Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Ο κύριος Παυλάκης Στραβολαίμης ήταν κατά κάποιον τρόπο κοινωνικός λειτουργός. Με δυο λόγια, φρόντιζε ώστε η «ατασθαλία» που πληροφορήθηκε πως διέπραξε γνωστό και ευυπόληπτο άτομο, να μη γίνει ευρύτερα γνωστή. Αρχικά διασταύρωνε τ’ αποδεικτικά στοιχεία, γιατί σαν τίμιος και σωστός άνθρωπος δεν του άρεσε να λειτουργεί παρορμητικά, ούτε να δίνει βάση στις φημολογίες των τριόδων. Την όποια ένδειξη υπέπιπτε στην αντίληψή του, την επαλήθευε, και πλήρης στοιχείων συναντούσε τον «περί ου ο λόγος», επεδείκνυε τα… πειστήρια και με πολύ τακτ ρωτούσε εχέμυθα εάν θα ήθελε η περίπτωσις να παραμείνει μεταξύ τους ή εάν αδιαφορεί, οπότε την κοινολογεί στο πανελλήνιον, όπου υπάρχουνε πολλοί μερακλήδες που «ψοφάνε» για παρόμοια θέματα. Και τότε ο ενδιαφερόμενος, κατέρυθρος, με κομμένη ανάσα, ψέλλιζε ο ατυχής με σβησμένη φωνή: «Πόσα;»

Η απάντηση περιείχε πάντοτε υψηλή δόση ανθρωπιάς, διότι δεν άντεχε η ψυχή του να γδέρνει τους ανθρώπους επειδή σε μια στιγμή αδυναμίας παραπάτησαν, γι’ αυτό ήταν πολύ συγκαταβατικός. Και αν ακόμη υπήρχε επί του ποσού μικρή διαφωνία, στο τέλος έβρισκαν τη χρυσή τομή, και ο αμαρτήσας παρέμενε χάρη στον καλό άνθρωπο πάλλευκος στην κοινωνία, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι. Τόσο αγνός που μπορούσε μέχρι και παπάς να του φιλήσει, καθ’ οδόν, με σεβασμό το χέρι…

Δεν του προέκυψε ξαφνικά η έφεση για το κοινωφελές αυτό έργο. Ούτε βρέθηκε στην ανάγκη σαν τον μυθολογικό Ηρακλή να επιλέξει ανάμεσα στην Αρετή και την Κακία, όπως ο αναποφάσιστος ερωτύλος στο γνωστό άσμα «Μα θαρρώ πως θα τα μπλέξω / κι απ’ την Κική και την Κοκώ ποια να διαλέξω», καθότι ο Παυλής ουδέποτε αντιμετώπισε παρόμοιο δίλημμα. Η συλλογή πληροφοριών τού είχε γίνει «παιδιόθεν» δευτέρα φύσις. Δηλαδή από τότε που οι γειτονιές αποτελούνταν από μικρά μονώροφα ως επί το πλείστον σπιτάκια, με τη βεραντούλα τους μπροστά και πίσω η κουζίνα, όπου περνούσε την ημέρα του το θήλυ πλήρωμα, με τις κουβέντες, τους μικροκαβγάδες και τα κουτσομπολιά σε βάρος γνωστών και αγνώστων με μπόλικο… φαρμάκι. Μικροκαμωμένος και ευέλικτος ο μικρός Παυλάκης σαν αίλουρος, τρύπωνε σε κάποια εσοχή του τοίχου της καμινάδας ή πίσω από καμιά φουντωμένη «αγγελική» κι έστηνε «αυτί» αθέατος. Είχε και θηριώδη μνήμη και μοναδική ικανότητα αξιολόγησης και ταξινόμησης προσώπων και πραγμάτων. Όλοι στην ευρύτερη περιοχή τον ήξεραν και φυλάγονταν μην πέσουνε στις δύο από τις τρεις υπερανεπτυγμένες αισθήσεις του, δηλαδή την όραση και την ακοή. Εξίσου ανεπτυγμένη είχε και την αφή, αλλά την χρησιμοποιούσε προς ιδίαν τέρψη. Τον έπιασαν πολλές φορές επ’ αυτοφώρω να κρυφακούει και τον κάνανε τόπι στο ξύλο, αλλά συνέχιζε απτόητος. Μόνον ο διοικητής Ασφαλείας του Τμήματος τον κανάκευε λέγοντας: «Μπράβο, μπράβο, να ‘ρχεσαι να μου τα λες…» Συχνά τον… συμβουλευόταν κιόλας και τον φίλευε δυο – τρεις καραμέλες ΝΑΣΚΟ που κατά σύμπτωση είχε στις τσέπες του.

Πέρασε καιρός, ανδρώθηκε, τα πράγματα αλλάξανε, άλλαξε κι ο διοικητής. Ο καινούργιος ήταν ένας χαμογελαστός ανθρωπάκος που έγινε αστυνομικός επειδή είχε αποτύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ριζαρείου Σχολής. Ονειρευόταν να γίνει ιεροκήρυκας. Πήγε ο Παυλάκης και τον βρήκε στο γραφείο του. Του συστήθηκε και άρχισε σαν πλασιέ να εκθέτει την πραμάτεια του: «Η κυρία Χι λέει πως ο Άλφα κάνει αυτά κι αυτά… Ερεύνησα και διαπίστωσα πως κάνει κι άλλα πολλά, πολύ χειρότερα… Και η χήρα του κουτσού, που τη λένε ”η εύθυμη χήρα”, διαδίδει για σας ότι προχθές που…». Ο αστυνομικός τον διέκοψε απότομα λέγοντάς του πως δεν ενδιαφέρεται και μην τυχόν τον πιάσει να κρυφακούει γιατί θα του κόψει τα ποδάρια. Τον έδιωξε πυξ λαξ και ούτε μια καραμέλα δεν τον κέρασε ο παλιάνθρωπος.

Με την ανάρμοστη αυτή συμπεριφορά κατάλαβε πως στον δημόσιο τομέα υπάρχουν αθεράπευτες αγκυλώσεις και πως μόνον η ιδιωτική πρωτοβουλία παρέχει ευκαιρίες στο άτομο και εγγυάται την πρόοδο. Έτσι, προτίμησε να συστήσει μια μονοπρόσωπη ΕΠΕ που θα του προσδίδει οντότητα και θα μπορεί να διαπραγματεύεται «το καλό τους», με τους υψηλού κύρους επιχειρηματίες και λοιπούς επώνυμους, καθώς και με αναλόγου επιπέδου κυρίες που επιδίδονται σε συγκεκριμένο σπορ, που φυσικά δεν είναι το τένις. Βρήκε και νοίκιασε μια τρύπα, έβαλε ένα γραφείο, τύπωσε και κάρτες με ανάγλυφα γράμματα, όπου το Παύλος Στραβολαίμης έγινε «Paul Lemy’s / Import – Export Ltd», και αμολήθηκε προς άγραν… θυμάτων, δηλαδή όπως λέμε πελατείας. Αυτό το «Εισαγωγαί – Εξαγωγαί» ήταν δικό του εύρημα, και όταν του ήρθε η έμπνευση μέσα στο λεωφορείο, έβαλε γέλια ακράτητα, καθώς σκέφτηκε: «Εισάγω σκάνδαλα και τα εξάγω ξεπλυμένα».

Το παν βέβαια είναι να ‘χεις και λίγη τύχη, φίλε μου, γιατί καταπώς φαίνεται εκείνος ο αρχιμπάτσος τον γκαντέμιασε και δεν μπορεί να σταυρώσει πελάτη. Στην αρχή όλα τα απέδιδε στην κρίση της αγοράς, ύστερα στη «χαλάρωση των ηθών» και στο ότι κανένας δεν χαμπαρίζει για σκάνδαλα που άλλοτε θα φέρνανε τα πάνω κάτω. Βρήκε π.χ. κάποιον αξιοσέβαστο κύριο που ανακάλυψε πως είχε κάτι ανορθόδοξες προτιμήσεις και επιπλέον τα οικονομικά του του επέτρεπαν να μη γίνουν ευρύτερα γνωστές οι ορέξεις του… Διασταύρωσε τα στοιχεία και ανακάλυψε πως το άτομο ήταν αρχιψεύταρος του κερατά και υποκρινόταν τον «τοιούτο» για να του ανοίγουνε διάπλατα οι πόρτες και να κλείνει άνετα δουλειές. Τζίφος δηλαδή…

Στρίμωξε κατόπιν κάποιον που «έβγαζε το ψωμί του» με απατεωνιές, στημένες κομπίνες, και πολλά φεσώματα της αγοράς. Πήγε και τον βρήκε. Του εξήγησε πως γνωρίζει τα περί του «βίου και της πολιτείας του» που αποτελούν αντικείμενο ολόκληρου του Ποινικού Κώδικα μαζί με τις υποσημειώσεις και τις παραπομπές του, και πως αν γίνουν ευρύτερα γνωστά, ούτε «κόρφος στον… ψύλλο του». Κατόπιν του υπενθύμισε το μηδέποτε αμφισβητηθέν ρητό «Η σιωπή είναι χρυσός». Δυστυχώς ο συνομιλητής του ήταν ένας άξεστος γάιδαρος, εχθρός του διαλόγου, και πριν ο Παύλος του εξηγήσει λεπτομερώς τις συνέπειες της ενδεχόμενης αρνήσεως των υπηρεσιών του, τον έδιωξε με τις κλωτσιές. Η συμπεριφορά αυτή, και κυρίως η άρνηση, ήταν ένας δυναμίτης στα θεμέλια της επιχειρήσεώς του. Αποφάσισε να τον εκδικηθεί καρφώνοντάς τον στον εκδότη του περιοδικού «Η Εντιμότης» που εξαπέλυε κατά καιρούς μύδρους σε παρεκτρεπόμενα πρόσωπα, καθότι ο διευθυντής στην προσπάθειά του να «διορθώσει τον κόσμο» δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Έκλεισε ραντεβού, συναντήθηκαν και χωρίς να αναφέρει πρόσωπο, άρχισε να εξιστορεί τις βρωμιές που ανακάλυψε, βρωμιές που θα ανατρίχιαζαν και τον μεγαλύτερο παλιάνθρωπο της υφηλίου. Τραγικό του λάθος να μην αναφέρει αμέσως περί ποίου ομιλεί. Διότι ο κ. διευθυντής, ακούγοντας τις καταγγελίες, διέκρινε «ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα» σ’ αυτές, έγινε έξαλλος, και νομίζοντας πως ήρθε για να τον εκβιάσει, τον έσπρωξε προς την έξοδο αναφωνώντας: «Όξω

από δω εκβιαστή. Φύγε, τομάρι, πριν φωνάξω την

Αστυνομία…».

Έφυγε κακήν κακώς αναλογιζόμενος πόσο άλλαξε ο κόσμος. Εκείνη την εποχή διατηρούσε δεσμό με τη νεαρά σύζυγο του διαχειριστή της πολυκατοικίας. Επρόκειτο για μια καθ’ όλα ενάρετη γυναίκα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός πως απατούσε τον σύζυγό της μονάχα με τον Παύλο. Σκέφτηκε σε στιγμές μπουχτίσματος να αξιοποιήσει επαγγελματικά τις αισθηματικές του ενασχολήσεις και να ενημερώσει τον σύζυγο περί των πεπραγμένων της. Ενημέρωση που δεν θα γινόταν φυσικά αντί πινακίου φακής. Ξάγρυπνος τις νύχτες μελέταγε τη φτιάξη. Συνέθετε την καταγγελία που θα έκανε σ’ εκείνον και φανταζόταν το προσωπάκι της το «οβάλ» να γίνεται στρογγυλό απ’ τις μπουνιές, και πως θα την κούρευε γουλί σαν νεοσύλλεκτο φαντάρο. Καθότι ο σύζυγος έδειχνε και ολίγον τι αγροίκος…

Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ένα μεσημέρι κατέφθασε σπίτι του η λεγάμενη μυξοκλαίγοντας. Έστειλαν, του είπε, ένα γράμμα στον άντρα της, που -αλίμονο- ήτανε «ανώνυμη επιστολή», όπου με το νι και με το σίγμα κάποιο κάθαρμα περιέγραφε τον δεσμό τους. Έπρεπε να χωρίσουν. Τον φίλησε πεταχτά κι έφυγε. Και κάθεται τώρα ο Παυλής και μονολογεί για την κακία των ανθρώπων υποτονθορύζοντας: «Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί. / Πάνε περάσανε τα όμορφα τα χρόνια…».


Σχολιάστε εδώ