ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ… ΣΙΝΕΜΑΝΑ!

Τέτοιες φεστιβαλικές μεγαλοπρέπειες τις είχαν μόνο οι Κάννες και η Βενετία. Από τότε βέβαια που με το πέρασμα του χρόνου έγιναν και τα κινηματογραφικά φεστιβάλ περισσότερα κι από τα κυριακάτικα ντέρμπι της μπάλας, μεγαλοπιάστηκε και η Θεσσαλονίκη και έγινε Φεστιβαλική Αρχόντισσα και από «μεγάλη φτωχομάνα» εξελίχθηκε σε στοργική Μεγάλη Μάνα του σινεμά και μάλιστα σε διεθνή μεγέθη, δίνοντας έτσι την ευκαιρία να έρχονται σπουδαίοι άνθρωποι του κινηματογράφου με παγκόσμια αναγνώριση και να καλοπερνούν (πάντα βέβαια με όλα τα έξοδα δικά μας, συγκεκριμένα 3.160.000 ευρώ φέτος, ασχέτως του αν τα φαρμακεία δεν δίνουν βερεσέ ούτε ασπιρίνη λόγω χρεοκοπίας των ασφαλιστικών ταμείων) και στην περίπτωση που φεύγοντας δεν παίρνουν μαζί τους και κάποιο βραβείο, τους έχει μείνει τουλάχιστον η γλύκα από τα τρίγωνα Θεσσαλονίκης και το άρωμα από τα τσουρέκια του Τερκενλή.

Παρούσα τότε, εκείνη την πρώτη εβδομάδα, και όλη η μικρή κοινωνία του ελληνικού κινηματογράφου, με έξοδα δικά της και όχι των προσκαλούντων, για να τιμήσουμε ένα γεγονός που, παρά τη νεογέννητη όψη του και την κάποια προχειρότητα, θα την έλεγα, της οργάνωσης, είχε μια συγκίνηση και μια αισιοδοξία που ίσως η απόσταση του χρόνου να το φορτίζει περισσότερο όταν σκεφτείς το πόσο πολλοί είναι σήμερα οι απόντες από τους τότε παρόντες.

Και αξίζει να θυμηθούμε ότι τα μέλη της Επιτροπής που θα έδινε τα βραβεία και για πρόεδρο είχε τον Στρατή Μυριβήλη, ήταν η Κατίνα Παξινού, η Ελένη Βλάχου, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Πέτρος Χάρης της «Νέας Εστίας», ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης, ο Σπύρος Σκούρας, ο Νάσος Μπότσης, εκδότης της «Απογευματινής», ο Γιάννης Βελλίδης της «Μακεδονίας», που δεν ήξερε πώς να μας περιποιηθεί, έτοιμος να μας φέρει μέχρι και ναργιλέδες από το παραδοσιακό καφενείο «Ποσειδώνας», η Λένα Σαββίδου, αδελφή του Χρήστου Λαμπράκη, ο Πύρρος Σπυρομήλιος, πρόεδρος τότε του ΕΙΡ, που ήταν και ο εμπνευστής του Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, ενώ δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον πραγματικά αξιόλογο Παύλο Ζάννα που υπήρξε η ψυχή της εκδήλωσης στα πρώτα της χρόνια.

Όπως και να είχε όμως το πράγμα, όλο εκείνο το «πανηγύρι», γιατί για «πανηγυράκι» επρόκειτο, είχε τη σημασία του για τη βιομηχανική όψη που αποκτούσε ο ελληνικός κινηματογράφος, για τον οποίο όμως και πάλι το κράτος, κατά τη συνήθειά του, χωρίς τίποτα να δίνει, ήξερε μόνο να παίρνει, μέχρι και μερίδιο από τα εισιτήρια των κινηματογράφων για την Πρόνοια της Βασίλισσας, διότι ως προνοητική βασιλομάνα έπρεπε να φροντίζει και για τις προίκες των κοριτσιών της. Μήπως έτσι θα την έπαιρνε ο διάδοχος του ισπανικού θρόνου τη Σοφία μας, χωρίς δεύτερο βρακί στο συρτάρι της; Ούτε έπρεπε βέβαια να μας περάσουν για λιγούρια τα συμπεθέρια εκεί στη Μαδρίτη.

Και με μοναδική εξαίρεση, να το πούμε κι αυτό, τον Νίκο τον Μάρτη, που ως υπουργός Βιομηχανίας έδειχνε αδυναμία και ενδιαφέρον για τον ελληνικό κινηματογράφο και από τότε ως τώρα, κάθε φορά που τον βλέπω, «Θυμάσαι;» με ρωτάει, «Θυμάμαι», του λέω και πάμε στα σπίτια μας, χορτάτοι από τις αναμνήσεις μας.

