Τουρκική διανόηση και χριστιανικές μειονότητες
Οι υποτιμητικές δηλώσεις που έκανε ο υπουργός Άμυνας, Βετζντί Γκιονούλ, προ δεκαπενθημέρου από τις Βρυξέλλες σχετικά με τις χριστιανικές μειονότητες της Τουρκίας και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, έχουν τροφοδοτήσει μια γόνιμη συζήτηση στις τάξεις της τουρκικής διανόησης. Ωστόσο, προκαλεί ανησυχία η στάση των ισλαμιστών διανοουμένων που συνεχίζουν να υποστηρίζουν ορισμένες παραδοσιακές θέσεις του κεμαλικού κατεστημένου.
Η τουρκική πραγματικότητα βρίσκεται σε μία, κρίσιμης σημασίας, καμπή για τη δύσβατη πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας. Προσπαθεί, αφενός, να εξοικειωθεί με το ισλαμικό παρόν, και αφετέρου, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της διεθνούς πραγματικότητας. Στην προσπάθειά της να βρει την ταυτότητα της και να ισορροπήσει έρχεται αντιμέτωπη ολοένα και περισσότερο με το παρελθόν της. Οι Νεοτουρκικές ρίζες του κεμαλικού κινήματος που έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου κράτους-έθνους, βρίσκονται αναπόφευκτα στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Με αφορμή, λοιπόν, τις δηλώσεις του υπουργού, εγκαινιάστηκε, όπως όλα δείχνουν -επιτέλους- μια αξιόλογη, για τα τουρκικά δεδομένα, συζήτηση στον Τύπο για την τύχη των μη μουσουλμανικών και μη τουρκικών μειονοτήτων της Τουρκίας.
Στη συζήτηση αυτή συμμετείχε σχεδόν όλο το φάσμα της τουρκικής διανόησης. Την αρχή την έκαναν πρόσωπα όπως ο Μπασκίν Οράν και ο Ντογού Εργκίλ, αμφότεροι καθηγητές Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, κατακρίνοντας τις δηλώσεις του Γκιονούλ. Ο Οράν υπογράμμισε ότι η ανταλλαγή του 1923 ήταν εθνική και θρησκευτική κάθαρση και ότι, ως απόρροια όσων μεσολάβησαν, το τουρκικό έθνος δεν ανέχεται πια κανέναν άλλον πέραν των μουσουλμάνων τούρκων (Βατάν 11.11.2008 και Μπιρ Γκιουν 12.11.2008). Ενώ ο Εργκίλ επέστησε την προσοχή στον κίνδυνο που παραμονεύει από τις συνέπειες αυτού του μεροληπτικού πνεύματος που ωθεί τα μέλη της κοινωνίας σε σύγκρουση, που υποστηρίζει την εθνική κάθαρση και προβάλλει την εθνική ομοιογένεια (Βατάν 11.11.2008). Ακολούθησαν άλλοι συνάδελφοί τους, όπως ο Ονούρ Γιλντιρίμ, καθηγητής Οικονομολογίας στο Πολυτεχνείο Μέσης Ανατολής. Με συνέντευξή του στην ημερήσια «Σαμπάχ» (17.11.2008), ο Γιλντιρίμ, αφού τόνισε, πρώτα απ’ όλα, ότι στο Διεθνές Δίκαιο η ανταλλαγή πληθυσμών θεωρείται εθνοκάθαρση, έκανε μια εκτενή αναφορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ανταλλαγή των χριστιανικών πληθυσμών της δυτικής Μικράς Ασίας. Δεν δίστασε να αναφέρει, φερ’ ειπείν, ότι στο κλίμα τρομοκρατίας, που προϋπήρχε ήδη από τον καιρό των Νεοτούρκων, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Έλληνες απεβίωσε στα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» (sic) που είχαν στηθεί στην Προποντίδα κατά την ανταλλαγή. Και συνέχισε καταλήγοντας, ως πιο ειδικός, στο ότι η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας καθυστέρησε τουλάχιστον για μία πεντηκονταετία εξαιτίας της αποκλήρωσης του χριστιανικού στοιχείου που αποτελούσε τη μεσαία επιχειρηματική τάξη της χώρας. Από τη μεριά του, ο Χαλίλ Μπερκτάι, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σαμπαντζί, με άρθρο του στην «Ταράφ» (20.11.2008) καυτηρίασε τη στρατηγική οικοδόμησης του τουρκικού έθνους πάνω στον φόβο και το μίσος του εθνικού και θρησκευτικού «άλλου». Στη συζήτηση συμμετείχαν και έγκριτοι δημοσιογράφοι, όπως οι Αλί Μπαϊράμογλου και Κιουρσάτ Μπουμίν, που με άρθρα τους στη «Γιενί Σαφάκ» (12.11.2008) έσπευσαν να κατακρίνουν αμέσως τη στάση της κυβέρνησης στα μειονοτικά θέματα.
