Μυθοπλασία, το λίκνο του «ελληνικού» έθνους Με Ιστορία στα μέτρα εθνικιστικών στόχων

Περιοδικό Ιστορικό-Πολιτικής Παιδείας» (Geschichte fur heute. Zeitswchrift fur historisch-politische Bildung 1/2009), με τίτλο στο αγγλόγλωσσο κείμενο «Battles for the historical past of Greeks. The Greek History Textbook Controversy 2006-2007».

Εξετάζοντας την περίπτωση των Γραικών (Greeks) από της υπερεθνικής ακαδημαϊκής περιωπής της, η Μ. Ρεπούση διδάσκει τώρα τους αναγνώστες της Γερμανικής Επιθεώρησης ότι «η διαδικασία οικοδόμησης έθνους, η δημιουργία κράτους το 1830 και οι διαδικασίες εθνικής ενοποίησης στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα συνδέθηκαν στενά με την Ιστορία και προσδέθηκαν στο παρελθόν των Ελλήνων, από το οποίο (οι διαδικασίες αυτές) άντλησαν νομιμοποίηση και αναγνώριση»!

«Εξηγεί» τη θέση της –και παραδίδει αυτήν την κατασκευή έθνους στον σαρκασμό των ξένων αναγνωστών της– με την εξής εκδοχή της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας:

«Σύμφωνα με την εθνική ρητορική, οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι πληθυσμοί της οθωμανικής επικράτειας, θα έπρεπε να σχηματίσουν ένα ανεξάρτητο κράτος επειδή ήταν απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, αυτών που έδωσαν τα φώτα τους στον κόσμο, που δημιούργησαν τις τέχνες και τις επιστήμες και που επενόησαν τη Δημοκρατία. Το ελληνικό κράτος τον 19ο αιώνα όφειλε να διευρύνει τις σφαίρες επιρροής του και να εκπολιτίσει τη βάρβαρη Ανατολή όπως οι πρόγονοί του είχαν άλλοτε εκπολιτίσει τη Δύση. Έτσι η Δύση ήταν υποχρεωμένη στην Ελλάδα και ώφειλε να τη βοηθήσει.

«Η ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στην Εγγύς Ανατολή καθιστούσε διττή την επιδίωξη, όχι μόνο να εκπολιτίσει αλλά και να απελευθερώσει, αφού ο καλύτερος τρόπος για να εκπολιτίσεις την Ανατολή είναι η ενίσχυση της ελληνικότητας και τελικά η ενσωμάτωση αυτών των περιοχών στο ελληνικό κράτος…».

Έτσι, εξηγεί στη συνέχεια, «στον 19ο και τις αρχές του 20ού Αιώνα, όταν ο αλυτρωτισμός ήταν ο βασικός εθνικός στόχος» (sic) «σχηματίστηκε και ριζώθηκε στην ελληνική ιστορική κουλτούρα και συλλογική μνήμη η στερεότυπη εικόνα του Τούρκου». Εικόνα αυθαίρετη και κατασκευασμένη για την εξυπηρέτηση των αλυτρωτικών στοχεύσεων υποστηρίζει η αρθρογράφος – με τη δική της διατύπωση:

«Ο Τούρκος έγινε (τότε) ο βίαιος και απάνθρωπος κατακτητής των Ελλήνων, ο δυνάστης σε τετρακόσια χρόνια δουλείας, που προσπάθησε να εξισλαμίσει διά της βίας τον ελληνοχριστιανικό πληθυσμό της Αυτοκρατορίας, απαγορεύοντας την εκπαίδευσή του –έτσι το σχολείο έγινε δήθεν Κρυφό– και απειλώντας την ταυτότητά του. Απέναντί του, σύμφωνα με αυτήν την εθνική μυθολογία στάθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Πατριάρχης, που κατόρθωσε να σώσει το θρησκευτικό και το εθνικό συναίσθημα και τη συνείδηση των Ελλήνων».

«Η διδασκαλία της Ιστορίας στην Ελλάδα υπηρέτησε αυτά τα εχθρικά στερεότυπα για τους Τούρκους και παρά την πρόσφατη βελτίωσή της εξακολουθεί –καταγγέλλει η Μ. Ρεπούση– να καλλιεργεί μια σειρά από εθνικούς μύθους για την περίοδο της οθωμανικής διοίκησης, την Επανάσταση του 1821, τον ρόλο του Πατριαρχείου, την καταστροφή στη Μικρά Ασία και τις εν γένει ελληνο-τουρκικές σχέσεις. .. Αρνήθηκε να επικοινωνήσει με την ιστοριογραφική έκρηξη στην Ελλάδα από το 1974, έκρηξη (σ.σ.: της αρέσουν η λέξη και η οσμή του θειαφιού και του δυναμίτη) η οποία οδήγησε στο ξαναγράψιμο της ελληνικής Ιστορίας…Παρέμεινε η διδασκαλία υπό τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και στην υπηρεσία της επίσημης εθνικής μνήμης…».

