Μια φορά και έναν καιρό

Ο τσιγαρόβηχας που κληρονόμησε του θυμίζει τ’ αξέχαστα εκείνα χρόνια. Αμίλητος κάθεται και σήμερα στο τραπέζι δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία, στο «μετερίζι» του, όπως το αποκαλεί, και παρακολουθεί τη ζωηρή κουβέντα που είχαν δυο συγχωριανοί του, αδέλφια, για τις γεωργικές τους εργασίες.

Το πρόβλημα ήτανε εάν θ’ ακολουθούσανε τις παραδοσιακές μεθόδους, όπως τις μάθανε από τους πατεράδες τους, κι εκείνοι απ’ τους δικούς τους πατεράδες, ή εάν θ’ ακολουθήσουν τις ανελαστικές οδηγίες του ειδικού επιστήμονα κ. Πεισίστρατου Αϊβαλή, σπουδάσαντος εν Εσπερία, απεσταλμένου κάποιας «Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης» για τη βελτίωση της παραγωγής.

Ήταν πολύ ισχυρά τα επιχειρήματα που επικαλείτο ο μεγάλος αδελφός, που παρακολουθούσε βήμα βήμα την τεχνολογία. Και ήσαν πραγματικά καταλυτικοί οι λόγοι που άκουσε χτες το απόγευμα από τον ίδιον τον κ. Πεισίστρατο, καθώς τους μάζωξε στα γραφεία της κοινότητος και τους έκανε σεμινάριο πάνω στην τριλογία «Άρωση – σπορά – θερισμός». Ο μεγάλος αδελφός παραβρέθηκε μόνος, μαζί με μερικούς γέρους που πήγανε να σκοτώσουν την ώρα τους. Εκείνος όμως παρακολούθησε καταλεπτώς την ομιλία, την αποστήθισε και την επαναλάμβανε συνεχώς κατ’ ιδίαν μην ξεχάσει καμιά λεπτομέρεια και πάνε στράφι όσα άκουσε. Ο άλλος, ο μικρός, ήταν συντηρητικός και ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του, να έχει δηλαδή σεβασμό στον πρωτότοκο αδελφό του, και γι’ αυτό τον άκουγε πάντα χωρίς αντίρρηση. Θυμόταν πως την ώρα που ο πατέρας πέθαινε, τους φώναξε κοντά του και τους είπε τη γνωστή παραβολή με το «δεμάτι με τα ξύλα, όπου το καθένα χωριστά ευχερώς τσακιζόταν, αλλά όλα μαζί ενωμένα, ούτε που λύγιζαν». Κι ενώ ξεψυχούσε ο γέρος, και ο μικρός κοτζάμ άντρας του φίλαγε το χέρι με λυγμούς, ο άλλος, ο μεγάλος, ο ρεαλιστής, ο ασυγκίνητος, μουρμούρισε:

«Τρίχες. Μια πρέσα υδραυλική θα ‘κανε το δεμάτι χαρτοπόλεμο…».

Βέβαια, ο μακαρίτης δεν τον άκουσε, επειδή είχε ήδη καταφθάσει ο Αρχάγγελος που τον πήρε απ’ το χεράκι κι απογειώθηκαν… Τώρα στο καφενείο ο μεγάλος για σιγουριά πως δεν θα κάνει πίσω ο μικρός, που ήτανε ευεπίφορος σε γνώμες αγραμμάτων, τον ξαναρώτησε:

«Όπως είπαμε λοιπόν. Θα προχωρήσουμε σύμφωνα μ’ αυτά που διδάσκει ο κύριος Αϊβαλής».

«Σύμφωνοι» είπε ο μικρός. «Προχώρα…».

Σηκώθηκαν και δώσανε τα χέρια. Τότε επενέβη ο γέρο Θύμιος.

«Δεν θέλω ν’ ανακατευθώ στα νιτερέσια σας, ούτε μπορώ να αμφισβητήσω τη σοφία του κ. Αϊβαλή, ούτε τις γνώσεις της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης που μας τον έστειλε πεσκέσι. Επιτρέψτε μου μονάχα να σας διηγηθώ τι συνέβη στον ξάδερφο του μπατζανάκη μου, που κι αυτός ανατρίχιαζε ακούγοντας ξεπερασμένες παλιές θεωρίες. Του άναβαν τα ”λαμπάκια” ακούγοντας τέτοιες και φώναζε όπου βρισκόταν: ”Ξυπνάτε ρεεε. Εδώ πήγε ο άνθρωπος στο φεγγάρι κι εσείς τσαμπουνάτε βλακείες. Ζώα”. Είχε λοιπόν ο ξάδερφος του μπατζανάκη μου έναν γιο κτηνοτρόφο, καλό παιδί, που έτρεφε μεγάλο σεβασμό στον πατέρα του και γι’ αυτό τον άφηνε να κάνει κουμάντο στο ”ντάμι”. Οι δουλειές καλά πήγαιναν. Δίναν γάλα οι αγελάδες, δίναν κρέας τα μοσχάρια, κάναν το ”καθήκον” τους τα βόδια και ήταν όλοι τους φχαριστημένοι και πιο πολύ οι αγελάδες…».

