Η Γαλλία εγγυήθηκε την ασφάλεια της Ελλάδας το 1974!
Συμμετέχουν σ’ αυτό, με άρθρα και συνεντεύξεις, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Κώστας Καραμανλής, η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, ο Μίκης Θεοδωράκης, η Ελένη Αρβελέρ. Και από γαλλικής πλευράς ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Νικολά Σαρκοζί, με το κείμενο που εκφώνησε στην ελληνική Βουλή κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο πρώην γάλλος Πρόεδρος Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, με τη μορφή συνεντεύξεως προς τον δημοσιογράφο Μπάμπη Παπαδημητρίου, ο γάλλος υπουργός Γεωργίας Μισέλ Μπαρνιέ, η ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί κ.ά. Το αφιέρωμα έχει γενικά μεγάλο ενδιαφέρον και προβάλλει την Ελλάδα. Ξεχωρίζουμε όμως από τους συγγραφείς τον πρώην γάλλο Πρόεδρο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, ο οποίος αποκαλύπτει το παρασκήνιο της εντάξεως της Ελλάδος στην ΕΕ και άγνωστες πτυχές από την υποστήριξη που έδωσε η Γαλλία στην Ελλάδα το 1974 απέναντι στην επιθετική και απειλητική Τουρκία.
Απροκάλυπτα αρνητικοί οι άλλοι ευρωπαίοι εταίροι
απέναντι στην ένταξη της Ελλάδος
Οι άλλοι ευρωπαίοι εταίροι, εξομολογείται ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, έβλεπαν πολύ αρνητικά και απέρριπταν ως μη ρεαλιστική κάθε ιδέα εντάξεως της Ελλάδος, προέβαλλαν το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν μια μεσογειακή χώρα, με γεωγραφική ασυνέχεια προς την τότε Ενωμένη Ευρώπη, με πολύ μεγάλη οικονομική καθυστέρηση, με πολιτική αστάθεια και πολύ σοβαρά προβλήματα με την Τουρκία.
Ο γάλλος Πρόεδρος θεωρούσε, αντιθέτως, ως απαραίτητη την ένταξη της Ελλάδος, προβάλλοντας την ιδέα της ευρωπαϊκής ταυτότητας, ένας από τους βασικούς πυλώνες της οποίας είναι η κλασική ελληνική κληρονομιά.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βρήκε, λέει ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, τα κατάλληλα λόγια για να παραμερίσει όλα τα εμπόδια. Ανέδειξε κυρίως το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι «είναι οι φυσικοί κληρονόμοι του ελληνικού πολιτισμού» και ότι οι τελευταίοι όφειλαν «να αναγνωρίσουν ότι η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα». Παραδεχόταν ταυτόχρονα ότι είναι κατανοητοί οι φόβοι και οι επιφυλάξεις των Ευρωπαίων για την πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα. «Ο καλύτερος όμως τρόπος για να αντιμετωπισθεί αυτή η αστάθεια», έλεγε, «είναι η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι σημαντικό για μας αλλά και για σας».
«Έχετε δίκαιο και στα δύο επιχειρήματά σας», παραδέχθηκε ο γάλλος Πρόεδρος: «Συμφωνώ με όσα λέτε. Θα δω τι μπορώ να κάνω για να μεταπείσω τους άλλους εταίρους μας».
Στο σημείο αυτοί ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν υπογραμμίζει μια άλλη παράμετρο, καθόλου αμελητέα στο μεταπολιτευτικό σκηνικό του ’74: Τον κίνδυνο μιας νέας αποσταθεροποίησης της Ελλάδος είτε με στρατιωτικό πραξικόπημα είτε με επικράτηση στις εκλογές, του αντιπολιτευομένου κόμματος, που δεν υπεστήριζε τότε την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΕ.
Ευτυχώς, λέει ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, δεν συνέβη κανένα απρόβλεπτο και η αλλαγή κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών που ακολούθησε δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση την ένταξη. «Αυτό δεν θα ήταν άλλωστε ούτε σώφρον ούτε δυνατό να γίνει.
Μη σώφρον γιατί η έξοδος της Ελλάδος από την ΕΕ θα την καθιστούσε εξαιρετικά εύθραυστη στο οικονομικό και στο διεθνές πεδίο. Θα ήταν επίσης αδύνατο γιατί οι δεσμοί μεταξύ ΕΕ και Ελλάδος ήταν ήδη γεγονός και θα χρειαζόταν να κοπούν ένας ένας, κάτι που δεν θα δεχόταν η ελληνική κοινή γνώμη».
Μετά από πολλές προσπάθειες, πείσθηκαν τελικά οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί, που έφερναν τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της Ελλάδος.
Μέχρι την παράδοση των Μιράζ και την εκπαίδευση των πιλότων,
οι Γάλλοι ανέλαβαν ευθύνη να στείλουν, αν χρειασθεί, αεροπλάνα
για να καλύψουν την ελληνική αεράμυνα
«Η πολιτική προτεραιότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή», λέει στη συνέντευξή του ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, «για την ένταξη της Ελλάδος στην Ενωμένη Ευρώπη, συνδεόταν στενά με θέματα ασφάλειας. Η ένταση με την Τουρκία λόγω ιδίως της κατοχής μέρους της Κύπρου και της αμφισβητήσεως του καθεστώτος ορισμένων νήσων στο Αιγαίο πέλαγος, δημιουργούσε μια κατάσταση εξωτερικής ανασφάλειας».
Ο Κ. Καραμανλής απηύθυνε λοιπόν στον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν ένα αίτημα πιεστικό και απόρρητο. Οι Τούρκοι εκτόξευαν σε τακτική βάση απειλές κατά της Ελλάδος – στάση απαράδεκτη για την Αθήνα.
Η χώρα όμως βρισκόταν σε θέση αδυναμίας. Απέναντι στο ενδεχόμενο μιας τουρκικής στρατιωτικής επιχειρήσεως, οι Έλληνες, παρά το θάρρος τους, είχαν λίγα μέσα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Κ. Καραμανλής απεφάσισε να ενισχύσει τα αεροπορικά στρατιωτικά μέσα της Ελλάδος και παρήγγειλε στη Γαλλία σημαντικό αριθμό πολεμικών αεροσκαφών.
Οι προθεσμίες, όμως για την παράδοσή τους ήταν μακρές. Οι δύο άνδρες ανεζήτησαν από κοινού τρόπους για να βρουν μια λύση για τη μεταβατική περίοδο.
«Η συμφωνία που κλείσθηκε προέβλεπε ότι κατά την περίοδο κατασκευής των αεροσκαφών και της εκπαιδεύσεως των πιλότων, εάν η Ελλάδα υφίστατο επίθεση, θα θέταμε στη διάθεσή της πολεμικά αεροσκάφη για να την προστατεύσουν.
Υπήρχε επομένως δέσμευση από πλευράς Γαλλίας να αποστείλει τις αναγκαίες αεροπορικές δυνάμεις για την άμυνά της», αποκαλύπτει ο πρώην γάλλος Πρόεδρος. «Αυτή η διευκόλυνση δεν χρειάσθηκε, ευτυχώς ποτέ να γίνει πράξη.
Παραμένει όμως το γεγονός ότι επί δυόμισι χρόνια ήμασταν έτοιμοι, εάν χρειαζόταν, να καλύψουμε την αεροπορική ασφάλεια της Ελλάδος. Ήταν μια πραγματική συμμαχία».
Σχετικά με την Τουρκία και τις φιλοδοξίες της
για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ο πρώην γάλλος Πρόεδρος υπογραμμίζει ότι η επίκληση από την Τουρκία του προηγούμενου της Ελλάδος για να υποστηρίξει το δικό της αίτημα για ένταξη, με το επιχείρημα ότι και αυτή υπέγραψε το 1964 Συμφωνία Συνδέσεως με την Ευρώπη, είναι άτοπο και άσχετο.
«Το πρόβλημα της Ελλάδος», διευκρινίζει ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν ήταν διαφορετικό από εκείνο της Τουρκίας:
«Τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου οι στρατιωτικές σκοπιμότητες είχαν απόλυτη προτεραιότητα. Οι μεγάλες δυτικές χώρες, με πρώτη τις ΗΠΑ, επιζητούσαν να διευρύνουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, τον κύκλο των συμμάχων.
Η Κοινή Αγορά ήταν μια απ’ αυτές τις συμμαχίες και είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που συνήφθησαν οι Συμφωνίες Συνδέσεως. Κανένας την εποχή εκείνη δεν έβλεπε ότι η σχέση αυτή θα πήγαινε πιο πέρα, ούτε για την Ελλάδα ούτε για την Τουρκία. Όταν λοιπόν υποστηρίζεται από ορισμένους ότι οι Ευρωπαίοι ανέλαβαν με τη Συμφωνία Συνδέσεως οποιαδήποτε δέσμευση να δεχθούν την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πλήρως ανακριβές. Κανένας δεν το είπε ποτέ».
