Φοροεισπρακτικά μέτρα και κρίση «ράγισαν» την εικόνα της ΝΔ

Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία φάνηκε καθαρά ότι στόχος των αντιπάλων της ήταν και παραμένει ο δυνατός της κρίκος, ο πρόεδρός της και πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Ωστόσο, όλες σχεδόν οι αδεξιότητες στη διαχείριση προηγούμενων κρίσεων («απογραφή», «βασικός μέτοχος», ακρίβεια και άλλα), καθώς και οι σφοδρές επιθέσεις των αντιπάλων δεν μπόρεσαν να «ραγίσουν» την εικόνα του κ. Καραμανλή.

Κι ας μην ξεχνάμε ότι κέρδισε και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007, μολονότι πραγματοποιήθηκαν σε μια περίοδο κατά την οποία ήταν πια έντονα τα πρόδρομα σημάδια της διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Όμως, ό,τι δεν κατόρθωσαν οι κρίσεις αυτές και οι αντίπαλοι του κ. Καραμανλή, το πέτυχαν μερικοί συνεργάτες-υπουργοί του, οι οποίοι όχι μόνο δεν προφύλαξαν τον πρωθυπουργό, αλλά έδωσαν το χαριστικό χτύπημα στη «δρυν» για να την «ξυλεύεται πίπτουσαν πας ανήρ»! Γιατί, ας μη γελιόμαστε. Το δυνατό χτύπημα στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό το έδωσε η άφρων εκείνη απόφαση για σφοδρή φοροεισπρακτική επίθεση στα ελληνικά νοικοκυριά και μάλιστα σε μια περίοδο που ήταν σε εξέλιξη μια από τις πιο έντονες διεθνείς κρίσεις των τελευταίων ογδόντα ετών.

Τα φοροεισπρακτικά αυτά μέτρα από τη μια μεριά θύμισαν στον ελληνικό λαό παρόμοιες επιδρομές στο οικογενειακό εισόδημα στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, που έσπασαν όλα τα ρεκόρ φορολογικής σκληρότητας, και από την άλλη ξεχείλισαν το ποτήρι της δυσπιστίας για όσα βαρύγδουπα λέγονταν μετά τις εκλογές του Μαρτίου του 2004 για βελτίωση της οικονομίας, για δημοσιονομική προσαρμογή και εξυγίανση, για προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων και για συνετή και ταπεινή διαχείριση των εθνικών και κοινοτικών πόρων.

Όλα αυτά κατέρρευσαν μέσα σε μιαν ημέρα. Και από τότε, δυσπιστία και κατάρρευση άρχισαν να αποτυπώνονται, ήπια στην αρχή και έντονα στη συνέχεια, στα αποτελέσματα των σχετικών δημοσκοπήσεων. Από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την αξιοπιστία της σημερινής κυβέρνησης και την εικόνα του πρωθυπουργού.

Με λίγα λόγια, ο ελληνικός λαός κατάλαβε ότι δεν έγινε σχεδόν καμία αλλαγή στην οικονομία, στους τρόπους διαχείρισης των φορολογικών, δανειακών και κοινοτικών πόρων. Δεν έγινε, δηλαδή, καμία αλλαγή στο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που ταλαιπώρησε επί τριάντα περίπου χρόνια χώρα και πολίτες. Και ήρθε και η έντονη χρηματοπιστωτική κρίση που αποκάλυψε το σαθρό αυτό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο χαρακτηρίζεται κυρίως από τα ακόλουθα νοσηρά φαινόμενα ή αποτελέσματα:

Πρώτον, ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης (γύρω στο 4% κατά μέσο όρο) τα τελευταία δώδεκα χρόνια στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση, στην ιδιωτική κατανάλωση και στις επενδύσεις σε κατοικίες, η οποία οδήγησε και στην υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Δεύτερον, όλα αυτά οδήγησαν στην αύξηση του εξωτερικού χρέους, χωρίς παράλληλα να ενισχυθεί το παραγωγικό και εξαγωγικό δυναμικό και να βελτιωθεί η ικανότητα της οικονομίας μας να εξυπηρετεί το χρέος της. Το αποτέλεσμα είναι ένα αυξανόμενο μερίδιο του ΑΕΠ να απορροφάται από δαπάνες για την εξυπηρέτηση των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

Τρίτον, δεν καταβλήθηκαν οι δέουσες προσπάθειες για προώθηση ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωτερικούς κραδασμούς, δηλαδή δεν έγινε η αναγκαία βελτίωση βασικών οικονομικών μεγεθών και, κυρίως, δεν επιτεύχθηκε η δημοσιονομική εξυγίανση.

Τέταρτον, δεν εντάθηκαν οι προσπάθειες για ενίσχυση της παραγωγικότητας και της εθνικής αποταμίευσης (έγινε το ακριβώς αντίθετο!) και συγκράτηση του κόστους παραγωγής για να εξαλειφθεί η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της Ζώνης του Ευρώ και να αποκατασταθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Αν είχαν επιτευχθεί όλα αυτά, δεν θα ταλανιζόταν η ελληνική οικονομία από τις υψηλές πληθωριστικές πιέσεις και το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Πέμπτον, ενώ η γήρανση του πληθυσμού έχει ήδη προκαλέσει δυσμενείς συνέπειες για τις δημοσιονομικές, αναπτυξιακές και κοινωνικές προοπτικές, όλες οι κυβερνήσεις περί άλλα ετύρβαζαν και τυρβάζουν.

Έκτον, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το ποσοστό της φτώχειας στη χώρα παραμένει σταθερό και σε υψηλά επίπεδα (21%) τα τελευταία δέκα χρόνια!

Έβδομον, μολονότι, λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας και της αρνητικής σχεδόν εθνικής αποταμίευσης, δεν υπήρχαν τα τελευταία δέκα χρόνια περιθώρια για επιβολή νέων και αύξηση υπαρχόντων φόρων, το ίδιο και απαράλλακτο σχεδόν αυτό μοντέλο ανάπτυξης, με τις σπατάλες, την κακοδιαχείριση, την υψηλή παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή, απαιτούσε συνεχώς αύξηση των φορολογικών εσόδων με απίστευτης ευρηματικότητας φορολογικές επιδρομές και μόνιμη σχεδόν λιτότητα.

Και το χειρότερο δεν είναι οι επτά αυτές πληγές που έχει προκαλέσει στην οικονομία και την κοινωνία η ανικανότητα στη διαχείριση της οικονομίας τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το χειρότερο είναι ότι διαψεύδονται συνεχώς οι προσδοκίες του ελληνικού λαού αμέσως μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση.


Σχολιάστε εδώ