ΘΡΑΣΥΤΑΤΑ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ ΜΑΣ ΣΕΡΝΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗ ΧΑΓΗ!
Τα Σκόπια κατηγορούν τη χώρα μας ότι με το βέτο που πρόβαλε τον Απρίλιο στο Βουκουρέστι κατά της ένταξής τους στο ΝΑΤΟ παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία που από το 1995 ρυθμίζει τις σχέσεις των δύο κρατών προσωρινά, μέχρι να βρουν λύση στο θέμα του ονόματος και να αποκαταστήσουν κανονικές διπλωματικές σχέσεις.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Μπους, η οποία έχει ακόμη την εξουσία στις ΗΠΑ μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, οργισμένη από το ελληνικό βέτο αλλά και από την αποκάλυψη του παρασκηνίου της τελευταίας πρότασης Νίμιτς (μέσω της δημοσίευσης στο «Έθνος» του απόρρητου τηλεγραφήματος της αμερικανικής πρεσβείας των Σκοπίων προς την Ουάσινγκτον, στο οποίο περιγραφόταν με ποιον τρόπο θα περνούσαν «σιωπηρώς» τη «μακεδονική» εθνικότητα και γλώσσα), παρότρυνε τα Σκόπια να προχωρήσουν σε αυτήν την επιθετική κίνηση εναντίον της Αθήνας.
Από τη στιγμή που η κυβέρνηση Γκρούεφσκι δεν ενδιαφέρεται για λύση στο θέμα της ονομασίας, η κίνηση της προσφυγής στη Χάγη την ευνοεί πολλαπλά.
Πρώτα πρώτα την ευνοεί στο εσωτερικό μέτωπο. Μέσα στο 2009 έχουν προεδρικές εκλογές και ο Γκρούεφσκι θέλει να αφαιρέσει αυτό το αξίωμα από τον σοσιαλδημοκράτη Πρόεδρο Μπράνκο Τσερβένκοφσκι και την παράταξή του. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου αποδείχθηκε ότι ο λαός της ΠΓΔΜ επιβράβευσε θριαμβευτικά την αδιαλλαξία και τον έξαλλο εθνικισμό του Γκρούεφσκι, ο οποίος βάσιμα ελπίζει ότι αυτό θα επαναληφθεί και στις προεδρικές εκλογές, αρκεί να δείξει επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας.
Μετάθεση της συζήτησης
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής ο Γκρούεφσκι έχει στριμωχτεί στο θέμα του ονόματος, καθώς ακόμη και η ΕΕ τον πιέζει να δείξει διαλλακτικότητα, ενώ μέχρι και η κυβέρνηση Μπους τον συμβουλεύει να αποδεχθεί την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» για να διασφαλίσει τη «μακεδονική» εθνικότητα (άγνωστο πού βασίζονται οι Αμερικανοί και θεωρούν δεδομένη τη σιωπηρή, ένοχη αποδοχή της «μακεδονικής» εθνικότητας των πολιτών της ΠΓΔΜ εκ μέρους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών).
Επιπροσθέτως, η βία και η νοθεία που σφράγισαν τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου έχουν κάνει πολύ μεγάλη ζημιά στη διεθνή εικόνα των Σκοπίων και πρωτίστως της ίδιας της κυβέρνησης Γκρούεφσκι.
Πολύ σωστά σκέφτηκε, λοιπόν, ο σκοπιανός πρωθυπουργός ότι αντί να συζητούν όλοι για το όνομα και την εκλογική νοθεία που ήδη στοίχισαν στην ΠΓΔΜ ακόμα και πρόταση της Κομισιόν για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Βρυξελλών – Σκοπίων, είναι πολύ καλύτερα γι’ αυτόν και τη χώρα του να μετατεθεί η συζήτηση στο παρελθοντικό ερώτημα αν ήταν «νόμιμο» ή όχι το ελληνικό βέτο.
Από νομική σκοπιά, η κίνηση της προσφυγής στη Χάγη είναι θεμελιωμένη. Από πολιτική σκοπιά τινάζει φυσικά στον αέρα κάθε ουσιαστική διαπραγμάτευση για την εξεύρεση λύσης στο θέμα του ονόματος και στην πραγματικότητα τορπιλίζει και την Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία είναι μάλλον απίθανο να επιβιώσει αυτής της πολιτικοδικαστικής περιπέτειας. Είναι να απορεί κανείς αν όντως οι δεξιοί εξτρεμιστές που κυβερνούν την ΠΓΔΜ έχουν συνειδητοποιήσει πόσο βαριές συνέπειες θα έχει για τη χώρα τους ενδεχόμενη κατάργηση αυτής της συμφωνίας, από την οποία μόνο κέρδη έχουν αποκομίσει μέχρι τώρα.
Οι νομικές πτυχές του θέματος
Από στενά νομική σκοπιά, οι κινήσεις των Σκοπίων βρίσκονται στο πλαίσιο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας όσον αφορά το τυπικό μέρος της προσφυγής.