Από την άλλη, σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα που αγγίζει πανανθρώπινες αξίες, δεν έλειψαν και οι παραφωνίες. Σε μια υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Τουρκία, υπάρχουν διανοούμενοι – και δεν είναι λίγοι – που προσπάθησαν να δικαιολογήσουν στην ουσία τα σφάλματα του παρελθόντος. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ισλαμιστή ιδεολόγου Αλί Μπουλάτς, που αρθρογραφεί στη «Ζαμάν» του Φετχουλάχ Γκιουλέν και που η άποψή του έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς επηρεάζει έως ενός σημείου τους κυβερνώντες σήμερα. Σε μια σειρά από άρθρα («Η χώρα των διωκτών», 15.11.2008 – «Η ανταλλαγή α΄», 17.11.2008 – «Η ανταλλαγή β΄», 19.11.2008 – «Το αντίτιμο της ανταλλαγής», 22.11.2008), ο Μπουλάτς προσεγγίζει το ζήτημα της ανταλλαγής και της επικρατούσας νοοτροπίας που όρισε την τύχη των μειονοτήτων στην Τουρκία από μια πρωτάκουστη σκοπιά στην οποία αξίζει να αναφερθούμε. Κατακρίνει τη βία που ασκήθηκε και ασκείται ακόμη στις χριστιανικές μειονότητες. Δέχεται επίσης ότι η Τουρκία είναι η πιο αφιλόξενη χώρα (πλην της Σ. Αραβίας) στον ισλαμικό κόσμο για τις χριστιανικές μειονότητες, καθώς θεωρείται, όσο μικρές κι αν είναι, πως την απειλούν! Διακατέχεται, όμως, από μια αντιπολιτευτική διάθεση προς την κεμαλική ιδεολογία, που δημιούργησε το κράτος-έθνος. Έτσι, υποστηρίζει, όχι μόνο την αθωότητα του Γκιονούλ, αλλά και την ισλαμική ιδεολογία που πρεσβεύει η κυβέρνηση. Συγκλίνει ακόμη στην άποψη ότι οι χριστιανικές μειονότητες ήταν τα θύματα μιας προσπάθειας για τη δημιουργία εθνικής οικονομίας. Θεωρεί, λοιπόν, υπεύθυνη πρωτίστως τη διαδικασία οικοδόμησης κράτους – έθνους για τα δεινά που υπέστησαν οι χριστιανικές μειονότητες και απορρίπτει την περίπτωση στρατιωτικών ή άλλων λόγων. Έτσι, προωθεί την ιδέα ότι το Ισλάμ δεν φέρει καμιά ευθύνη στα όσα δραματικά συνέβησαν! Διακρίνουμε, όμως, μια αντίφαση σε όσα ο ίδιος λέει, καθώς η επιρροή του κλασικού συστήματος των θρησκευτικών εθνοτήτων (μιλέτ) την εποχή εκείνη εξακολουθούσε να είναι μεγάλη και σίγουρα ίσχυε – κυρίως στις διακοινοτικές σχέσεις – πολύ περισσότερο για τους μουσουλμάνους απ’ ό,τι για τους χριστιανούς! Οι Τούρκοι, δηλαδή, στην συντριπτική πλειοψηφία δεν είχαν απολέσει ακόμη την κοινοτική (μουσουλμανική) τους δομή και ταυτότητα. Άλλωστε, η ανταλλαγή συνιστά, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος, κύρια πράξη οικοδόμησης του εκκολαπτόμενου εκείνη τη στιγμή κράτους-έθνους. Κινούμενος προς αυτήν την κατεύθυνση, αρνείται την πράξη της γενοκτονίας, θεωρώντας ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις όταν τα δύο μέρη είναι, όπως υποστηρίζει, σε εμπόλεμη κατάσταση! Παρέχει, λοιπόν, άλλοθι, χωρίς όμως να το ομολογήσει, για τη διεξαγωγή «δίκαιου πολέμου» που κατά το μουσουλμανικό σιγιάρ (δίκαιο πολέμου) σημαίνει αγώνας κατά των απίστων. Σε ένα βήμα παραπέρα, δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι προηγήθηκε πρόκληση εκ μέρους των χριστιανών, καθώς η προϊστορία ήταν εις βάρος των μουσουλμάνων που εκδιώχθηκαν από τα Βαλκάνια (μουχατζίρ) κατά την υποχώρηση των Οθωμανών! Υποστηρίζει δε ότι η ιδέα της ανταλλαγής ήταν σχέδιο της διεθνούς κοινότητας! Συνεχίζει καταγγέλλοντας το σχέδιο εκτουρκισμού των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ανατολίας διά του διωγμού και της ανταλλαγής του χριστιανικού στοιχείου, καθώς θεωρεί ότι μόνον οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να εκτουρκιστούν! Τέλος, εκφράζει την άποψη – ευχολόγιο ότι στην περίπτωση που είχαν παραμείνει οι μη-μουσουλμάνοι στη Μικρά Ασία – προφανώς υπό καθεστώς ομηρίας – τότε θα είχε διατηρηθεί ακμαίο το μουσουλμανικό φρόνημα των λαών της Ανατολίας, διασφαλίζοντας έτσι ένα ιδανικό μοντέλο συνύπαρξης στη σύγχρονη εποχή! Είναι εξόφθαλμο ότι οι ισλαμιστές κι όταν ακόμη βάλλουν κατά της επίσημης ιστορικής θεώρησης των πραγμάτων, δεν παύουν να μεροληπτούν και να προωθούν απόψεις που υποστηρίζουν τα δικά τους κοινωνικό-πολιτικά σχέδια.
Απόψεις, που υποστηρίζουν το πνεύμα που υπαγόρευσε στον Γκιονούλ να κάνει τις γνωστές δηλώσεις εκφράστηκαν και από άλλους, όπως ο Ταχά Ακγιόλ («Μιλιέτ» 25.11.2008), ο οποίος χρησιμοποιεί το επιχείρημα «οι άλλοι ξεκίνησαν πρώτα» και ότι αυτοί φέρουν την ευθύνη! Στην προσπάθειά του αυτή δεν λησμονεί να παραπέμψει στις θέσεις που εξέφρασαν στα βιβλία τους «οι ημέτεροι» Χερκούλ Μιλάς και Χρίστος Χριστοδούλου. Ένας άλλος που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος είναι ο ερευνητής Ριφάτ Μπαλί («Χουριέτ» 23.11.2008). Αυτός προσπαθεί να αποσυνδέσει όσα υπέστησαν οι χριστιανοί επί των Νεοτούρκων και του μονοκομματισμού από εκείνα της μετα-Κεμάλ εποχής (Φόρος Περιουσίας, Πογκρόμ 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, Απελάσεις, κ.λπ.), τα οποία τα αποδίδει στα αμυντικά αντανακλαστικά του κράτους!
Από τα παραπάνω, διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς τουλάχιστον δύο πράγματα. Πρώτον, ότι οι χριστιανικές μειονότητες της Μικράς Ασίας συντελούν, εν τη απουσία τους, στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας έως τις μέρες μας. Και δεύτερον, ότι κατά παράδοξο τρόπο, ένα θέμα που μας αφορά άμεσα, καθώς σχετίζεται με τις δραματικές εκείνες στιγμές του ξεριζωμού του Ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες στη Μικρά Ασία και της συρρίκνωσής του στον ελλαδικό χώρο, συζητείται με αξιοπρόσεκτη ένταση στην Τουρκία, όπου ο αριθμός των υπέρμαχων της ιστορικής αλήθειας και των αυτονόητων δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος. Ε, λοιπόν, και στα δικά μας!
Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος