ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ Νʼ ΑΓΑΠΙΟΜΑΣΤΕ
Ένας τακτικός πελάτης της σελίδας που με φιλοξενεί, διαμαρτύρεται για τα «αναμνησιολογικά» θέματα που συχνά ανασύρω από τη μακάρια λήθη τους, όπως π.χ. τις διαχρονικές πολιτικές γελοιογραφίες του κορυφαίου Φωκίωνα Δημητριάδη ή για το πώς με κάποιο τρα-λα-λά αντιμετωπίσαμε τον πόλεμο του ’40 ή και για παλιότερα Κινηματογραφικά Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, περισσότερο «οικογενειακά» τότε και λιγότερο «γιαλαντζί διεθνή» όπως τώρα, και επειδή ο πελάτης πρέπει να έχει πάντα δίκιο, οφείλω να του απαντήσω.
Δεν το κάνω από νοσταλγική διάθεση, καλέ μου φίλε, γιατί είναι μάλλον δύσκολο να βρεθεί περιθώριο για τέτοιες ψυχοφθόρες πολυτέλειες στη δολοφονική μας πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που κινείται μεταξύ ανεξακρίβωτου «ριάλιτι» και εξακριβωμένης αλητείας. Χώρια δηλαδή που μ’ αυτές τις συνθήκες, μια δόση νοσταλγίας θα έμοιαζε όπως την ώρα που κατεβάζει ο ουρανός καρεκλοπόδαρα, εμείς να διαμαρτυρόμαστε επειδή μερικές σταγόνες μούσκεψαν τη γλάστρα με τον βασιλικό που κρατάμε στο παράθυρό μας, αν βέβαια υποθέσουμε ότι στην τσιμεντούπολη που λαθροβιούμε υπάρχουν ακόμα παράθυρα με μαντζουράνες και βασιλικούς, αλλά χωρίς και η παλαιότερη πραγματικότητα, που κι αυτή τη ζήσαμε, είχε λιγότερα ζοφερά χάλια από τα τωρινά μας.
Και μου λέτε «Τι τα θέλεις τα παλιά; Γράψε για τα καινούργια και πες τα πιο γελαστικά με τον τρόπο που ξέρεις…» και πολύ με συγκινήσανε τα λόγια σας, καλέ μου άνθρωπε;
Ορίστε, είδατε τι μου κάνατε πάλι; Είπατε για «γελαστικά» και μ’ εκείνο το «καλέ μου άνθρωπε» που ήρθε στο στόμα μου, ξαναγυρίσαμε στα «αναμνησιολογικά» και στο φίλο μου τον Θανάση και δεν ξέρω και εκείνος αν θυμάται σε πόσα έργα τού το έβαλα στο στόμα για να το λέει, εκτός αν κι αυτός άρχισε να το ξεχνάει, τώρα που μέχρι και πλατεία στο Νέο Φάληρο με το όνομά του τη βαφτίσανε και ο ψηλέας δήμαρχος με την υβριδική του «Λέξους» δεν σκέφτηκε να μας καλέσει για να πούμε κι εμείς δυο καλές κουβέντες για τον «Θου-Βου», τον «ξένοιαστό μας παλαβιάρη»…
Και αυτό, δήμαρχε, ξέρεις με τι μοιάζει; Σαν να μαζεύεστε, λέει, όλοι οι παλιοί μπαλαδόροι του μπάσκετ για να τιμήσετε κάποιον δικό σας και να «ξεχάσετε» να καλέσετε τον Παναγιώτη Γιαννάκη! Το γράφω με την ευκαιρία, γιατί σου το χρωστούσα, ψηλέα δήμαρχε Φασούλα, κι αυτό δεν είναι από τα «γελαστικά» μου, είναι από τα ζοχαδιακά μου.
Η αλήθεια είναι, και στο σταυρό που σου κάνω και να μη χαρώ τον Εφραίμ, δεν είμαι εγώ που τα θέλω τα παλιά και τα περασμένα. Είναι εκείνα που με θέλουν και με τριγυρνάνε και μου χτυπούν την πόρτα, όχι τόσο από ιδιαίτερη συμπάθεια όσο για να γίνεται η σύγκριση και να βλέπεις τις διαφορές, αν υπάρχουν διαφορές.
Δεκέμβρης και τότε. Εξήντα τρία χρόνια από τότε και στους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης, ύστερα από μια μακρά Κατοχή που μας κόστισε ακριβά και σε απουσίες και σε χωρισμούς και σε προδοσίες και σε όσα κακά κουβαλάει μαζί του ο πόλεμος και ακόμα περισσότερο μια άδικη ήττα.
