Έρπουσες πολιτικές εξουσίες
Η οικονομική κρίση δεν άρχισε να επηρεάζει μόνο το πεδίο της πραγματικής οικονομίας, να θίγει καίριες πλευρές της παραγωγικής δραστηριότητας, να επιδεινώνει την καθημερινή ζωή των πολιτών.
Πριν απʼ όλα δοκιμάζεται δεινώς η πραγματική εξουσία της πολιτικής και των κυβερνήσεων στον σύγχρονο κόσμο. Πριν απʼ όλα αναδεικνύεται όχι μόνο η αδυναμία ανάλυσης των δομικών αιτίων της κρίσης, αλλά και η απουσία βούλησης και ισχύος από την πλευρά των κυβερνήσεων να προωθήσουν στην πράξη συγκεκριμένα μέτρα που θα αναδιατάξουν το «τοπίο».
Η πολιτική βούληση των κυβερνήσεων εκδηλώνεται περισσότερο ως τηλεοπτικό φαινόμενο παρά ως συγκεκριμένη πράξη: διεθνείς συναντήσεις, ατελεύτητοι «κατάλογοι» προτάσεων, επιμέρους μέτρα και ρυθμίσεις, που δεν έχουν όμως ουσιαστικό αντίκρισμα. Οι επικοινωνιακές πολιτικές και η συνάθροιση προτάσεων δεν φαίνεται να «τονώνουν» το ηθικό των παραγόντων της αγοράς και των καταναλωτών, αλλά χρησιμεύουν περισσότερο για να δίνουν κουράγιο στους ίδιους τους πολιτικούς. Μέσα στο σκηνικό αυτό ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση.
Ζούμε σήμερα μια περίοδο κρίσης που αναδύεται μέσα από αδιαφανείς μηχανισμούς τους οποίους χρειάζεται το ίδιο το σύστημα της παγκοσμιοποιημένης χρηματοπιστωτικής τάξης για να λειτουργήσει. Τα ασύδοτα υπερκέρδη, το μαύρο χρήμα, τα κέρδη από εγκληματικές δραστηριότητες, οι τεχνητά δημιουργούμενες «φούσκες» δεν αποτελούν απλώς οικονομικά μεγέθη.
Πίσω τους αναπτύσσονται και ενισχύονται ισχυρές ηγετικές ομάδες συμφερόντων που επηρεάζουν ή και καθορίζουν τόσο τις πολιτικές αποφάσεις όσο και τις οικονομικές δραστηριότητες.
Υπάρχει σήμερα στη Δύση κάποια τόσο ισχυρή κυβέρνηση, κάποια τόσο ισχυρή πολιτική εξουσία, που θα συγκρουστεί με τις δυνάμεις αυτές; Μια πολιτική εξουσία που θα στηριχθεί στις δυνάμεις της κοινωνίας και θα δώσει έναν συντεταγμένο αγώνα; Υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση η βούληση διαμόρφωσης μιας ενιαίας δράσης των κυβερνήσεων απέναντι στις δυνάμεις αυτές; Ή μήπως εξαντλούμεθα σε ευχολόγια ή σε συμβουλές μέσω κοινών επιστολών, όπως έπραξαν πρόσφατα η κ. Μέρκελ και ο κ. Σαρκοζί;
Τα φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν ιδεολογικοπολιτικά προβλήματα με την κρίση. Θεωρούν και τη σημερινή ως μια έντονη μεν, αλλά αναμενόμενη κυκλική κρίση, η οποία, αν αντιμετωπιστεί, με τις κατάλληλες παρεμβάσεις –όχι σε δομικά αλλά σε λειτουργικά στοιχεία του οικονομικοπαραγωγικού συστήματος– θα επαναφέρει τις πρότερες οικονομικές ισορροπίες.
Το πρόβλημα αφορά κατεξοχήν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που θα πρέπει να βγουν από την «αγρανάπαυση» της «ήπιας» διαχείρισης του νεοφιλελευθερισμού και να αποφασίσουν τελικά «με ποιους θα πάνε και ποιους θʼ αφήσουν».
Τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (αν υποθέσουμε ότι οι έννοιες αυτές διατηρούν το περιεχόμενό τους) θα πρέπει να απαντήσουν για τη δομική ή μη μορφή της κρίσης, για τον ρόλο του κράτους και τις αναγκαίες παρεμβάσεις του στο πεδίο της οικονομίας, για την προάσπιση των θεσμών του κοινωνικού κράτους που σήμερα αποδυναμώνονται και καταρρέουν.
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς εσωκομματικής κρίσης. Ασφαλώς οι πολιτικές-προσωπικές φιλοδοξίες παίζουν τον δικό τους ρόλο, όμως στη βάση του προβλήματος βρίσκεται η αδυναμία διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής στρατηγικής, η απουσία ενός κοινωνικοοικονομικού σχεδίου αποτελεσματικής αντιμετώπισης του προτύπου που οδηγεί στις κρίσεις. Γιʼ αυτό και μόλις το 55% των 220.000 μελών του Κόμματος προσήλθε στις εσωκομματικές κάλπες, ενώ τον βαθύ χαρακτήρα της κρίσης αποκαλύπτουν οι αποχωρήσεις στελεχών και η διαρροή ψηφοφόρων προς τους σχηματισμούς της «αντικαπιταλιστικής» Αριστεράς.
Στη χώρα μας η κυβερνώσα παράταξη στέκεται άφωνη και διαπορούσα μπροστά στην κρίση. Όπως φαίνεται, οι όποιες παρεμβάσεις της αφορούν σε τομείς που ελέγχει το κράτος, ενώ ο ιδιωτικός «χώρος» (μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εργαζόμενοι) αφήνεται να τα βγάλει πέρα μόνος του, αρκούμενος στα ημίμετρα των τραπεζών και στις παραινέσεις της κυβέρνησης.
Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, αποβλέπει σε «εύκολα» κέρδη από τη φθορά της κυβέρνησης και δεν διαμορφώνει πεδία ρήξης με το σύστημα των συμφερόντων. Συνδιαλέγεται με τους ισχυρούς τραπεζικούς παράγοντες και επιδιώκει να διαμορφώσει στηρίγματα και συσχετισμούς για την επάνοδό του στην εξουσία.
Ασφαλώς η χώρα μας βιώνει τη σημερινή κατάσταση ως «κρίση πάνω στην υπάρχουσα κρίση».
Το εξωτερικό χρέος διευρύνεται και μάλιστα με δυσμενείς όρους δανεισμού, η παραγωγικότητα, η ανταγωνιστικότητα, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ακολουθούν την κατιούσα. Αν υπολογισθούν η πτώση της κατανάλωσης και η μείωση της παραγωγής, τότε είναι τελείως αμφίβολο αν θα μπορέσει να σταθεί ο προϋπολογισμός έως το τέλος της άνοιξης, δηλαδή στην περίοδο των ευρωεκλογών…
Δυστυχώς μια κυβέρνηση «ημιθανής» δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κρίση. Το χειρότερο, ούτε το ΠΑΣΟΚ αποπνέει ένα αίσθημα ευθύνης και μια βεβαιότητα για τις δυνατότητές του να κυβερνήσει. Στην πραγματικότητα απεύχεται το ίδιο να βρεθεί στην εξουσία, φοβούμενο ότι στο ενδεχόμενο αυτό η οικονομική κρίση θα το οδηγήσει σε αδιέξοδο πριν το ίδιο αντιληφθεί, ως εκτελεστική εξουσία, τι ακριβώς συμβαίνει…