Μια φορά και έναν καιρό

Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στον πρώτο όροφο στη λεωφόρο Συγγρού, δίπλα σχεδόν στον Άγιο Σώστη, στις εσχατιές του Δήμου Αθηναίων, εκεί που έβοσκαν ωραία παχουλά αρνάκια και ήμασταν γειτόνοι με τη στάνη τους… Από το μικρό του μπαλκόνι πήρα τις πρώτες μου εικόνες γιʼ αυτό το πράμα που το λένε «ζωή» και λόγω της γειτνιάσεως με την εκκλησία για το τι είναι αυτό που αποκαλείται «θάνατος».

Σαν άνοιγμα μιας «αυλαίας» που με έμπασε στα διαδραματιζόμενα επί σκηνής, μου έμεινε στη μνήμη και με τα χρόνια την καταχώρισα σαν την πρώτη ζωντανή μου επαφή με το πάσης μορφής περιβάλλον. Ήρθε, θυμάμαι, η μάνα μου και με ξύπνησε, λέγοντας «έχει πολλή ζέστη» και μου αφήρεσε όλα τα μάλλινα που με είχε μπαμπουλωμένο. Μου φόρεσε ένα ελαφρύ «ζιπούνι», έστρωσε ένα στρώμα καταγής στο μπαλκόνι για να χαζεύω και να «ρουφάω με τα μάτια μου το φως της οικουμένης». Ήταν ένα ωραίο νεοκλασικό σπίτι, ιδιοκτησία ενός «αιματορουφίχτρα», όπως άκουγα να τον λένε, που το νοίκιαζε όσο ήθελε με την έλλειψη στέγης λόγω προσφύγων. Πάντα είχε απίκο τους δικαστικούς κλητήρες για να ‘ρθούνε στις 2 του μηνός το πρωί, να υπενθυμίσουν στους νοικάρηδες πως έπρεπε να είχαν καταβάλει το νοίκι τους χτες και πως η υπομονή του ιδιοκτήτη έχει τελείως εξαντληθεί.

Στον δρόμο πλάι μας ήταν το τέρμα μιας -δεν ξέρω ποιας- λεωφορειακής γραμμής όπου τερμάτιζαν κάτι πανύψηλα γκρίζα κουτιά που τα αποκαλούσαν… «λεωφορεία» και ήταν 15 θέσεων. Το βράδυ φωτίζονταν απ’ ένα λαμπιόνι πιο αμυδρό κι από το φως γριάς πυγολαμπίδας που κρεμότανε απ’ το ταβάνι για να βλέπει ο εισπράκτορας να κόβει τα εισιτήρια. Οι πόρτες τους για ν’ ανοίξουν και να κλείσουν δεν «δίπλωναν» αλλά άνοιγαν ολόκληρες προς τα έξω όπως οι πόρτες των… σπιτιών, και την επιμέλεια στο άνοιξε κλείσε την είχε ο εισπράκτορας, που έπρεπε να είναι και ολίγον τι ζογκλέρ. Με την πάροδο του χρόνου επινοήθηκε η μπροστινή πόρτα να διπλώνει και άνοιγε μηχανικά με μια μανιβέλα που τη χειριζότανε ο οδηγός. Μια άλλη μανιβέλα χρησίμευε για να πάρει εμπρός η μηχανή, επειδή η μίζα η ηλεκτρική δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη. Εξείχε σαν «Ζ» μπροστά, κάτω απ’ το ψυγείο, και τη γύριζε με δύναμη ο εισπράκτορας, βλαστημώντας, ενώ από τη θέση του ο σοφέρ τον έβριζε χοντρά επειδή καθυστερούσε… Εάν κατά σύμπτωση επιβαίναμε στο λεωφορείο σε στιγμές παρόμοιων φιλοφρονήσεων, μου αποσπούσαν την προσοχή δείχνοντάς μου από το παράθυρο αρνάκια, σκύλους, γάτες, μέχρι και ζωύφια για να μη μου εντυπωθεί το λεξιλόγιό τους και το ξεφουρνίσω σε τίποτα επισκέπτες. Αλλά και στο «τέρμα», συχνοί ήταν οι μεταξύ τους καβγάδες και το άρπαγμα στα χέρια, συνοδευόμενο από πληθωρικό υβρεολόγιο. Από το μπαλκόνι γινόμουν ακούσιος θεατής και «ακηκοώς μάρτυς» των τεκταινομένων. Και τότε με έσερναν μέσα και κλείνανε τα τζάμια, για να μην ακούω και μαθαίνω και κατόπιν, παρουσία κοινού, ζητήσω να μου εξηγήσουν την ακριβή σημασία των… ρημάτων που ανταλλάξανε.

