Φιλολαϊκά «μπαλώματα» και «μαύρες τρύπες»
Όπως κάθε περίοδος κρίσης μπορεί κι αυτή να αναδείξει τη δημιουργική της πλευρά. Γιατί μας επιβάλλει, κάτω από την πίεση της ιστορικής συγκυρίας, να αναλογισθούμε και να εκτιμήσουμε αν ο τρόπος με τον οποίο έχουμε οργανώσει την οικονομική και την κοινωνική μας δραστηριότητα, προδιαγράφει μια ελπιδοφόρα προοπτική. Να ερευνήσουμε αν οι πραγματικές μας ανάγκες, οι πραγματικές μας δυνατότητες μπορούν να ανταποκριθούν σʼ ένα αλόγιστο επίπεδο κατανάλωσης που οδηγεί νομοτελειακά στη χρεοκοπία.
Να επανεξετάσουμε, τέλος αν η ασύδοτη οικονομία της αγοράς, η ασύδοτη κερδοσκοπική δραστηριότητα, μπορεί να τεθεί κάτω από κανόνες και ελέγχους και μάλιστα μέσα από ποιους μηχανισμούς.
Αν δεν απαντήσουμε σε τέτοιου είδους κρίσιμα ερωτήματα, αν δεν κατανοήσουμε ότι ζούμε σε μια προσωρινή ευημερία που στηρίζεται σʼ ένα εύθραυστο οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο, τότε λίγη σημασία αποκτούν οι όποιες συζητήσεις και προτάσεις –κάθε ιδεολογικοπολιτικής προέλευσης και κάθε οικονομικής/θεωρητικής αφετηρίας– για τον τρόπο και τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης.
Όποια μέτρα κι αν παρθούν, ακόμα και τα αποκαλούμενα «φιλολαϊκά» ελάχιστα αποτελέσματα θα προκύψουν. Γιατί ως «μαύρη οπή» στον οικονομικό-κοινωνικό μας μηχανισμό λειτουργεί η παραοικονομία, η φορολογική ανισότητα και η φοροκλοπή, η ασύδοτη κερδοσκοπία. Όταν δεν υπάρχει στοιχειώδης δικαιοσύνη στην αναδιανομή του εθνικού προϊόντος, όταν δεν πληρώνουν φόρους οι μισοί φορολογούμενοι και ιδιαίτερα οι πλουσιότεροι, καμιά κεντρικά σχεδιασμένη παρέμβαση και μάλιστα από ένα αποδιαρθρωμένο και εν πολλοίς διαβρωμένο κρατικό μηχανισμό, δεν πρόκειται να αποδώσει.
Ας αφήσουμε λοιπόν, τα μεγάλα λόγια. Ούτε πόροι επαρκείς υπάρχουν (ήδη ο εξωτερικός δανεισμός γίνεται δυσβάστακτος) ούτε και μηχανισμοί αναδιανομής του πλούτου και κατανομής των όποιων παροχών υπάρχουν. Οι ρητορείες τελικά περί «φιλολαϊκών» ή «αναπτυξιακών» μέτρων παραμένουν μετέωρες στο επίπεδο της τυφλής αντιπαράθεσης και του ευτελούς κομματικού ανταγωνισμού.
Το θετικό που μπορεί να προσφέρει αυτή η κρίση είναι όχι πώς απλώς θα αντιμετωπίσουμε το σήμερα, αλλά πώς θα ζήσουμε αύριο. Και η απάντηση είναι ότι σήμερα κιόλας αντί για «μπαλώματα» πρέπει να συγκροτήσουμε και να προτείνουμε, ως πολίτες, ως κοινωνικοί φορείς, ως κόμματα, ριζικές αναδιαρθρώσεις και μέτρα πνοής. Κι αυτός είναι ένας πράγματι εθνικός-στρατηγικός ρόλος που θα έπρεπε να αναλάβουν οι φορείς ενός, σήμερα, απαξιωμένου και αποδυναμωμένου πολιτικού συστήματος.
