Μυστήριο 80 εκατ. ευρώ στις off-shore του Βατοπεδίου
Δύο off-shore εταιρείες της Μονής Βατοπεδίου, με διαχειριστή τον Άθω Κοιρανίδη και πραγματικό δικαιούχο τη Μονή, φαίνεται ότι κρύβουν πολλά κρίσιμα μυστικά, τόσο για τον αμύθητο πλούτο που συγκέντρωσε η παρέα του ηγούμενου Εφραίμ, όσο και για τις πραγματικούς κερδισμένους από το μεγάλο κόλπο με τις «ιερές» ανταλλαγές ακινήτων.
Οι κυπριακές υπεράκτιες εταιρείες Rassadel και Madeus κατάφεραν να δημιουργήσουν χαρτοφυλάκια μετοχών και άλλων τίτλων, που θα ζήλευε και θεσμικός επενδυτής, με συνολική αξία που έφθασε και τα 80 εκατ. ευρώ. Όπως φαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των κερδών από τις, αμφισβητούμενης νομιμότητας, επιχειρηματικές δραστηριότητες της Μονής διοχετεύθηκε στις δύο εταιρείες, οι οποίες αξιοποίησαν τα τεράστια ποσά για χρηματιστηριακές επενδύσεις.
Το περίεργο είναι ότι η Επιτροπή για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος έχει δώσει εντολή στις τράπεζες να δεσμεύσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς της Μονής μέχρι του ποσού των 67,55 εκατ. ευρώ.
Προς το παρόν, όμως, ούτε έχουν παγώσει οι χρηματιστηριακοί κωδικοί των δύο «ιερών» off-shore εταιρειών, ούτε έχει ελεγχθεί η προέλευση των κεφαλαίων τους και οι πιθανές εκροές κεφαλαίων προς τρίτα πρόσωπα και εταιρείες, ώστε να διαπιστωθεί αν έχει νόμιμη πηγή ο τεράστιος πλούτος που εμφανίζεται και αν έχουν γίνει ύποπτες πληρωμές με «οσμή» πολιτικού χρήματος.
Εξίσου περίεργο είναι, ότι για την Rassadel Co Ltd, ο πρόεδρος της Επιτροπής για το ξέπλυμα, αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου κ. Στ. Γκρόζος, έχει ενημερωθεί ήδη από τις 22 Σεπτεμβρίου, με επιστολή της Επενδυτικής Τράπεζας του ομίλου της Marfin Popular Bank, ότι τελικός δικαιούχος του χρηματιστηριακού λογαριασμού είναι η Μονή Βατοπεδίου, ενώ η αξία του χαρτοφυλακίου της έφθανε τα 50.564.019,94 ευρώ κατά την ίδια ημερομηνία.
Γνώριζε, λοιπόν, ο κ. Γκρόζος, από τα πρώτα στάδια της εμπλοκής του στην έρευνα για το Βατοπέδι, ότι μια υπεράκτια εταιρεία με τελικό δικαιούχο τη Μονή είχε μεγάλης αξίας τοποθετήσεις στο Χρηματιστήριο, αλλά δεν έδωσε αμέσως εντολή για πάγωμα και αυτών των περιουσιακών στοιχείων, μέχρι να διερευνηθεί η προέλευση των κεφαλαίων και το σύνολο των συναλλαγών της υπεράκτιας εταιρείας.
Όπως εξήγησε ο κ. Γκρόζος, μιλώντας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, ο Εισαγγελέας Εφετών κ. Καρούτσος ήταν αυτός που περιόρισε τον έλεγχο στα 67.750.000 ευρώ ως υλικό αντικείμενο της αξιόποινης συμπεριφοράς της Μονής. Αλλά, μετά από επίμονες ερωτήσεις, ο κ. Γκρόζος αποκάλυψε ότι έχει στη διάθεσή του στοιχεία που υπερβαίνουν αυτόν τον περιοριστικό έλεγχο και προκύπτουν από έλεγχο «παντού», ώστε να διερευνηθεί κάθε κατεύθυνση και κάθε αποδέκτης στον οποίο μπορεί να έχουν διοχετευθεί ποσά σχετιζόμενα με το σκάνδαλο. Τα στοιχεία αυτά δεσμεύθηκε ο κ. Γκρόζος ότι θα αποσταλούν στη Βουλή.