Αυτά διδάσκει από διεθνές τώρα βήμα ( και στη σημερινή ελληνο-τουρκική συγκυρία) η Μαρία Ρεπούση, καθηγήτρια ελληνικού πανεπιστημίου, στην οποία το –έτσι κατασκευασμένο– έθνος και κράτος ανέθεσε τελευταία να διδάξει την Ιστορία του και στα παιδιά του της 6ης Δημοτικού. Σε επαλήθευση του αδιάσειστου των θέσεών της παραπέμπει στους κολοσσούς της ιστορικής επιστήμης Βερέμη, Λιάκο, Κιτρομηλίδη, Λεοντή, Γουργούρη, Κουλούρη, με πρώτον τον Βρετανό Clogg (;!) Η αυθεντία του Θάνου Βερέμη έχει ως γνωστόν αναγνωρισθεί με τον διορισμό του επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, μετά την ευδόκιμη θητεία του στην προεδρία του ΕΛΙΑΜΕΠ – της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης που, μεταξύ άλλων, εκπαιδεύει κρατικά στελέχη και νέους πολιτικούς και προμάχησε υπέρ του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο.

Τέσσερις από τις έξι σελίδες του καταγγελτικού άρθρου αφιερώνονται στην εξιστόρηση της δίχρονης διαμάχης για το βιβλίο, οι συγγραφείς του οποίου αναδέχθηκαν «την πρόκληση να ακολουθήσουν τελείως διαφορετική λογική προς τα προηγούμενα και προς τα θεμέλια της εθνικής μυθολογίας». Η αφήγηση της έγκυρης ιστορικού παρουσιάζει αυτήν τη διαμάχη σαν μιαν αναμέτρηση των δυνάμεων του φωτός και του σκότους: Εναντίον του βιβλίου στην αρχή η Εκκλησία με τον Χριστόδουλο και η Ένωση για τη Δημοκρατία και την Πατρίδα (Παπαθεμελής), με τους οποίους αργότερα συντάσσεται και το ΚΚΕ, που το καταγγέλλουν ως μέρος ευρύτερου σχεδίου, χρηματοδοτούμενου από Αμερικανούς, Ευρωπαίους και Τούρκους, κατά της εθνικής ταυτότητας και στην υπηρεσία της παγκοσμιοποίησης. Υπέρ του βιβλίου η «ακαδημαϊκή κοινότητα», 500 υπογραφές καθηγητών της Ιστορίας και διδασκάλων και δημοσιογράφοι, που υποστηρίζουν την «ιστορικοποίηση της διδασκαλίας της Ιστορίας», (δηλαδή τον σεβασμού της ιστορικής αλήθειας στη διδασκαλία).

Για τον χαρακτηρισμό των αντιπάλων επιστρατεύει και το κάψιμο του βιβλίου της από τη Χρυσή Αυγή στην Πλατεία Συντάγματος. Στο στρατόπεδο του φωτός αναφέρει την παρουσία του «Σοσιαλιστικού Κόμματος» και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και την πεισματική άρνηση της υπουργού Μαριέττας Γιαννάκου να υποκύψει σε πιέσεις και διαβήματα .Τελικά, η υπουργός «σε μια κίνηση απελπισίας στρέφεται στην Ακαδημία Αθηνών, ένα συντηρητικό ίδρυμα, του οποίου δύο ακαδημαϊκοί ιστορικοί (σ.σ. ακαδημαϊκοί κατά ιμπρεσιονιστών κ.λπ., στην ιστορία της ζωγραφικής και «ακαδημαϊκοί» κατά «ακαδημαϊκής κοινότητας» στην ιστορία Ρεπούση) μετά από πολύμηνες συζητήσεις υπέγραψαν μια δήλωση συμπερασμάτων που ζητούσε εκτεταμένες αλλαγές στη φιλοσοφία του βιβλίου και ορισμένες προσθήκες, επειδή, κατά τη γνώμη τους, είχαν παραλειφθεί σημαντικά γεγονότα της εθνικής μας ιστορίας».

Η διαμάχη έφθασε σε αποκορύφωμα κατά την προεκλογική περίοδο, όταν « δύο κόμματα της Άκρας Δεξιάς, το νεοσύστατο του κ. Παπαθεμελή(!) και το άλλο που δεν πέτυχε να εκλεγεί στις εθνικές αλλά μόνο στις ευρωεκλογές» σφυροκοπούσαν την κ. Γιαννάκου και τη κυβέρνηση για τη μη απόσυρση του βιβλίου και οργάνωσαν την καμπάνια τους με συνθήματα υπεράσπισης της εθνικής δόξας»…Η μάχη περί το βιβλίο, που διδασκόταν ήδη στα σχολεία, «άγγιξε θέματα συνολικής ιστορικής καλλιέργειας και πολιτισμού και αποκάλυψε ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στη συλλογική μνήμη και την ιστορία, τουλάχιστον στην επιστημονική και ακαδημαϊκή της εκδοχή». ( Εδώ η Μ. Ρεπούση διαγράφει κάθε τίτλο στην ιστορική επιστήμη όλων όσων –από τον Παπαρρηγόπουλο μέχρι τον Βακαλόπουλο, τον Σβορώνο και τον Αδραχτά)– προηγήθηκαν της «μετά το 1974 έκρηξης,» που εκτίναξε την ίδια και τους κομάντος της ομάδας της σε πανεπιστημιακές έδρες. Και συνεχίζει:

«Τηλεόραση, ραδιόφωνα, γράμματα αναγνωστών σε εφημερίδες και περιοδικά και περσόνες στα παράθυρα των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων στήριζαν με φανατισμό τα εθνικιστικά στερεότυπα και τους εθνικούς μύθους εναντίον των ιστορικών που επιχειρούσαν να υπερασπιστούν την Ιστορία και να μιλήσουν στο όνομα ιστορικών δεδομένων και πηγών. Ο αγώνας ήταν άνισος και ο λόγος των ιστορικών είχε ελάχιστες ελπίδες να ακουσθεί μέσα στις κραυγές του φανατισμού».

Η αφήγηση της καλής ιστορικού ανακαλεί εικόνες μεσαιωνικού κυνηγιού μαγισσών και ιεροεξεταστικού μαρτυρίου για τις συγγραφείς του βιβλίου, ιερομάρτυρες της ιστορικής επιστήμης, διωκόμενες από τον κίτρινο Τύπο, που παραβιάζει την ιδιωτική τους ζωή, τις φωτογραφίζει με μαγιό, χωρίς άδεια, με «ζουμ», στις παραλίες και στα εξοχικά τους, γράφει με λεπτομέρειες για το ντύσιμό τους και την προσωπική τους ζωή, με πολλές ανακρίβειες, διανθίζοντας την πολιτική συζήτηση με μεγάλες δόσεις σεξισμού, προκειμένου να τις διασύρει για να πλήξει το βιβλίο… «Άνισος αγώνας και σε συνθήκες που η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν μπορούσε να ακολουθήσει…»

Το κείμενο της Μ. Ρεπούση απευθύνεται σε Γερμανούς και ευρύτερα γερμανόγλωσσους εκπαιδευτικούς, δηλαδή πολλαπλασιαστικούς αναμεταδότες πληροφοριών, εικόνων και εντυπώσεων σε άγραφους νεαρούς εγκεφάλους. Η εικόνα που φιλοτεχνεί για τη χώρα όπου διδάσκει και η οποία τη μισθοδοτεί είναι ενός έθνους-«προκάτ» και ψευδώνυμου, με αναξιόπιστους τίτλους καταγωγής, θεμελιωμένου σε μυθεύματα, εφευρήματα και διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας, συμπεριλαμβανομένης της δαιμονοποίησης του Τούρκου. Και για τους συμπολίτες της παρουσιάζει την εικόνα ενός λαού πεισματικά αγκιστρωμένου σε εθνικιστικές φαντασιώσεις και επεκτατικά όνειρα, ελαυνόμενου από κωμική μεγαλομανία, έπαρση και υπεροψία έναντι των γειτόνων του και πρωτόγονα εχθρικού σε οτιδήποτε έρχεται να διαταράξει τις γελοίες βεβαιότητες των δικαίων του και της υπεροχής του.

Είναι η εικόνα των ανταποκρίσεων απεσταλμένων των «Τάιμς του Λονδίνου», στη δεκαετία του ʼ50, στην προπαγανδιστική επιχείρηση διασυρμού για την υπονόμευση της ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ και του αγώνα για την κυπριακή αυτοδιάθεση – εικόνα που Έλληνες ανταποκριτές στο Λονδίνο (όπως ο υπογράφων) κατήγγελλαν τότε ως μαύρη προπαγάνδα κατασυκοφάντησης της Ελλάδας. Η ίδια που προβάλλεται αργότερα από την τουρκική προπαγάνδα και τα πλουσιοπάροχα αμειβόμενα ξένα φερέφωνά της.

Ότι την επιχείρηση συνεχίζουν τώρα, υπό συνθήκες πολύ κρισιμότερες για τη χώρα, πρόσωπα που αναρριχήθηκαν στις κορυφές της εκπαιδευτικής ιεραρχίας αποτελεί βέβαια ανεξίτηλο στίγμα για πολιτικούς που τους προώθησαν σε αυτές τις θέσεις αλλά επίσης αποτελεί φαινόμενο εσχάτης κατάπτωσης. Είναι περίεργο πώς η ακριβοδίκαιη ιστορικός Μ. Ρεπούση παρέλειψε να καταγράψει και αυτό το στοιχείο στον μελανό πίνακα, που φιλοτέχνησε, του… δήθεν Ελληνισμού.


Σχολιάστε εδώ