ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΕΤΟΣ ΜΗΔΕΝ!

Έτσι και με την τελετή. Μπορούσες άνετα να σηκωθείς από την πολυθρόνα σου, να πας στην τουαλέτα σου ή και να πεταχτείς μέχρι την πιτσαρία της γωνίας για μια «βετζετέριαν» ή μια «σπέσιαλ», ανάλογα με τις προτιμήσεις σου, και να επανέλθεις χωρίς να έχεις χάσει τίποτα από τις τρεις ολόκληρες ώρες της ανίας, της πλήξης και της παγερής αδιαφορίας, που και αυτές ήταν αναγνωρίσιμες κάθε φορά που οι κάμερες έκαναν το βιαστικό τους πέρασμα από τους υπναλέους θεατές της μισογεμάτης πλατείας.

Και όλο αυτό το αδέξιο «κοσμικό συναπάντημα» με τη θλιβερή άγευστη και άοσμη προχειρότητα και την απουσία μιας κάποιας «λάμψης προσέλκυσης», όπως τουλάχιστον το απαιτούν αυτές οι εκδηλώσεις, χώρια εκείνο το ασυναγώνιστης κακογουστιάς, το έτσι κάπως… αλλήθωρο σήμα του 49ου Φεστιβάλ, χώρια ο αδέξιος και μονόχορδος παρουσιαστής που ανάθεμα και ο ίδιος αν καταλάβαινε τα όσα αποφθεγματικά περί κινηματογράφου μας έλεγε (άξιος, άξιος… ο κειμενογράφος!), αλλά και με τη δαπάνη των 3.100.000 ευρώ για τη «λυπητερή» των εξόδων, και όλα αυτά για να καμαρώνουν αυτάρεσκα και αναιτιολόγητα οι «Φεστιβαλομαγαζάτορες» για τη «διεθνή» του (από πότε;) ταυτότητα. Και εδώ βέβαια γελάει και ο κάθε πικραμένος για τα «παντεσπάνια» που μοιράζουν οι «Μαρίες Αντουανέτες» της πολιτισμικής μας ψευτοεπιφάνειας, κόβοντας τις μερίδες κάθε φορά, ανάλογα με τα παρεοκρατικά, οικογενειακά και κομματικά παρασκήνια που αποτελούν τη μόνιμη και αθεράπευτη παθογένεια μιας παρεξηγημένης όσο και λεηλατημένης δημοκρατικής ελευθερίας.

Και ας μη γελιόμαστε, μιλάμε πάντα για ένα κινηματογραφικό πανηγυράκι χωρίς να έχει αποβάλει τις βαλκανικές του αδυναμίες, όσο κι αν επιμένουν τα αδόκιμα δημοσιογραφικά «παπαγαλάκια» να το χαρακτηρίζουν στις προκάτ ανταποκρίσεις τους σαν «εφάμιλλο», αν όχι και καλύτερο, από τα ξένα, όπως των Καννών και της Βενετίας, εκείνα δηλαδή που δεν είναι απλώς ανταγωνιστικά, αλλά και κινηματογραφικές αγορές του παγκόσμιου κινηματογραφικού χρηματιστηρίου και παζάρι νυμφιδίων για κινηματογραφικές κρεβατοκάμαρες. Και που όλη αυτή η «βούρτσα» γίνεται από φόβο μήπως η κοσμική και ουρανοκατέβατη διευθύντρια ξεχάσει κανένα παπαγαλάκι από τις λίστες του επόμενου Φεστιβάλ και χάσει τις δεξιώσεις, τώρα μάλιστα που τα κομματικά παρασκήνια ανανέωσαν για μια ακόμα τετραετία τη θητεία της Πυργοδέσποινας των Φεστιβαλικών Δεσμών, αντί της Δέσποινας των Κλωστών «Πεταλούδα» που είναι και η προέλευσή της…

Και εδώ δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι οι περισσότερες φεστιβαλικές και μάλιστα βραβευμένες ταινίες συνήθως δεν βρίσκουν αίθουσα προβολής για να παιχτούν, άσχετα βέβαια με εκείνες που και χωρίς τη συνηγορία των φεστιβαλικών βραβείων θα είχαν την ίδια, αν όχι και μεγαλύτερη, επιτυχία, γιατί ενώ μια καλή ταινία δεν έχει καμιά ανάγκη από τα Φεστιβάλ για να κερδίσει την επιτυχία, αντίθετα τα Φεστιβάλ έχουν ανάγκη μόνο από καλές ταινίες για να σταθούν στα πόδια τους.

