair play» και τούτο μολονότι δεν υπάρχει ευθεία αναφορά στην παράβαση τέτοιων κανόνων στο ισχύον εσωτερικό Πειθαρχικό Δίκαιο.
Το έπραξε, εν γνώσει και εν επιγνώσει των δυσχερειών και των νομικών ζητημάτων που, μετά βεβαιότητος, θα ανέκυπταν και που θα όφειλε να αντιμετωπίσει επιτυχώς και προεχόντως νομίμως διότι τούτο επέβαλαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και βεβαίως διότι το επιτάσσει η αθλητική έννομη τάξη, έστω κι αν, από μια πρώτη εκτίμηση θα απαιτείτο μια, θεμιτή πάντως, υπέρβαση και με την προϋπόθεση ότι συγχωρείται η ερμηνεία που επιχειρήθηκε σε διατάξεις του ισχύοντος, τότε, Δικαίου.
Πράγματι με τις σχετικές αποφάσεις κρίθηκε πλην άλλων ότι στους κανόνες του φίλαθλου πνεύματος -πέρα και από τους εκ των οικείων κειμένων διατάξεων προσδιδόμενους ορισμούς- περιλαμβάνονται αναμφισβήτητα και οι κανόνες του «ευ αγωνίζεσθαι» και μάλιστα με την έννοια που προσδίδεται από την Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (UEFA) κατά τα ειδικότερα προδιαλειφθέντα.
Αλλά, κατά κύριο λόγο, οι δυσχέρειες που ανέκυψαν είχαν να κάνουν με τη φύση των παραβάσεων για τις οποίες ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό με την επιγραμματική αναφορά στα πραγματικά περιστατικά, όπως ακολουθεί:
Περίπτωση Α’
Σε αγώνα της Β’ κατηγορίας του Επαγγελματικού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου η γηπεδούχος ομάδα, μετά την αποβολή δύο ποδοσφαιριστών της και ηττώμενη δέκα περίπου λεπτά, πριν από τη λήξη του αγώνα με τέρματα 3 – 0, προσπάθησε -σύμφωνα με το αποδεικτικό υλικό- να διακωμωδήσει και να γελοιοποιήσει τον αγώνα. Συγκεκριμένα, οι ποδοσφαιριστές της κάθε στιγμή που είχαν την μπάλα στην κατοχή τους την πετούσαν, επιδεικτικά πλάγιο άουτ ενώ φίλαθλοι αλλά και παράγοντες έριχναν μέσα στον αγωνιστικό χώρο δεύτερη μπάλα για να ειρωνευθούν τον διαιτητή.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο διαιτητής υποχρεώθηκε να σφυρίξει τη λήξη του αγώνα τέσσερα (4) λεπτά πριν από την κανονική λήξη.
Σχετικές αναφορές για όσα συνέβησαν στον υπόψη αγώνα δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, εστιαζόμενες, όπως είναι πρόδηλο, στη δυσφήμιση του αθλήματος που συνετελέσθη κατά τον περιγραφόμενο τρόπο.
Περίπτωση Β’
Σε αγώνα της Γ’ Εθνικής Κατηγορίας του Ημιεπαγγελματικού, τότε, Πρωταθλήματος και τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις, ο διαιτητής υποχρεώθηκε να καλέσει τους αρχηγούς των διαγωνιζόμενων ομάδων και να τους συστήσει να… αγωνίζονται όπως απαιτούν οι Κανονισμοί Παιδιάς, δηλαδή να ανταγωνίζονται λαμβανομένου υπόψη ότι… απέφευγαν να αγωνιστούν (στη διάρκεια 15 λεπτών αγώνα, έγινε μόνο ένα φάουλ και δεν σημειώθηκε ουδεμία παράβαση οφσάιντ) πραγματικά περιστατικά που, ομοίως προβαλλόμενα από τον Τύπο συνοδεύοντο και από έμμεσες αναφορές στο ενδεχόμενο προσυνεννοημένου αγώνα (κατηγορία που πάντως ήταν αδύνατο να διατυπωθεί ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου).
Η πειθαρχική δίωξη των εγκαλούμενων σωματείων ήταν επιβεβλημένη αφού, ανεπιφύλακτα είχε συντελεστεί η παράβαση εκείνη που συνιστά δυσφήμιση του αθλήματος του ποδοσφαίρου, προβλεπόμενη και τιμωρούμενη από το εσωτερικό Πειθαρχικό Δίκαιο. Πώς, όμως, συνετελέσθη η δυσφήμιση; Διά ποίων πράξεων ή παραλείψεων; Και ποιος θα έπρεπε να βρεθεί στη θέση του εγκαλούμενου; Το ΝΠ δηλαδή η ομάδα, το σωματείο ή τα φυσικά πρόσωπα, οι ποδοσφαιριστές; Και συνιστά ή όχι παράβαση η παραχώρηση πλαγίου άουτ έστω και κατ’ εξακολούθηση; Μα οι Κανονισμοί Παιδιάς δεν… απαγορεύουν κάτι τέτοιο. Ούτε και… υποχρεώνουν τον ποδοσφαιριστή να υποπέσει στην παράβαση του «φάουλ» ή του «οφσάιντ».