Μια μέρα λοιπόν, πηγαίνοντας ο νεαρός στον στάβλο, άκουσε ένα περίεργο, γεμάτο παράπονο μουγκανητό που θαρρείς πως ερχόταν απ’ τα βάθη της γης. Έτρεξε προς τα κει, και έντρομος είδε το «καλό» του βόδι, που το νοίκιαζε για όργωμα και που έκανε σεμνά «επί χρήμασι» το καθήκον του στις γελάδες του χωριού, να ‘χει χώσει την κεφάλα του μέσα σ’ ένα πιθάρι που φύλαγε στην άκρη και που παζάρευε να το πουλήσει για αρχαίο σ’ έναν χαζοαμερικάνο. Και το χειρότερο, πήρε καπάρο και θα ερχότανε το βράδυ με την Κάντιλακ να το παραλάβει. Προσπάθησε να το βγάλει μα, δεν μπορούσε γιατί σκάλωναν τα κέρατά του στο χείλος. Μούγκριζε απ’ τα τραβήγματα το ζωντανό κι έκανε σπασμωδικές κινήσεις, αλλά τίποτα. Θυμήθηκε τότε πως ο πατέρας του ήταν παντογνώστης και θ’ αναλάμβανε να λευτερώσει το ζώο. Καβαλάει το ποδήλατο και τρέχει να βρει τον γέρο που κάθε πρωί 10 με 12 αγορεύει στο καφενείο. Ασθμαίνοντας, του εξηγεί τα καθέκαστα. Τον άκουσε εκείνος με προσοχή και τον ρώτησε κάτι ασήμαντες λεπτομέρειες που θεώρησε απαραίτητες για να σχηματίσει έγκυρη γνώμη.

Τελικά, έκρινε πως πρέπει ν’ αποταθούν σε ειδικό. Του απαγόρευσε μάλιστα κάθε προσωπική γνώμη, πρωτοβουλία, ενέργεια ή αμφισβήτηση:

«Θα κάνεις ασυζητητί ό,τι πει ο ειδικός», είπε αυστηρά. Παρεπιδημούσε στο χωριό ένας τεχνοκράτης, συνάδελφος του δικού μας Αϊβαλή, που τους τον έστειλε μια άλλη «Μη Κυβερνητική Οργάνωση» να τους διδάξει έστω με το ζόρι, το… «Ευ Ζην». Πήγε σπίτι του και τον βρήκε κάτω απ’ την κληματαριά να λύνει σταυρόλεξο. Του περιέγραψε το ατύχημα. Τον άκουσε εκείνος σαν να… βαριέται και ρώτησε τι ζητάει απ’ αυτόν και τον απασχολεί απ’ τη δουλειά του.

«Να μου πείτε “με το αζημίωτο φυσικά” πώς να βγάλω το κεφάλι του βοδιού απ’ το πιθάρι». Η φράση «με το αζημίωτο» επέδρασε πάνω του όπως η μαγική φράση «Άνοιξε σουσάμι» στο λυχνάρι του Αλαντίν απ’ όπου πετάχτηκε το Τζίνι. Σκέφτηκε λιγάκι, χαμογέλασε μ’ αυτοπεποίθηση και απεφάνθη:

«Μα, είναι απλούστατο, φίλε μου. Σφάξε το βόδι!» Και άπλωσε την παλάμη για να εισπράξει τον κόπο του. Χωρίς να το σκεφτεί ο άλλος, πάει στα είδη κιγκαλερίας, αγοράζει ένα μαχαίρι 60 πόντους, και πάρ’ το κάτω το βόδι. Έκανε «πλαφ» το κεφάλι καθώς έπεσε στον πάτο που μπορεί και να τον ράγισε. Γέμισε με αίματα, αλλά η βοϊδοκεφαλή δεν έβγαινε. Ξαναπάει στον ειδικό, του αναφέρει την αποτυχία και του ζητάει λύση. Νευριασμένος από την ενόχληση απαντά ξερά:

«Πάρε ένα καλέμι, κόψε τον πάτο, βγάλε το κεφάλι και ξανακόλλησέ τον». Υπάκουσε. Πώς μπορούσε άλλωστε ν’ αμφισβητήσει έναν επιστήμονα που έβγαλε «κάλους» ο αποτέτοιος του απ’ το διάβασμα και που εργάζεται τώρα για το καλό της ανθρωπότητας;

Πήρε το καλέμι αλλά του ξέφυγε η σφυριά και πάει το πιθάρι.

Το ίδιο απόγευμα, όπως κάθε μέρα, πέρασε από τον στάβλο για να ξαποστάσει ο Μηνάς ο αλαφροΐσκιωτος, που έλεγε πως τα βράδια πηγαίνει στο τσαρδί του ο Κωλέττης με τη βελάδα και παίζουνε τάβλι. Έμαθε τα συμβάντα και σχολίασε άγαρμπα:

«Μα καλά, τελείως ηλίθιος είσαι; Θα ‘ρχόμουν, θα σηκώναμε μαζί το πιθάρι, θα το τραβάγαμε απότομα, κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά…»

Και ο γέρο Θύμιος ανακεφαλαίωσε:

«Ο κτηνοτρόφος έχασε βόδι και πιθάρι. Το χωριό έχασε τον επιστήμονα, που ο άξεστος χωρικός τον τουλούμιασε στο ξύλο, ωρυόμενος ”ξεκουμπίσου απ’ εδώ λεχρίτη…”».

Και την ιστορία του, που έμοιαζε με παραβολή, ο γέρο Θύμιος την τέλειωσε με τον συνηθισμένο του επίλογο:

«Ο μύθος δηλοί παιδιά μου ”Φοβού τους τεχνοκράτες και τις… γνώσεις τους”».


Σχολιάστε εδώ