Το άρθρο 21 παράγραφος 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας αναφέρει ρητά ότι «οποιαδήποτε διαφορά ή διένεξη που προκύπτει μεταξύ των μερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Ενδιάμεσης Συμφωνίας μπορεί να υποβληθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης» (σ.σ.: εκτός της διαφοράς για το όνομα).
Η Ελλάδα έχει δηλαδή εκ των προτέρων αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία της Χάγης με μονομερή προσφυγή οποιουδήποτε μέρους, οπότε είναι υποχρεωμένη εκ των προτέρων ουσιαστικά να παραστεί και στην εκδίκαση της υπόθεσης, για την οποία δεν απαιτείται συνυποσχετικό, όπως είδαμε.
Επί της ουσίας της προσφυγής, η παράγραφος 1 του άρθρου 11 ορίζει ότι αν τα Σκόπια χρησιμοποιούν το όνομα ΠΓΔΜ, τότε η Ελλάδα έχει αναλάβει την υποχρέωση να μην αντιτάσσεται στην ένταξή τους σε διεθνείς οργανισμούς.
Αναφέρεται επί λέξει στο κείμενο:
«Με τη θέση σε ισχύ της παρούσας Ενδιάμεσης Συμφωνίας, το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος (σ.σ.: η Ελλάδα) συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην αίτηση εισδοχής ή στη συμμετοχή του δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους (σ.σ.: την ΠΓΔΜ) ως μέλους σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς στους οποίους το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος είναι μέλος. Το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος εν τούτοις διατηρεί το δικαίωμα να αντιταχθεί σε οποιαδήποτε συμμετοχή από τις προαναφερθείσες εάν και στο μέτρο που το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος πρόκειται να αναφέρεται σε τέτοιους οργανισμούς ή θεσμούς διαφορετικά απ’ ό,τι στην παράγραφο 2 της απόφασης 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών» (σ.σ.: εννοεί το όνομα ΠΓΔΜ).
Δεν υπάρχει επομένως αμφιβολία ότι από πλευράς πολιτικής ουσίας το ελληνικό βέτο κατά της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ έρχεται σε σαφή αντίθεση με το παραπάνω άρθρο. Η Ελλάδα όντως παραβιάζει δηλαδή την Ενδιάμεση Συμφωνία, άσχετο αν πολύ καλά κάνει από πολιτική σκοπιά. Από νομική πλευρά όμως είναι έκθετη στο θέμα αυτό.
Οι παραβιάσεις της συμφωνίας από τα Σκόπια
Δεν είναι δύσκολο για την ελληνική πλευρά να αποδείξει πληθώρα παραβιάσεων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από τα Σκόπια.
Όταν π.χ. ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ Αντόνιο Μιλόσοσκι δίνει συνέντευξη στο «Νιούζγουικ» και μιλάει για την ύπαρξη στην Ελλάδα «μακεδονικής, τουρκικής και αλβανικής μειονότητας» και επιχειρεί να οικοδομήσει ανθελληνικό μέτωπο ΠΓΔΜ – Τουρκίας – Αλβανίας γύρω από το θέμα αυτό, παραβιάζει εμφανέστατα το άρθρο 6 παράγραφος 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, το οποίο τονίζει ρητά ότι τίποτα «δεν μπορεί ή δεν θα έπρεπε να ερμηνευτεί ότι αποτελεί ή θα αποτελέσει ποτέ τη βάση για επέμβαση του δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους (σ.σ.: της ΠΓΔΜ) στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους, προκειμένου να προστατεύσει το καθεστώς και τα δικαιώματα οποιωνδήποτε προσώπων σε άλλα κράτη που δεν είναι πολίτες του δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους».
Η εμφάνιση σε έντυπα, αφίσες κ.λπ. του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή με στολή ναζί ή της ελληνικής σημαίας παραποιημένης με τη χιτλερική σβάστικα στη θέση του σταυρού κ.λπ. συνιστά παραβίαση εκ μέρους των Σκοπίων του άρθρου 7 παράγραφος 1 που αναφέρει: «Κάθε μέρος θα λάβει αμέσως αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να απαγορεύσει εχθρικές δραστηριότητας ή προπαγάνδα από υπηρεσίες ελεγχόμενες από το κράτος και να αποθαρρύνει πράξεις από ιδιωτικούς φορείς που πιθανόν να υποδαυλίζουν τη βία, το μίσος ή την εχθρότητα μεταξύ τους».