Θα έπρεπε, λοιπόν, να αντιμετωπιστούν οι τυχόν ανάλογοι ισχυρισμοί που θα προβάλλοντο όπως και πράγματι προεβλήθη ο ισχυρισμός (στην 1η των περιπτώσεων) ότι έχοντας απομείνει με 9 παίκτες και ηττώμενη με τέρματα 3 – 0, η εγκαλούμενη ομάδα ουδέν άλλο έπραξε, παρά να προσπαθήσει να περιορίσει την έκταση της ήττας της.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αν και πόσο επιτυχώς αιτιολογήθηκε η απόφαση του αθλητικού δικαστή, αλλά η επισήμανση της ανάγκης θέσπισης και πρόβλεψης ίδιας διατάξεως στους κανονισμούς, δηλαδή στο Εσωτερικό Πειθαρχικό Δίκαιο υπό την έννοια του κανόνα και του πειθαρχικού ελέγχου της παράβασής του.
Δεν πρέπει, ασφαλώς, να καταλείπεται αμφιβολία ότι περιστατικά όπως τα προεκτεθέντα είναι σπάνια και δεν συνιστούν απλώς μία εξαίρεση. Ούτε, βεβαίως, χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου και πολύ περισσότερο τις αρχές και τις αντιλήψεις όσων εμπλέκονται στις λειτουργίες του. Αντίθετα και ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας που διακατέχει την ελληνική φίλαθλη οικογένεια υπήρξε άμεση η παρέμβαση της αθλητικής Δικαιοσύνης όπως απαιτούσε η αθλητική έννομη τάξη αλλά και οι σκοποί της ειδικής και της γενικής πρόληψης (μολονότι, επαναλαμβάνεται, επρόκειτο για εντελώς ασυνήθιστες, ακραίες περιπτώσεις).
Εν όψει, λοιπόν, της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδεται διεθνώς στους κανόνες του fair play -η κατά ποικίλους τρόπους παραβίαση των οποίων οδήγησε στην προκειμένη περίπτωση την UEFA να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση που αναφέρθηκε- οι εθνικές ομοσπονδίες των διαφόρων κλάδων άθλησης οφείλουν, υποστήριζε τότε ο γράφων, αν δεν το έχουν πράξει, να διασφαλίσουν και το αναγκαίο νομικό πλαίσιο από πλευράς Αθλητικού Δικαίου. Άλλωστε, απόλυτα σχετική ήταν (Μάιος 1992) η εκτενής αναφορά και ενασχόληση της 7ης Συνδιάσκεψης Ευρωπαίων Υπουργών, αρμόδιων για τον αθλητισμό, στον κώδικα αθλητικής ηθικής («fair play – Ο δρόμος για τη νίκη») η βασική αρχή του οποίου είναι ότι οι ηθικές προτάσεις που οδηγούν στο «fair play» αποτελούν ακέραια και όχι προαιρετικά στοιχεία ολόκληρης της δραστηριότητας των αθλημάτων, της αθλητικής πολιτικής και διαχείρισης και απηχεί σε όλα τα επίπεδα ικανότητας και δέσμευσης συμπεριλαμβανομένων και του αθλητισμού αναψυχής καθώς και του αγωνιστικού αθλητισμού.
Συναφώς δε, πρέπει να δοθεί έμφαση και στην επισήμανση της ανάγκης σχηματισμού από τους αθλητικούς οργανισμούς ενός σωστού, γενικά, πλαισίου για το fair play, με τη δημοσίευση σαφών οδηγιών για ό,τι ως δεοντολογική ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά και να εξασφαλιστεί η ύπαρξη σε όλα τα επίπεδα συμμετοχής και ενασχόλησης, επακολούθων και κατάλληλων κυρώσεων.
Σε μια εποχή που αρχές και αξίες παγκόσμια αποδεκτές αμφισβητούνται ή και καταπατούνται, ο χώρος του αθλητισμού και ειδικότερα του συνεχώς εξελισσόμενου κλάδου της αθλητικής Δικαιοσύνης οφείλει να συμβάλει αποφασιστικά στην υιοθέτηση και στην τήρηση όσων περικλείει και επιτάσσει η έννοια του ”fair play”».
Αυτά, λοιπόν, πριν από 16 περίπου χρόνια και χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε ότι ως «fair play» δεν νοείται, απλώς, η παραχώρηση πλάγιου άουτ, σε περιπτώσεις τραυματισμού ποδοσφαιριστή.
Ασφαλώς δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι έκτοτε και το ίδιο το ποδόσφαιρο εξελίχθηκε, αλλά και οι κανονισμοί (παιδιάς και αγώνων) ομοίως.
Το πεδίο δράσης παραμένει, ωστόσο, λαμπρό για όλες εκείνες τις πλευρές που προεχόντως οφείλουν αλλά και πρέπει να έχουν τη βούληση για δράσεις και πρωτοβουλίες, όπως εκείνες στις οποίες πρωτοστάτησε, τα τελευταία χρόνια, ο ΕΡΓΟΤΕΛΗΣ στο Ηράκλειο της Κρήτης.