ΧΑΘΗΚΑΝ ΚΙ ΟΙ ΛΙΓΟΙ ΗΛΙΟΙ ΔΙΟΙΚΟΥΝΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΚΥΛΟΙ
Διάβασα σ’ ένα παιδικό
παραμυθιού βιβλίο
γιά μία χώρα μακρινή
μ’ έναν Λαό γελοίο.
Πολύ τό χάρηκα αυτό
μετά από τά ξενύχτια
όταν η πλήξη μ’ έπιανε
στά φοβερά της δίχτυα.
Η χώρα ήταν δύστροπη
μέ ασανσέρ γεμάτη
πού ανεβοκατέβαιναν
σκύλοι μαζί καί γάτοι.
Όμως δέν γνωριζότανε
τά ζώα μεταξύ τους
καί όλα μάχονταν ομού
διά τήν ύπαρξή τους.
Γραφεία αεροστεγή
σκεύη πολυτελείας
παντού χλιδή πανάκριβη
μεγάλης εμβελείας.
Οι κάτοικοι τού Βλακιστάν
είχαν νωρίς γεράσει
τ’ αρχαίο τους τό σύνδρομο
δέν είχαν ξεπεράσει.
Έβλεπαν ώς σωτήρες τους
δημάρχους καί νομάρχες
καί έγιναν κρυπτόρχιδες
αυνάνες καί αυλάρχες.
Κι έφτασε η μέρα η κακιά
πού κάθε ένας πολίτης
είχε καί κάποιο αξίωμα
κι άς ήταν καί κοπρίτης.
Μανιακή είχαν ροπή
νά άρχουν σέ γραφείο
καί έφτιαξαν τό Βλακιστάν
ΧΩΡΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ.
Έτσι σέ κάθε κήδευση
άπαντες οι παρόντες
ήταν νομάρχες, δήμαρχοι
καί άλλοι κατιόντες.
Πολίτες δέν υπήρχανε
στήν χώρα τών απόντων.
(Πολίτες, ήταν είπαμε
η κλίκα επαϊόντων.)
Τώρα θά μέ ρωτήσετε
τά ασανσέρ τί θέλαν,
τόσα καί αναρίθμητα
σού προξενούσαν τρέλαν.
Τό ανεβοκατέβασμα
είχε καί μιάν αιτία,
αυτό εθεμελίωνε
τήν ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ.
Ένα χαρτάκι ζήταγες
κι έπρεπε νά γυρίσεις
τουλάχιστον δεκαοχτώ
κτίρια, Διευθύνσεις.
Κι ο κάθε βλαξ αρμόδιος
γιά νά σέ κουμαντάρει
πρώτα σέ εξευτέλιζε
κι απέ σού ‘κανε χάρη.
Δειλός, λοιπόν, ανίκανος
ζούσες χωρίς αξία
στών ηλιθίων καί βλακών.
τήν ΧΩΡΑ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ.
Ετούτη εδώ η Κόλαση
πάντων τών Βλακιστάνων
κατέστη ο Παράδεισος
μυρίων μεγιστάνων.
Καί ο χαβάς καλά κρατεί
μέχρι πού νά λοξεύσει
ο νούς κάθε ασήμαντου
καί θά τούς ξεπαστρέψει.
Πολλές φορές πάει τό σταμνί
στήν βρύση νά γεμίσει,
μά κάνω όρκο στήν Οργή
πώς μιά δέν θά γυρίσει.
…………………………………………..
…………………………………………..
…………………………………………..
Τό Σύστημα αχαλίνωτο, σαπισμένο, ανεβάζει στόν
θρόνο κάθε ηλίθιο καί τόν
κάνει Αυτοκράτορα, καί
βασανιστή, ωσάν τόν Καλιγούλα.