Πρόκληση που έτυχε της αποδοκιμασίας ακόμη και τμήματος των βουλευτών του συνήθως υπναλέου Ευρωκοινοβουλίου συνιστά φυσικά η ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» του αεροδρομίου των Σκοπίων, η οποία ξεσήκωσε διεθνή κατακραυγή, αλλά αυτή η ενέργεια νομικά δεν συνιστά παραβίαση του γράμματος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, καθώς το σχετικό άρθρο 7 παράγραφος 3 ορίζει: «Αν ένα από τα δύο μέρη πιστεύει ότι ένα ή περισσότερα σύμβολα τα οποία συνιστούν μέρος της ιστορικής ή πολιτιστικής του κληρονομιάς χρησιμοποιείται από το άλλο μέρος, θα θέσει υπόψη του άλλου μέρους τη χρήση την οποία επικαλείται και το άλλο μέρος θα προβεί στις δέουσες διορθωτικές ενέργειες ή θα δηλώσει γιατί δεν θεωρεί αναγκαίο να το πράξει».
Με άλλα λόγια, θα μας πουν οι Σκοπιανοί γιατί «γουστάρουν» να θεωρούν… Σλαβομακεδόνα τον Μεγαλέξανδρο! Τώρα σωθήκαμε…
Υποκρισία και θράσος
Η υποκρισία των Σκοπιανών δεν έχει όριο, όπως και το θράσος τους. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι όργανο του ΟΗΕ, άρα τα Σκόπια εκεί αναγνωρίζονται μόνο υπό το όνομα ΠΓΔΜ.
Την προσφυγή όμως εναντίον της Ελλάδας την κάνουν ως… «Δημοκρατία της Μακεδονίας», όπως άλλωστε και την αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ (άλλο αν θα δέχονταν την ένταξη υπό το όνομα ΠΓΔΜ). «Δημοκρατία της Μακεδονίας» γράφει πεντακάθαρα η σφραγίδα στο κείμενο της προσφυγής τους, στην «Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ζητούν από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να στέλνει τη σχετική με την προσφυγή αλληλογραφία και ούτω καθεξής.
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τα νομικά και νομικίστικα ζητήματα, τα οποία θα απασχολήσουν τους δικαστές και τους δικηγόρους στη Χάγη (μπορεί π.χ. να γίνει αποδεκτή από το Διεθνές Δικαστήριο και να συζητηθεί προσφυγή από «ανύπαρκτη» τυπικά κατά τον ΟΗΕ χώρα, όπως είναι η «Δημοκρατία της Μακεδονίας»; Με δεδομένο ότι στο ΝΑΤΟ τυπικά δεν υφίσταται θέμα βέτο, αλλά ανάγκη ομοφωνίας, η αδυναμία ομοφωνίας ενός οργανισμού σαν το ΝΑΤΟ μπορεί να επιρριφθεί νομικά στην Ελλάδα, όταν δεν υπάρχει ούτε καν ΝΑΤΟϊκή απόφαση με τέτοιο περιεχόμενο;).
Έχει νόημα η Ενδιάμεση
Συμφωνία;
Πέρα από τη νομική διελκυστίνδα, η πολιτική ουσία είναι σαφέστατη. Βεβαίως, και πολύ σωστά, η Ελλάδα αποφάσισε από εδώ και πέρα να βάζει βέτο εναντίον των Σκοπίων, όταν συζητείται η
ένταξή τους σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό, από τη στιγμή που πείστηκε ότι η κυβέρνηση Γκρούεφσκι αδιαφορεί παντελώς για την εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης στο θέμα του ονόματος και νομίζει ότι με τις πλάτες των Αμερικανών θα επιβάλει το «Μακεδονία» σκέτο είτε θέλει είτε δεν θέλει η Ελλάδα.
Η διαπίστωση αυτή θέτει επί τάπητος το θέμα της αποτυχίας της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και της εξέτασης του αν είναι σκόπιμο ή όχι να δοθεί και τυπικά τέλος στην ύπαρξή της.
Η Ενδιάμεση Συμφωνία είχε στόχο να διευκολύνει την επίλυση της διαμάχης γύρω από το όνομα μέσω της προσωρινής ρύθμισης των σχέσεων Αθήνας – Σκοπίων. Υπετίθετο ότι η αποκατάσταση διπλωματικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων θα διευκόλυνε την καλλιέργεια κλίματος ευνοϊκού για λύση του προβλήματος της ονομασίας. Δεν επρόκειτο για μόνιμη ρύθμιση – γι’ αυτό άλλωστε και η υποχρεωτική διάρκειά της ορίστηκε στα εφτά χρόνια. Υπετίθετο ότι το χρονικό αυτό διάστημα θα ήταν υπεραρκετό για να βρεθεί λύση στο όνομα. Αυτή η υπόθεση αποδείχθηκε τραγικά εσφαλμένη. Τα Σκόπια αντλούν μονομερώς οφέλη από την Ενδιάμεση Συμφωνία, χωρίς να κάνουν την παραμικρή υποχώρηση.
Τι νόημα έχει λοιπόν για την Ελλάδα η συνέχιση της ισχύος αυτής της όχι μόνο άχρηστης, αλλά και επιβλαβούς πλέον συμφωνίας;