49 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ
(…και αντέχουν ακόμα,
χωρίς… χειρουργικές
επεμβάσεις!)

Πριν από 49 χρόνια, οι ελληνικές ταινίες που ξεχώρισαν και βραβεύθηκαν στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου ήταν πρώτα πρώτα η «Μανταλένα» του Γιώργου Ρούσσου για το σενάριο. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη πήρε το Α΄ βραβείο καλύτερης πρωταγωνίστριας για την ίδια ταινία και ο Παντελής Ζερβός το Α΄ βραβείο καλύτερου Β΄ ανδρικού ρόλου.

Ο Νίκος Κούνδουρος βραβεύτηκε για τη σκηνοθεσία του στην ταινία «Το ποτάμι», αλλά η προβολή της αντιμετώπισε προβλήματα επειδή η παραγωγός του Τσέλι Ουίλσον επέμενε σε μια δική της άποψη, με αποτέλεσμα να μείνει «Το ποτάμι» για μεγάλο χρονικό διάστημα… εκτός ροής!

Ο Δημήτρης Χορν πήρε το πρώτο βραβείο ανδρικής ερμηνείας στην ταινία «Μια του κλέφτη». Το βραβείο μουσικής δόθηκε στον Μάνο Χατζιδάκι για «Το ποτάμι» και βραβείο καλύτερης φωτογραφίας στον Αριστείδη Καρύδη Φουκς για την ταινία «Έγκλημα στα παρασκήνια» και βραβείο Β΄ γυναικείου ρόλου στη Ζωρζ Σαρρή για την ίδια ταινία.

Η έκπληξη όμως εκείνης της χρονιάς ήταν η εμφάνιση ενός νέου σκηνοθέτη, που δυστυχώς έφυγε από κοντά μας πολύ νωρίς, του Τάκη Κανελλόπουλου, που με τη μικρού μήκους ταινία του «Μακεδονικός γάμος» κέρδισε όχι μόνο το 1ο βραβείο, αλλά συγκέντρωσε ομόφωνους επαίνους τόσο από το κοινό όσο και από τον Τύπο.

Τα μεγάλα ξεφωνητά του εξώστη άρχισαν μερικά χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια κυρίως της χούντας, και ήταν μια μορφή αντίστασης κι αυτά, ένας έξυπνος και αποτελεσματικός τρόπος διαμαρτυρίας και κραξίματος για τους επίσημους εκπροσώπους εκείνης της εξουσίας που έσπευδαν να στρωθούν οικογενειακώς στα θεωρεία των προβολών, παρά αποδοκιμασία για τις ίδιες τις ταινίες, που έκαναν οι καημένες ό,τι μπορούσαν για να δικαιολογήσουν τη φεστιβαλική τους παρουσία. Και εδώ, βέβαια, θα διαφωνήσω με όλους εκείνους που τόσα χρόνια κατηγορούσαν και δεν έχαναν ευκαιρία για να το ειρωνευτούν.

Μπορεί πολλά να ήταν τα λάθη του και αφελείς οι χειρισμοί του, μπορεί σιγά σιγά να έχασε και να έπεσε στη «διατίμηση», μπορεί και να έβγαινε και πολύ γέλιο (μήπως και στα ξένα δεν βγαίνει;), μπορεί ακόμα να υπάρχει και η παρασκηνιακή δράση, αν και όσες φορές έτυχε να βρεθώ σε προκριματικές και κριτικές επιτροπές κάτι τέτοιο δεν το είδα.

Η ουσία όμως είναι ότι εκείνα τα θρυλικά Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης μόνο ζημιά δεν έκαναν. Αντίθετα, ήταν ένα φιλί της ζωής σʼ έναν φιλάσθενο κινηματογράφο που κινδύνευε από ώρα σε ώρα να πάει από έμφραγμα ή ανακοπή και να λέμε «πάλι καλά που άντεξε με τα όσα έχει τραβήξει ως τώρα» και όσο για την «τουρλού-τουρλού» διεθνή του ταυτότητα των τελευταίων χρόνων, καλύτερα να μην έχω άποψη για να μη στενοχωρηθούμε, χρονιάρα μέρα σήμερα. Ευχές μονάχα για μακροημέρευση.

ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ
ΣΑΛΟΝΙΚΙΟ…
(…γνωστό και μη εξαιρετέο!)

Με τους κωμικούς μας τα πήγαινα πάντα καλά. Με μερικούς μάλιστα ιδιαιτέρως καλά, ίσως γιατί τους γνώρισα από το ξεκίνημά τους, ίσως και γιατί μπορεί να βοήθησα στο ανέβασμά τους, όπως η περίπτωση που έχει κι αυτή σχέση με τη Θεσσαλονίκη, που έχει απόψε κι αυτή το φινάλε της, με τις μεγαλεπήβολες όπως πάντα υποσχέσεις.