Από τη νότια πλευρά στεγαζόταν το «ζυθεστιατόριον» του κ. Τριαντάφυλλου που διέθετε και «σεπαρέ». Ήταν ένα εξοχικό κέντρο στην ερημιά. Τα πρωινά της Κυριακής στρώνανε τραπέζια στο χώμα, στην πρασιά του μαγαζιού, και εκεί ο πατέρας με κερνούσε γκαζόζα που μου ‘καιγε το λαρύγγι ενώ εκείνος έπινε την μπιρίτσα του. Τα «δωμάτια» που λέγαμε είχανε τα παράθυρά τους προς το μέρος της κουζίνας μας και πολλές φορές το καλοκαίρι, που βαλάντωνε η ζέστη τους θαμώνες και κορώνανε πάνω στις εκ του συστάδην μάχες, τα άφηναν ορθάνοιχτα. Και τότε, το άρρεν πλήρωμα της οικίας, δηλαδή παππούς, μπαμπάς και θείος, στήνονταν στην κουζίνα και σχολίαζαν χαμηλόφωνα ενώ μεγαλοφώνως τους επιτιμούσαν τα θήλεα μέλη ωρυόμενα: «Σα δεν ντρέπεστε… Σας βλέπει και το παιδί!». Και με στέλνανε να κοιμηθώ.

Στο πίσω μέρος του σπιτιού, που έφτανε μέχρι τον παράλληλο δρόμο, υπήρχε ένας χώρος σαν χωράφι, γεμάτος αγριόχορτα. Χιλιάδες παπαρούνες που λικνίζονταν απ’ τ’ ανοιξιάτικο αεράκι, και κάθε λογής λουλούδια του… αγρού σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο ταπέτο. Ανάμεσά τους είχε στήσει -αντιστάσεως μη ούσης- το τσαρδί του, μια παράγκα 1 επί 1, ο Νικολής που τον λέγανε τρελό, αλλά που μόνο σοβαρά κι ευχάριστα πράγματα έλεγε… Το καλοκαίρι ξεγυμνωνόταν και μ’ έναν κουβά έβγαζε νερό από το παρακείμενο πηγάδι κι έκανε λουτρό καθαριότητος, άπαξ ή δις του έτους… Έβγαιναν τότε τα δουλικά στις γύρω ταράτσες και του φώναζαν πως προσβάλλει τη «δημοσία… οδό». Κάτι ο Νικολής, κάτι το πηγάδι, ολόκληρος αυτός ο παράδεισος ήταν για μένα απαγορευμένος. Κι ας λαχταρούσα να κυλιστώ στα χορτάρια και να παίξω κυνηγητό με το σκύλο μας τον Μπόμπη που μ’ έβλεπε από μακριά και με προσκαλούσε κουνώντας την ουρά του… Ένα άλλο δημόσιο θέαμα εκείνης της εποχής, καθαρά παιδαγωγικού χαρακτήρα, ήταν όταν κάθε πρωί μια κουστωδία φυλακισμένων, πιθανώς από τις υπάρχουσες τότε φυλακές Συγγρού, τους πήγαιναν συγκροτημένους σε φάλαγγα να εκτελέσουν έργα στην ερημική περιοχή πίσω από τον Άγιο Σώστη. Βάδιζαν σκυφτοί, σέρνονταν κυριολεκτικά, και ποτέ δεν σήκωσαν τα μάτια για να ρίξουν ένα βλέμμα ζητιανεύοντας οίκτο…

Μια άλλη εικόνα που έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου από τα χρόνια εκείνα ήτανε και οι κηδείες που γίνονταν κάθε τόσο στον Άγιο Σώστη, όπως η συνήθεια των καιρών απαιτούσε. Η πομπή ερχότανε πεζή στην εκκλησία. Προηγούντο τα μόνιππα με τα στεφάνια και τους «βαστάζους» και πίσω τους ο ιερέας με τα άμφιά του κουνώντας το θυμιατήρι. Θυμιάτιζε εναλλάξ τον νεκρό και τους διαβάτες που στέκονταν με σεβασμό στο πεζοδρόμιο για να περάσει η ακολουθία, κάνοντας τον σταυρό τους. Ξοπίσω ερχότανε ο «καρκαλέτσος» που κρατούσε τον Σταυρό και δίπλα του τα γνωστά πολύχρωμα και θλιβερά φανάρια των επιταφίων. Στη συνέχεια ο «πεφιλημένος» νεκρός με ξεσκέπαστη την κάσα που μετέφεραν ακουμπισμένη μπρος και πίσω, πάνω σε στειλιάρια που κράταγαν ασθμαίνοντες από το βάρος οι νεκροπομποί. Φόραγαν τη μεγάλη τους στολή, δηλαδή χιλιοτριμμένα φράκα, και βάδιζαν με το «βήμα της χήνας» σαν πρώσοι γρεναδιέροι για να συγχρονίζεται ο βηματισμός τους. Ακολουθούσαν οι τεθλιμμένοι συγγενείς. Αξύριστοι, με μαύρη κορδέλα-πένθος στο μανίκι οι άντρες και ντυμένες στα ολόμαυρα με μακριές «πλερέζες» οι γυναίκες. Τη συνοδεία έκλεινε η νεκροφόρα, μια καρότσα με αγαλματίδια αγγέλων στην οροφή και κρέπια στα φανάρια που έσερναν ανάλογα με την κατηγορία, ένα, δύο, τέσσερα ή έξι μαύρα άλογα, στολισμένα με φούντες στ’ αυτιά σαν λοφία. Ήταν ένα συγκλονιστικό θέαμα που ίσως και σήμερα να παρουσιάζεται σε απομακρυσμένα χωριά, στο πιο απλουστευμένο φυσικά. Τότε όμως ήταν η περιφορά αυτοπροσώπως του… θανάτου. Και εγώ αγριευόμουνα μ’ ετούτες τις σκηνές, που τη νύχτα ζωντάνευαν στο σκοτάδι και το μαυροντυμένο αυτό λεφούσι γινόταν εφιάλτης που με κυνηγούσε… Μια στρογγυλή σιδερένια σκάλα οδηγούσε από το ταρατσάκι της κουζίνας στην αυλή.

Στο ενδιάμεσον, σαν σε ημιώροφο βρισκόταν το δωμάτιο υπηρεσίας, στέγη και βασίλειο της Λεμονιάς, που ήτανε το «δουλικό» κατά την ορολογία εκείνης της εποχής. Όλες οι οικογένειες τότε, που σεβόντανε τον εαυτό τους, διατηρούσανε στον… «οίκο τους» υπηρέτρια που κατά κανόνα ήτανε ένα κακομοιριασμένο πλάσμα από την επαρχία, ντυμένο με τ’ αποφόρια της «κερίας», αλλά φορώντας απαραιτήτως «μπονέ» στο κεφάλι. Γύρω στις εννέα κάθε βράδυ, η Λεμονιά απεσύρετο στα ιδιαίτερα… διαμερίσματά της, η πόρτα της κουζίνας διπλαμπαρωνόταν και είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο. Παρά το έρεβος που επικρατούσε, διότι το «ηλεκτρικό» που το παρείχε μια ιδιωτική ηλεκτρική εταιρεία κοβότανε γύρω στις 10, την ασφάλειά μας εξασφάλιζε από την αυλή ο Μπόμπης, που ολονυχτίς αλυχτούσε είτε έβλεπε είτε δεν έβλεπε κάτι… Κάποια νύχτα, την ώρα που το εν Παρισίοις ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου σήμαινε τη δωδέκατη, κραυγές ακούστηκαν από την κάμαρα της Λεμονιάς. Αυτομάτως η οικία ετέθη σε συναγερμό. Τα μάχιμα μέλη εφοδιάστηκαν με γκαζόλαμπα, οπλίσθηκαν με μαγκούρες και κατήλθαν δρομαίως να παράσχουν βοήθεια. Μάταιος κόπος, διότι επί της κλίνης και… της Λεμονιάς έκειτο πρηνής εξέχον μέλος συλλόγου γυμνιστών εν… υπηρεσία. Οι δε κραυγές της νεαράς οφείλοντο σε έκρηξη υπέρτατης ευδαιμονίας…


Σχολιάστε εδώ