Για τη δεύτερη off-shore «ομολόγησε» αρκετά στοιχεία ο… ταμίας μοναχός Ευδόκιμος, κατά την κατάθεσή του στην Επιτροπή της Βουλής. H Madeus, όπως είπε, διαχειριζόταν 30 εκατ. ευρώ για λογαριασμό της Μονής. Συνολικά, σύμφωνα με τον ίδιο, η Μονή είχε φθάσει να κατέχει χαρτοφυλάκιο αξίας 90 εκατ. ευρώ.
Ελάχιστα στοιχεία και σύγχυση…
Η έλλειψη πλήρων στοιχείων για τις συναλλαγές των δύο βατοπεδινών off-shore εταιρειών έχει προκαλέσει μεγάλη σύγχυση. Στην επιστολή της Επενδυτικής Τράπεζας προς τον κ. Γκρόζο από τις 22 Σεπτεμβρίου, αναφέρεται ότι η Rassadel είχε μετοχές αξίας περίπου 50,5 εκατ. ευρώ, ενώ σε άλλη επιστολή, από την Marfin Egnatia Bank, η οποία εστάλη στις 2 Οκτωβρίου, αναφέρεται ότι η ίδια εταιρεία «τηρεί επίσης χαρτοφυλάκιο μετοχών σημερινής αποτίμησης 733.000 ευρώ, το οποίο είναι ενεχυριασμένο υπέρ απαιτήσεων της τράπεζάς μας».
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η Rassadel ρευστοποίησε μέσα σε δέκα ημέρες μετοχές τεράστιας αξίας, για να μειωθεί σχεδόν κατά 50 εκατ. ευρώ η αξία του χαρτοφυλακίου της. Άλλες πληροφορίες, όμως, αναφέρουν ότι τα ποσά δεν είναι συγκρίσιμα και ότι στην επιστολή της Marfin Egnatia Bank αναφέρεται μόνο το μέρος του χαρτοφυλακίου της Rassadel που έχει δεσμευθεί ως ενέχυρο από την τράπεζα.
Σε κάθε περίπτωση, βουλευτές τονίζουν ότι πρέπει άμεσα να παγώσουν και οι χρηματιστηριακοί λογαριασμοί όλων των εταιρειών όπου εμφανίζεται η Μονή ως τελικός δικαιούχος και να διερευνηθούν διεξοδικά όλες οι συναλλαγές των off-shore, ώστε να ακολουθηθεί μέχρι τέλους ο «δρόμος του χρήματος», που φαίνεται ότι οδηγεί και σε άλλες ποινικά ενδιαφέρουσες συναλλαγές, ενδεχομένως και πληρωμές με αποδέκτες που συνδέονται με την πολιτική εξουσία.
Πάντως, προκαλεί εντύπωση ότι οι ύποπτες συναλλαγές των off-shore και η διασύνδεσή τους με τη Μονή μόλις τους τελευταίους μήνες άρχισαν να εντοπίζονται από τις τράπεζες και την Επιτροπή για το ξέπλυμα. Όμως, είναι γνωστό ότι η νομοθεσία υποχρεώνει όλες τις ελληνικές τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες να γνωρίζουν πάντα τους τελικούς δικαιούχους όλων των εταιρειών με χρηματιστηριακές μερίδες και να ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για κάθε ύποπτη ή ασυνήθιστη συναλλαγή.
Έτσι, είναι απορίας άξιον, για παράδειγμα, πώς η Επενδυτική Τράπεζα του ομίλου της Marfin δεν ενημέρωσε αμέσως την Επιτροπή για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές τεράστιας αξίας, που διενεργούνταν μέσα από το λογαριασμό μιας υπεράκτιας εταιρείας, με τελικό δικαιούχο τη Μονή Βατοπεδίου. Τόσο σύνηθες και νομιμοφανές είναι, άραγε, για ορισμένες τράπεζες να «παίζουν» στο Χρηματιστήριο τεράστια ποσά off-shore εταιρείες, με δικαιούχους Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και δη μια Ιερά Μονή;