Τότε που άρχισε πάλι στο Σύνταγμα, Δεκέμβρη του ’45, το μεγάλο μακελειό. Μοιραίο αυτό το Σύνταγμα. Και σαν πλατεία και σαν νόμος του κράτους. Και κάθε τόσο όλοι του βάζουν χέρι. Πότε δήμαρχοι για να το ξηλώσουν και να το ξανασκεπάσουν με ταφόπλακες. Και πότε συνταγματολόγοι για να το αναθεωρήσουν και να το ξαναθάψουν με νομοθετικά ευχολόγια, που ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να μην είναι εντάξει με τα εκατόν είκοσι άρθρα του.
Και τότε, με μια αδέσποτη σφαίρα για να βαφτεί με αίμα η Μεγάλη Πλατεία και στη συνέχεια ο διχασμός να χωρίσει τη μισή Ελλάδα από την άλλη μισή. Και τώρα, ύστερα από 63 χρόνια, κοντά στην ίδια Μεγάλη Πλατεία πάλι η σφαίρα ενός ηλίθιου μπάτσου σκοτώνει άδικα ένα δεκαπεντάχρονο παιδί και ξαναγυρίζει η ίδια ατμόσφαιρα που σου ψυχοπλακώνει τη ζωή.
Χωρίς καμιά διαφορά, εκτός από ένα καψαλισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην τωρινή Μεγάλη Πλατεία. Ήταν δυνατόν στη φαλακρή μας χώρα, να μείνει άκαφτο ένα δέντρο, έστω και χριστουγεννιάτικο; Κι όσο για την αιτία, μέρες που έρχονται, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε…
ΚΑΙ ΜΕ ΒΡΑΒΕΙΑ ΠΙΤΣΑΣ
(Μωρέ, βραβεία να είναι και ας είναι και «βετζετέριαν»!)
Μπορεί μια περασμένη Κυριακή να την αδικήσαμε με ένα φαρμακερό «μηδέν» που ρίξαμε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, η διευθύντριά του όμως κάνει ό,τι μπορεί πιο αποτελεσματικό για να φυσήξουν ούριοι Βαρδάρηδες στο δρομολόγιό του. Γι’ αυτό και επιστράτευσε και μια ολόκληρη βιομηχανία μπίρας Φίσερ για να δώσει κι αυτή τα βραβεία της.
Να, η ευκαιρία λοιπόν να τη δούμε έτσι και διαφημιστική «περσόνα» στις φεστιβαλικές της δραστηριότητες και πού βλέπετε το περίεργο, να βγει με ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι, αφού με ένα ποτήρι μπίρα Φιξ στο χέρι, άρχισε την ανοδική του πορεία και το άστρο της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Έτσι λοιπόν και η κ. Δέσποινα Μουζάκη, που σαν άνωθεν διορισμένη πυργοδέσποινα του Φεστιβάλ, θα πρέπει για άλλα τέσσερα χρόνια να μεριμνά για τα οικονομικά του, διότι τρεισήμισι εκατομμύρια ευρώπουλα είναι το κόστος μόνο για τις δεξιώσεις και πού να τα βρίσκει το Δημόσιο Ταμείο που κάθε μέρα παίζει ρώσικη ρουλέτα με τη χρεοκοπία και ενώ ο κόσμος καίγεται, το Φεστιβάλ χτενίζεται…
Όπως και να έχει το πράγμα, είναι κι αυτή μια λύση, φτάνει να βρεθεί και τρίτο πρόθυμο «φι» για να τσοντάρει στην κατάσταση, όπως η Φιξ το πρώτο «φι» που ενδιαφέρθηκε, η Φίσερ το δεύτερο και επειδή η Φίνος δεν υπάρχει πια για να τριτώσουν τα «φι», η πίτσα Φαν που κάνει και ντελίβερι θα βοηθούσε την κατάσταση. Άντε, λοιπόν, με το καλό κι από του χρόνου και με βραβεία πίτσας και αργότερα –γιατί όχι;– και με βραβεία λαχανικών μπάρμπα Στάθη και με βραβεία φέτας Παρνασσού.
Στις πείνες που μας περιμένουν, αν οι ταινίες δεν θα τρώγονται με τίποτα, τουλάχιστον να τρώμε τα βραβεία!
Και επειδή για το Φεστιβάλ ο λόγος, μάθαμε ότι η διεύθυνση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έστειλε στις Φυλακές Διαβατών ταινίες που παίχτηκαν στη φετινή διεξαγωγή του, για την ψυχαγωγία των φυλακισμένων.
Ήταν όμως για ψυχαγωγία ή μήπως επεβλήθησαν πανωτόκια στις ποινές των εγκλείστων και δεν το μάθαμε, γιατί οι περισσότεροι των κρατουμένων δήλωσαν:
«Αν είναι για τιμωρία μας, ξαναφέρτε την ποινή του θανάτου…».