Ένας ακόμα «αναξιόπιστος» προϋπολογισμός

Όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι, μολονότι καταρτίζονταν και εφαρμόζονταν σε προκλητικά ευνοϊκότερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, παρουσιάζουν στις πραγματοποιήσεις τους αποκλίσεις από τους εκάστοτε στόχους ή προβλέψεις στα έσοδα, στις δαπάνες, στο έλλειμμα και το χρέος, παρά τα τεχνάσματα της «δημιουργικής λογιστικής» και την αναθεώρηση του ΑΕΠ.Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2009 είναι σίγουρα ο πιο δύσκολος από όλους εκείνους που καταρτίστηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια και που πάντοτε σχεδόν αποδεικνύονταν αναξιόπιστοι, αφού σπανίως πετύχαιναν τους στόχους τους, μολονότι το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον ήταν, τουλάχιστον τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, προκλητικά ευνοϊκό! Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αναξιόπιστος μπορεί να αποδειχθεί σε έναν περίπου χρόνο ο νέος κρατικός προϋπολογισμός, ο οποίος καταρτίζεται σε μια περίοδο κατά την οποία το διεθνές οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από συνθήκες κρίσης και εξαιρετική αβεβαιότητα, ενώ οι επιπτώσεις της έχουν περάσει με ένταση στην πραγματική οικονομία σε όλες τις χώρες του κόσμου. Έχουμε πλέον σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και πολλές οικονομίες έχουν εισέλθει σε ύφεση.

Είναι αμφίβολο αν ο προϋπολογισμός του 2009 καταρτίστηκε υπό τις παραδοχές των εξελίξεων και των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπως είναι η επιβράδυνση της οικονομίας, η μείωση της ρευστότητας, η άνοδος των επιτοκίων και των περιθωρίων των επιτοκίων, αλλά και οι υποχρεώσεις της χώρας στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη. Υπογραμμίζουμε τη διαπίστωση αυτή διότι ένας προϋπολογισμός που θα λάμβανε υπόψη όλες αυτές τις παραδοχές δεν θα είχε τόσο υψηλούς, υπεραισιόδοξους, στόχους, εκτός αν για την αντιμετώπιση των υψηλών πιεστικών δαπανών θα προσπαθήσει να βγάλει από τη μύγα ξίγκι, δηλαδή θα συνεχίζει με σκληρότερο τρόπο την υπερφορολόγηση, όπως προκύπτει άλλωστε και από τους στόχους για άμεσους και έμμεσους φόρους και ειδικότερα για τον ΦΠΑ, οι οποίοι δεν δικαιολογούνται καθόλου από τη χαμηλή (5,9%) ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.

Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία των προϋπολογισμών προκύπτει ότι, παρά τη συνεχώς αυξανόμενη φορολογία και τις διαβεβαιώσεις για συγκράτηση των δαπανών, παρατηρούνται αποκλίσεις στους μεν άμεσους φόρους που φτάνουν σε – 700 εκατ. ευρώ ή σε +700 εκατ. ευρώ, στους δε έμμεσους φόρους σε αποκλίσεις που φτάνουν σε +2,3 δισ. ευρώ και σε -1,9 δισ. ευρώ! Στις δαπάνες οι αποκλίσεις φτάνουν σε +2,9 δισ. ευρώ και σε -100 εκατ. ευρώ!

Αλλά, πέρα από τα έσοδα και τις δαπάνες, συντριβή των εκάστοτε στόχων ή προβλέψεων παρατηρείται και στην εξέλιξη του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Μάλιστα, στις περιπτώσεις του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους σε όλα τα χρόνια καταβαλλόταν προσπάθεια με τη «δημιουργική λογιστική» για ωραιοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων μέχρι που η παρέμβαση της Eusostat αποκάλυπτε την τραγική πραγματικότητα. Το ίδιο αποκάλυψε και η «Απογραφή» που έκανε αμέσως μετά την εκλογική νίκη της η Νέα Δημοκρατία τον Μάρτιο του 2004.

Η σημερινή κυβέρνηση χρησιμοποίησε κι εκείνη εν μέρει τη «δημιουργική λογιστική», αφού μέχρι την πρόσφατη παρέμβαση της Eurostat εκτιμούσε το έλλειμμα του 2007 στο 2,8% του ΑΕΠ (στόχος ήταν το 2,2%!), αλλά, τελικά, διαμορφώθηκε στο 3,5% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μιαν απόκλιση κατά 1,3 εκατοστιαίες μονάδες!

Οι αποκλίσεις από τους στόχους ή προβλέψεις συνεχίζονται στο δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος και μετά την αναθεώρηση κατά 9,6% του ΑΕΠ. Αν δεν γινόταν η αναθεώρηση αυτή οι εξελίξεις στα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη θα ήταν χειρότερες. Αρκεί να αναφερθεί μόνο τούτο που επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεσή της για τη χρήση του 2007 (σελίδες 128 και 129): Το 2007, μετά την αναθεώρηση του ΑΕΠ, το χρέος μειώθηκε σε 94,5% του ΑΕΠ (ποσοστό μικρότερο κατά 9 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από ό,τι πριν από την αναθεώρηση), έναντι 95,3 του ΑΕΠ το 2006. Αν λαμβανόταν υπόψη, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, το μη αναθεωρημένο ΑΕΠ, τότε ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ για το 2007 θα διαμορφωνόταν σε 103,4% του ΑΕΠ. Για να καταδειχθεί η «ευεργετική» επίδραση της αναθεώρησης του ΑΕΠ στη διαμόρφωση του δημόσιου χρέους, η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει ότι ο μέσος όρος της περιόδου 1993 – 2007 είναι 108,9 % του ΑΕΠ του μη αναθεωρημένου ΑΕΠ, ενώ μετά την αναθεώρηση κατεβαίνει στο 99,4% του ΑΕΠ!


Σχολιάστε εδώ