Όπως επίσης ο ισχυρισμός του κ. Ταγματάρχη, ως εκπροσώπου της Nova, που σχεδόν απολογητικά ισχυρίστηκε στο τέλος της απονομής των βραβείων ότι η εταιρεία του έχει χρηματοδοτήσει 80 ελληνικές ταινίες δεν σημαίνει τίποτα, αν από αυτές αφαιρέσουμε τις 5 ή 6 επιτυχημένες, όπως την «Πολιτική κουζίνα», τις «Νύφες» και τις όσες άλλες, οι υπόλοιπες δεν αποτελούν ικανό οπλοστάσιο για την καθημερινή μάχη του προγραμματισμού που δίνουν τα κανάλια της. Και που ως συμπέρασμα μένει το ότι η επιτυχημένη ταινία ξεκινάει από μία και μόνη αφετηρία: τον μύθο, την ιστορία, το τι έχει να μας πει και το πώς να μας αγγίξει το πρόβλημα που έρχεται στην οθόνη, είτε για δράμα πρόκειται είτε και για κωμωδία. Το σενάριο! Και όλα τα άλλα ακολουθούν.

Και αυτό ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ είναι κάτι που το κατάλαβε η Πολιτεία, με τις νέες της αποφάσεις.

ΟΙ «ΑΝΤΙΚΕΣ» ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ…
(…ή γιατί όχι και παράδειγμα για μίμηση!)

Μια αναπαλαιωμένη και «ανασκηνοθετημένη», άρα και «αναερμηνευμένη» παλιά ελληνική ταινία, έχει την αξία της, «ανατιμημένη» κι αυτή, όπως ένα κόσμημα «αντίκα», που όσο περισσότερο το προσέχεις και το περιποιείσαι, άλλο τόσο μεγαλώνει και η αξία του στο χρηματιστήριο των πολύτιμων ειδών. Και το ίδιο βέβαια μπορεί να ισχύσει και για το «ριμέικ» της κλασικής πια κωμωδίας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπως ο «Ηλίας του 16ου», που με επιτυχία ξαναπαίζεται στους κινηματογράφους… 50 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του με τον αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο και τώρα με τον άξιο «διάδοχό» του, τον Πέτρο Φιλιππίδη, που ύστερα και από την επιτυχία που εξακολουθεί να σημειώνει στο θέατρο Μουσούρη, με τον «Μπακαλόγατο», επιτυχία επίσης του ίδιου της γενιάς των μεγάλων κωμικών, μπορεί τώρα άνετα και ο Πέτρος Φιλιππίδης να θεωρείται ως πολύ άξιος των «μεγάλων» της εποχής του.

Με μια παρατυπία όμως που θα την έλεγα ασυγχώρητη. Την παράλειψη του ονόματος από τον πρώτο δημιουργό του Ηλία, που δεν ήταν άλλος από τον Αλέκο Σακελλάριο, στον οποίο ανήκουν και το σενάριο και η σκηνοθεσία, όταν το γύρισε για πρώτη φορά, ενώ ο «πατριός» του δεύτερου «Ηλία», ο Νίκος Ζαπατίνας, επίσης άξιος διαχειριστής του κωμικού λόγου, δεν θα έπρεπε να ξεχάσει το όνομα του πρώτου δημιουργού της νεότερης… «Ηλιάδας», από σεβασμό τουλάχιστον στον μεγάλο δάσκαλο όλων μας..

Ήταν μια ηρωική κινητοποίηση για να γυριστεί εκείνη η ταινία, σε μια χρονιά δύσκολη για τη Φίνος Φιλμ, το 1958, όταν όλα τής είχαν πάει στραβά κι ανάποδα. Μόλις και μετά βίας η «Αστέρω», πρώτη ταινία της Βουγιουκλάκη με τον Φίνο, είχε πάει απλώς «συμπαθητικά», ενώ η αναμενόμενη για πολλά εισιτήρια «Η κυρά μας η μαμή» είχε έρθει… 13η στη σειρά με 37.000 εισιτήρια στην Α΄ προβολή και το χειρότερο για τον Φίνο, άλλοι μικρότεροι παραγωγοί είχαν μέσα στο 1958 πολύ καλύτερα αποτελέσματα, όπως οι Καρατζόπουλοι με τη «Μουσίτσα» και τον «Μιμίκο και τη Μαίρη», ο Κονιτσιώτης με το «Στουρνάρα 288», ο «Ήρωας με παντόφλες» της Ανζερβός και το «Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα» του Ορέστη Λάσκου.

Με τον Φίνο στις μαύρες απελπισίες του, άλλα τα χρόνια βλέπεις τότε, και ποιος άλλος θα σώσει την κατάσταση από τον Σακελλάριο που καταφέρνει να γυρίσει τον «Ηλία του 16ου» μέσα σε 20 ήμερες και χωρίς να υπάρχει… δίφραγκο ούτε για ταξί, φέρνοντάς τον… 4ο μέσα στην πρώτη δεκάδα των πιο επιτυχημένων ταινιών, πριν ακριβώς από 50 χρόνια από σήμερα.

Και για τον μπάρμπʼ Αλέκο, ούτε λέξη!

Πω, πω και να τους βλέπει από εκεί που είναι τώρα… Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους…

ΝΤΕΡΜΠΙ ΔΑΒΙΔ ΜΕ ΓΟΛΙΑΘ: 1 – 0
(…οέ-οέ-οέ-οέεε…)

Ένα εντελώς απρόβλεπτο «ντέρμπι», αλλά εκτός ποδοσφαιρικών γηπέδων, γράφτηκε πρόσφατα, έστω κι αν κανένα δορυφορικό κανάλι δεν μας το έδειξε, ίσως γιατί δεν είχε το ανάλογο ενδιαφέρον, όπως μια σύγκρουση του δίδυμου Καρβέλα – Πάνια με την αστυνομία για τη διεξακρίβωση του ποιος απ’ όλους είναι περισσότερο «τζάμπα μάγκας». Όμως και αυτή η «συνάντηση» δεν παύει να έχει γεύση… «βιβλικής» αναμέτρησης, αν σκεφτείς ότι και εδώ πρόκειται για την ήττα ενός σύγχρονου και υπερμεγέθους «Γολιάθ» σε σύγκριση με τη νίκη ενός ελάχιστου αλλά ψυχωμένου «Δαβίδ» και πως ο «Γολιάθ» δεν είναι από το τεράστιο συγκρότημα των 10 κινηματογράφων της Βίλατζ στο Μαρούσι που έχει ήδη πάψει να λειτουργεί, μοιάζοντας μισογκρεμισμένος περίπου ως… ξεκούμπωτη ρόμπα!

Ήττα του πολυκύμαντου κινηματογράφου των 10 αιθουσών στη συσκευασία του ενός με νικητή έναν καινούργιο θεατρικό «Δαβίδ», που κι αυτός δεν είναι άλλος από τον πρώην κινηματογράφο Ζίνα στις αρχές της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, που μεταμορφώθηκε σε υπερμοντέρνα θεατρική αίθουσα από τις θεατρικές επιχειρήσεις των αδελφών Τάγαρη και φιλοξενεί ήδη τον θίασο του Θύμιου Καρακατσάνη με τον «Θάνατο του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, σε μια καταπληκτική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Ιορδανίδης.

Υπεύθυνες συστάσεις για να μη χάσετε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις του φετινού χειμώνα και για να χαρείτε μια θεατρική νίκη απέναντι σ’ ένα αδηφάγο κινηματογραφικό πράκτορα της παγκοσμιοποίησης.


Σχολιάστε εδώ