Μια φορά κι έναν καιρό

Σε κάποια ταινία του ο Γούντι Άλεν παρουσιάζει μια βίαιη και μπρατσωμένη γυναίκα σαν την «γκουβερνάντα» του… Χίτλερ. Η δική μας πιθανόν να ήταν η στρίγγλα… ξαδέρφη της. Την είδε πρωί πρωί ανοίγοντας τα μάτια πάνω απ’ το κεφάλι του κι αν φόραγε τη μασέλα του σίγουρα θα φώναζε «μαμά μου…». Τότε διερωτήθηκε κατά πρώτον αν ο Χάρος είναι γένους θηλυκού με δυο τρία χρυσά δόντια διάσπαρτα στην άνω οδοντοστοιχία, αλλά μόλις συνήλθε, κατέληξε στο αβίαστο συμπέρασμα πως η κυρία Φωτούλα (έτσι λεγόταν) που στεκόταν αγριωπή στο προσκεφάλι του, δεν υπήρξε ούτε καν… «πρώην γυναίκα». Εκείνη του πρότεινε κατάμουτρα ένα κρασοπότηρο που περιείχε τρία δάχτυλα από ένα υποκίτρινο ζουμί, λέγοντάς του επιτακτικά:

«Πιες το!».

Το ήπιε. Αν στον μακαρίτη τον Σωκράτη, τον αρχαίο του λέγανε να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτό το καταπότι και στο κώνειο, σίγουρα θα επέλεγε το κώνειο και θα νόμιζε πως πίνει λικέρ «τσέρι» φτιαγμένο απ’ τα χεράκια της θείας Μαγδάλας. Εν πάση περιπτώσει το κατέβασε μονορούφι κάνοντας την ίδια γκριμάτσα αηδίας, σαν τότε που ήταν παιδί και τον πότιζαν μια κουταλιά μουρουνόλαδο μην πάθει αδενοπάθεια. Έφυγε η κυρία Φωτούλα και ο κύριος Κλέων, πάντα ανάσκελα σαν τον Άγνωστο Στρατιώτη, έπεσε σε περισυλλογή κάνοντας ασκήσεις αυτογνωσίας. Τι στον κόρακα ήτανε τελικά; Τέως ή πρώην; Θυμήθηκε πως νέος, με κάθε ερώτημα που του γεννούσε η αρρωστημένη φαντασία του, κατέφευγαν στο λεξικό «Πρωίας» κι αναζητούσε την απάντηση. Αμυδρά θυμάται πως «τέως» είναι ο υπάρξας προ του σημερινού. Δηλαδή ο «τέως άνθρωπος» είναι ένα τσουβάλι χάλια μπροστά στον… «τρέχοντα» που κάνει στράκες. Αλλά και το «πρώην» του ‘ρχεται γάντι, αφού προσδιορίζει μια ιδιότητα που δεν έχει πια. «Κακό πράγμα τα γερατειά» μονολόγησε, αλλά στο διπλανό κρεβάτι ο «φιλοξενούμενος» γέρος ευτυχώς ήταν κουφάλογο, και είτε μίλαγες είτε φωνασκούσες είτε τραγούδαγες αυτός χαμπάρι δεν έπαιρνε. Κάθε τόσο τον έπιανε ένα παράπονο να πούμε και μυξόκλαιγε σαν μικρό παιδί. Ποιος να ξέρει άραγε τι προβλήματα τον θαλασσόδερναν. Σε λίγο ήρθε ξανά η αγριωπή κυρία Φωτούλα και τον ρώτησε γεμάτη ευγένεια και τακτ:

«Φοράς ”πάμπερς”; Θέλω να πω κατουριέσαι;». Θυμήθηκε τότε εκείνος τις ευκλεείς και ένδοξες μέρες, τότε που του άρεσε να κάνει «παιχνίδι» με κάθε θηλυκό. Απάντησε κλείνοντάς της το μάτι:

«Εγώ όχι. Εσύ;». Του ‘ριξε ένα μισερό βλέμμα και έφυγε. Κοιτάζει πάλι το ταβάνι που ‘χει μερικά ξεφλουδίσματα, γιατί ήτανε τσαπατσούλης ο ασπριτζής, και σκέφτεται. Τι άλλο να κάνει μέσα εδώ που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης με μοναδικό του έγκλημα πως γεννήθηκε. Τώρα βέβαια για να είμαστε αντικειμενικοί, έφταιξε. Αντί να είναι ευχαριστημένος που καθότανε σπιτάκι του κι έβλεπε τηλεόραση, που πήγαινε καμιά βολτούλα μέχρι τον φούρνο κι αγόραζε ψωμί, τρωγόταν πως τον κυρίευσε το «σύνδρομο της Δέσπως» όπως έλεγε. Ήτανε η Δέσπω, παλιά τους φίλη συνομήλικη, που την απασχολούσε το υπαρξιακό πρόβλημα «τι χρειάζεται που ζει…». Ο Κλέων το ερώτημα αυτό βελτιωμένο και επαυξημένο το ταίριαξε σ’ ένα τραγουδάκι του Μπιθικώτση και το έκανε… «εθνικό του ύμνο» και το σιγοτραγούδαγε πολλές φορές χωρίς λόγο: «Μεγάλο της ζωής μας το ταξίδι / μας κούρασε και όμως περπατάμε…». Κι αναστέναζε. Το «σύνδρομο της Δέσπως» συνέχεια το επαναλάμβανε και πλειοδοτούσε. Έτσι, όταν ήρθαν τα παιδιά του να γιορτάσουνε τα γενέθλιά του φέρνοντας μια τούρτα ειδική παραγγελία, χωρίς ζάχαρη, μ’ ένα κερί σπαρματσέτο πάνω της αντί για… κεράκια, εκείνος άρχισε το γνωστό τροπάριο. Τους έκανε την καρδιά περιβόλι, κι αφού μελετήσανε σε οικογενειακό συμβούλιο κάθε πτυχή του προβλήματος, καταλήξανε για να μη μένει ολομόναχος, να εγκατασταθεί σε «οίκο ευγηρίας», να ζει μέσα στον κόσμο της γενιάς του. Να λένε τα δικά τους, τα ανδραγαθήματα με τις υπερβολές τους και να κυλάνε οι μέρες του ευχάριστα. Τον πήρε ο γιος του και πήγανε να βολιδοσκοπήσουνε τον παγκοίνως γνωστό οίκο ευγηρίας «Ο αθάνατος», τίτλος που από μόνος του γεννούσε σιγουριά για το μέλλον. Τους υποδέχτηκε με χαρές στη ρεσεψιόν μια αγριογκομενάρα των 8 Ρίχτερ. Τρέξανε τα σάλια του γέρου, τρέξανε και του νέου σε μεγαλύτερη ποιότητα και ποσότητα βεβαίως.

Άρχισε τις ερωτήσεις ο νέος για τις συνθήκες διαβίωσης και τα υπόλοιπα σχετικά, αλλά ο γέρος, σαν παλιός μαχητής, ένιωσε όπως ο Μακ Άρθουρ όταν νόμισε πως τον ανακαλούν από την αποστρατεία, και… διέταξε μονολεκτικά: «Εδώ!». Συμφώνησε ο νέος που θα του δινόταν η ευκαιρία για συχνά αλισβερίσια και άρχισε η αγριογκομενάρα να συμπληρώνει το «τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών». Ρώτησε τ’ ονοματάκι της ο κύριος Κλέων. Τζένη τη λέγανε. Είπαν μαζί, πατήρ και υιός, σαν χορωδία: «Χαίρω πολύ», αλλά τώρα που έπεσε η μαυρομύτα αδιαφόρησε για τη χαρά αμφοτέρων. Ύστερα, οδήγησε τον κύριο Κλέων στο δωμάτιό του, στον δεύτερο όροφο που ήταν φτηνότερος, σ’ ένα ευάερο και ευήλιο δίκλινο δωμάτιο, για να ‘χει συντροφιά. Μόνο που ο συγκάτοικος ήταν ο κουφός γέρος που κάθε τόσο μυξόκλαιγε. Τότε σκούπιζε τη μύτη του στην άκρη του σεντονιού και τον μάλωνε άγαρμπα η Φωτούλα. Τον έβριζε βρωμιάρη και άλλα πολλά.

Λοιπόν δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από το ν’ αρχίσει ο άνθρωπος να σκέφτεται. Και φαίνεται πως τον κύριο Κλέωνα τον καταράστηκαν από ψυχής. Και πέφτουν τώρα οι σκέψεις βροχή, καταιγίδα, κάτι σαν πολυβόλο ή σαν τη γλώσσα της κουνιάδας του της Γλυκερίας. Σκέφτεται το σπιτάκι του και τον φούρνο που έπαιρνε ψωμί. Τον βλέπανε οι μανάβηδες, οι μπακάληδες, οι χασαπάδες, μέχρι κι ο ψιλικατζής και λέγανε:

«Κοίτα τον σκατόγερο. Ακόμα ζει…». Αλλά εκείνος που νόμιζε πως θαυμάζανε τη λεβεντιά του, χαμογέλαγε και χαιρετούσε φιλικά. Φέρνει στη σκέψη του και την αγριογκομενάρα της ρεσεψιόν που δεν ξαναφάνηκε. Όποτε τη ζήτησε του είπαν πως «έχει ρεπό». Μα τι στο διάολο, ποτέ της δεν δουλεύει; Και τότε ο Θωμάς ο νοσοκόμος που τους καθάριζε όταν δεν ήσαν σε όλα… εγκρατείς, του είπε:

«Γιατί, ρε, μπάρμπα; Αν ήσουνα σαν δαύτηνα θα δούλευες;». Αδίστακτα ο κ. Κλέων απάντησε πως δεν θα δούλευε. Ψέλλισε μονάχα «αντί του μάννα – Φωτούλα…». Ξανακόλλησε τα μάτια του στο ταβάνι. Ίσως να ψιλοκοιμήθηκε γιατί τον σκούντησε η Φωτούλα που ήρθε με το μεσημεριανό του φαγητό. Ένα κρύο νεροζούμι που κολυμπούσε μέσα του μια πρέζα «μαλλιά αγγέλου».

«Μαλλιά αγγέλου», είπε. «Δηλαδή πιάνουμε σχέσεις με το… υπερπέραν». Και μετά σαρκαστικά:

«Ο πάλαι ποτέ ένδοξος Κλέων κατάντησε πλέον… κλαίων!».


Σχολιάστε εδώ