Για να σχεδιάσεις και να συγκροτήσεις όμως προτάσεις και προγράμματα πρέπει να γνωρίζεις «πού πατάς», ποια είναι η σημερινή διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, σε ποιες παραγωγικές δομές θα στηριχθείς, σε ποιους κοινωνικούς θεσμούς θα στηριχθείς για να διαμορφώσεις τη διασπασμένη σήμερα ενότητα της κοινωνίας και των πολιτών της.
Πολυείδεια και ρευστότητα χαρακτηρίζει σήμερα την ελληνική κοινωνία. Οι εισοδηματικές ανισότητες διευρύνονται ακόμα και στο εσωτερικό του ίδιου επαγγελματικού κλάδου. Η «μαύρη» εργασία, η δεύτερη δουλειά του μισθωτού δεν οδηγούν μόνο στη φοροδιαφυγή αλλά διαμορφώνουν αντιθέσεις συμφερόντων (ιδιωτικού – Δημοσίου) στα ίδια τα άτομα που εργάζονται σε διαφορετικούς οικονομικούς «χώρους».
Τα ελεύθερα επαγγέλματα ελάχιστους φόρους καταβάλλουν αναλογικά (όταν δεν κατακρατούν και τον ίδιο τον ΦΠΑ), ενώ όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανίες όταν δεν παρουσιάζουν ζημιογόνους ισολογισμούς, επιβαρύνονται με οριακή φορολογία, μέσω της μακροπρόθεσμης καταβολής δόσεων και ατελεύτητων συμβιβασμών. Όσο για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών στα Ταμεία, αυτή είναι μια άλλη τραγωδία του ασφαλιστικού μας συστήματος.
Ο περίφημος «εκσυγχρονισμός» του Κ. Σημίτη οδήγησε τελικά στην επιβολή και την κυριαρχία των οικονομικών συμφερόντων πάνω στην κοινωνία και στην ίδια την πολιτική. Οι «μεταρρυθμίσεις» του Κ. Καραμανλή δεν κατέστησαν περισσότερο λειτουργικούς τους θεσμούς, όπου επιχειρήθηκαν (γραφειοκρατική δομή, Παιδεία) και οδήγησαν τελικά σε ακραίες νεοφιλελεύθερες εκδοχές και στα φαινόμενα της διαφθοράς.
Δυστυχώς το πολιτικό μας σύστημα δεν διαθέτει «εφεδρείες». Είναι το ίδιο τμήμα της ευρύτερης κρίσης και μάλιστα ορισμένες μορφές της κρίσης αυτής τις αναπαράγει τόσο με τις συμπεριφορές των πολιτικών προσώπων, όσο και με την πολιτική και πνευματική μετριότητα των κομματικών ελίτ που κυριαρχούν σήμερα στο πολιτικο-κομματικό μας σύστημα.
Γιʼ αυτό και οι απαντήσεις τους στο κλασικό ερώτημα «τι να κάνουμε» οδηγούν στην πράξη στο «Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω» (Β. Ι. Λένιν).
Δεν μπορούμε, συνεπώς, να αναμένουμε μια λύση από τις κομματικές ελίτ. Η οικονομική κρίση όσο αναλύεται περισσότερο αποκαλύπτει ότι αναπαράγεται στο έδαφος μιας ευρύτερης κοινωνικής κρίσης, μιας πολιτιστικής κρίσης των αξιών και των κανόνων πάνω στις οποίες οργανώνεται μια κοινωνία.
Η μόνη λύση θα προκύψει αν ο κάθε πολίτης βγει από την επανάπαυση, από τον λήθαργο μιας τεχνητής ευημερίας. Αν ο ίδιος ο πολίτης αποκτήσει συνείδηση των δικαιωμάτων, αλλά και των καθηκόντων του απέναντι στο σύνολο. Αν κατανοήσει ότι για να αλλάξει η πολιτική θα πρέπει να αλλάξει ο ίδιος ώστε να αναγκάσει τους πολιτικούς και τα κόμματα να τον αναγνωρίσουν όχι ως ψήφο αλλά ως άποψη και πεποίθηση.
Άλλως θα αρκεσθούμε στα πολιτικά «μπαλώματα» και στις ψευδεπίγραφες φιλολαϊκές πολιτικές, αναζητώντας εναγωνίως τους «σωτήρες» από τα εβδομαδιαία γκάλοπ των τηλεοπτικών σταθμών…