«… ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΕΧΑΘΗ ΣΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΤΑ ΒΑΘΗ»

Παίρνω έναν στίχο τραγικό
άσματος ξεχασμένου
δι’ ένα πλοίο δύστυχο
κι αδίκως βυθισμένο.

Όταν τό πλοίο χάνεται
χάνονται κι οι ανθρώποι
καί μοιάζουν απλησίαστοι
κάμποι, βουνά καί τόποι.

Οι φάροι κατασίγησαν
καί λάμψη δέν υπάρχει,
ο διάβολος περιπατεί
στά κύματα καί άρχει.

Οι ναυαγοί απέλπιδες
λίαν μαστουρωμένοι
αρκούνται νά ελπίζουσι
σέ μιάν στεριά χαμένη.

Επί τής Γέφυρας ωχρός
ο Καπετάνιος κλαίει,
τόν Κύριον παρακαλεί
διά περισσά ελέη.

Μά δέν υπάρχει Κύριος
καί μόνο η τρικυμία
δηλώνει απερίφραστα
πώς δέν υπάρχει «μία».

Μούτσοι, λοστρόμοι, αυλικοί
ζητούνε μιάν πυξίδα
κι ο Πρώτος τούς αντιβοά
«Έρχεται καταιγίδα».

Γελούν θεοί καί δαίμονες
μέ τούτο τό σινάφι
πού δέν γνωρίζει τί θά πεί
«Η μοίρα σου τό γράφει».

Οι κεραυνοί δυναμικώς
πέφτουνε καί ουρλιάζουν
καί όλον τόν ορίζοντα
μέ φλόγες αγκαλιάζουν.

Τοπίο Μεφιστοφελή
καί περισσώς χυδαίο.
Τό χάος τώρα επικρατεί
κι εχάθη τό σπουδαίο.

Κροκόδειλοι καί έχιδνες
μπαίνουνε στόν αγώνα
– παραποτάμιοι αστοί
φτιάχνουν τόν κυκεώνα.

Κάπου στό βάθος λάμπουσι
ισχνοί τινές λαμπτήρες
όμως δεν είναι οι σωστικοί
είναι οι ολετήρες.

Τό πλοίο γέρνει δεξιά
βύθιση πλησιάζει.
Ο πανικός υφίσταται
ως δράκος π’ αγκαλιάζει.

Πλέουν ναυαγοσωστικά
-πειρατικά βαπόρια-
γίνεται «τό έλα νά δεις»
μέ εκατό μποφόρια.

Λεηλατούνται οι Ναοί
οι Τράπεζες αδειάζουν
κι όλα μαζί εις τήν κοπριά
ως αύτανδρα βουλιάζουν.

Μόνον ο Ύπαρχος γελά
μές στήν αναμπουμπούλα
καί πλένει μέ οδοντόπαστα
τά βρώμικά του ούλα.

Τό πλοίον λέγεται ΕΛΛΑΣ
καί είναι ασφαλισμένο
σέ Lobby, φεύ, πειρατικό
κι άκρως ξεφτιλισμένο.
……………………………………….
………………………………………
Διατί νά τό κρύψωμεν, άλλωστε.
Ο Τιτανικός ζητάει παρέα.


Σχολιάστε εδώ