Σήμερα ακόμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και η Ρωσία, εξακολουθούν να βλέπουν την Τουρκία ως έναν παράγοντα στον περιφερειακό στρατηγικό συσχετισμό.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που βλέπουν την Ευρώπη όχι κατά έναν ακριβή τρόπο αλλά κατά προσέγγιση, θέλουν να πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος σταθερού προσεταιρισμού της Τουρκίας είναι η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Σε ερώτηση εάν συνδέθηκε ποτέ η ένταξη της Ελλάδος με εκείνη της Τουρκίας, ο πρώην γάλλος Πρόεδρος είναι κατηγορηματικός. «Όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1981, η Τουρκία δεν ήταν πραγματικά υποψήφια. Επιθυμούσε μόνο να συνάψει συμφωνίες.
Παρά πολλές επίσημες δηλώσεις από πλευράς Ευρωπαίων καθιστούν σαφές ότι δεν υπήρχε καμιά ευρωπαϊκή δέσμευση απέναντι στην Άγκυρα».
Δεν υπήρχε, επομένως, κανένα διφορούμενο σ’ αυτό το θέμα μέχρι τη μέρα που οι τούρκοι ηγέτες κατέστησαν την ένταξη στην ΕΕ θέμα εσωτερικής πολιτικής. Γενικά, οι ευρωπαϊκές χώρες αντέδρασαν αρνητικά.
«Είχαν ήδη βιώσει άσχημα, λανθασμένα ίσως, την τελευταία διεύρυνση και όταν τους ανακοίνωσαν ότι πήρε επιπλέον γραμμή στην ένταξη και η Τουρκία, η άρνηση ήταν άμεση».
Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισαν ποτέ ένταξη της Τουρκίας, η μεταστροφή της Ελλάδας το 1993 μας είναι δύσκολα κατανοητή για να μην πω άτοπη
Το θέμα μιας ενδεχόμενης εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ δεν είχε, προφανώς, αντιμετωπισθεί ούτε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ούτε στη συνέχεια από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι γνωστό όμως ότι η ελληνική κυβέρνηση άλλαξε πλήρως τη θέση της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 12ης Δεκεμβρίου 1993, τασσόμενη υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας. «Η θέση αυτή της Ελλάδος μας είναι δύσκολα κατανοητή, για να μην πω άτοπη». Για να τεκμηριώσει την άποψή του, ο πρώην γάλλος Πρόεδρος υπενθύμισε, σε αδρές γραμμές, ορισμένα προφανή στοιχεία: «Η Τουρκία έχει κατά οκτώ φορές μεγαλύτερο πληθυσμό από την Ελλάδα. Εάν ενταχθεί στην ΕΕ, αυτή θα είναι ο εκφραστής της περιοχής αυτής του κόσμου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα προβλήματα του Αιγαίου. Η χώρα σας θα βρεθεί στην καθόλου άνετη θέση μιας μικρής χώρας. Οι Τούρκοι είναι πολύ περήφανοι για τον πολιτισμό και την ταυτότητά τους. Δεν έχουν καμιά πρόθεση να συγχωνευθούν σε ένα τεράστιο ευρωπαϊκό σύνολο. Στην πραγματικότητα, οι ενταξιακές συνομιλίες βρίσκονται σήμερα σε στασιμότητα λόγω της αδιαλλαξίας των Τούρκων, που θέλουν να προστατεύσουν τις πολιτιστικές και τις ιστορικές τους ιδιαιτερότητες. Στο μάκρος των συζητήσεων θα αντιληφθούν τελικά (οι Έλληνες) ότι, εάν η ενταξιακή διαδικασία φτάσει αισίως στο τέρμα της, δεν θα είναι υποχρεωτικά κερδισμένοι». Ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν καταλήγει με την επισήμανση ότι εδώ και λίγο καιρό η Ελλάδα φαίνεται να είναι πιο επιφυλακτική πάνω σ’ αυτό το θέμα. Σε ερώτηση του δημοσιογράφου εάν η νέα αυτή προσέγγιση της Ελλάδος είναι πιο πιστή στην κληρονομιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν αποφεύγει ευγενικά να απαντήσει.