Ήταν τότε που έκανα τη θητεία μου στο Γ΄ Σώμα, όπως το είπα και πριν, «ηρωικά μαχόμενος» στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων, αρχές της δεκαετίας του ʼ50, έχοντας την ευθύνη του ψυχαγωγικού προγράμματος και που αυτό εσήμαινε ότι έπρεπε να ετοιμάζω 10 με 12 εκπομπές την εβδομάδα και μέσα σ’ αυτές και μια θεατρική κωμωδία της μιας ώρας για τα βράδια της κάθε Κυριακής. Την έγραφα και τη σκηνοθετούσε ένας πολύ άξιος σκηνοθέτης, ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης, που είχε και μια δραματική σχολή και την έπαιζαν τοπικοί ηθοποιοί, όπως ο Ιάκωβος Λεβησιάνος, ο Βασίλης Γκόμπης, ο Γιώργος Κάππης, που δυστυχώς μας έφυγε πολύ νωρίς και μέσα σε όλους. Στο ξεκίνημά του ήταν τότε και ο πολύ ικανός κονφερανσιέ Άλκης Στέας, που κι αυτός βιάστηκε να μας εγκαταλείψει, κολλητός από τότε με τον εκκολαπτόμενο συγγραφέα, τον Λάκη Μιχαηλίδη, που τότε είχε φιλοδοξίες πρωταγωνιστή, αλλά… δεν του βγήκε, επειδή ο συγγραφικός του οίστρος ήταν ισχυρότερος!

Σε μια από αυτές τις ραδιοφωνικές εκπομπές, μου λέει μια μέρα ο Άλκης Στέας:

«Να φέρω ένα νέο παιδί που πάει στη Σχολή της Αγγελικής Τριανταφυλλίδη;».

(Ήταν η θεατρική σχολή που προανέφερα και που την είχε με τον άντρα της και σκηνοθέτη μας.)

«Και ρωτάς;» του λέω. «Αφού βλέπεις τι ανάγκη έχουμε…». (Τόση ανάγκη που πολλές φορές οι λίγοι ηθοποιοί έκαναν από δυο και τρεις φωνές, εκτός από τον Στέα που έκανε και… τέσσερις.) Την άλλη μέρα τον έφερε. Ήταν νεαρούλης, δύο, άντε τρία χρόνια πιο μικρός από μένα, σβέλτος, με έξυπνα γαλανά μάτια και μʼ ένα κάπως περίεργο τρόπο στην ομιλία του. Μιλούσε δηλαδή λίγο γρήγορα, σχεδόν λαχανιασμένα και κάπως μπερδεμένα, χωρίς όμως να χάνεις λέξη από αυτά που έπρεπε να πει. Του έδωσα έναν ρόλο, κάποιου «Τσαλακουβέρτα», που το όνομα το είχα δανειστεί από έναν φαντάρο των Διαβιβάσεων που υπηρετούσαμε μαζί και που γελούσα και μόνο που το άκουγα.

«Τσαλακουβέρτας θα λέγομαι στο έργο;» μου λέει ο καινούργιος. «Έτσι θα συστήνομαι;».

«Ναι, του λέω, Τσαλακουβέρτας».

Τον είδα που πήρε το κείμενο, πήγε σε μια άκρη και άρχισε να το μελετάει προσπαθώντας μόνος του να αξιοποιήσει το αστείο όνομά του και όταν σε λίγο ήρθε να κάνει πρόβα, το είχε καταφέρει. Όταν δηλαδή έπρεπε να πει το όνομά του, το άρχιζε δήθεν τραυλίζοντας: «Τσα… τσα… τσα… Τσαλακουβέρτας, όπως χορεύουμε και τσα-τσα-τσα».

Και συγχρόνως με το «τσα-τσα-τσα» έκανε και μια χαριτωμένη φιγουρίτσα. Ήταν η προσθήκη του, ενώ με κοίταξε ανήσυχος για την πρωτοβουλία του, αφού όμως ήταν χαριτωμένη, γιατί να του την έκοβα; Αντί για απάντηση, του είπα μονάχα: «Την Κυριακή βγαίνουμε στον αέρα, αλλά να ξαναρθείς για πρόβα, μη χαθείς».

«Να χαθώ; Αστειεύεσαι; Πού με χάνεις, πού με βρίσκεις, εδώ θα ξημεροβραδιάζομαι».

«Το όνομά σου, για να το πούμε στην εκφώνηση;».

«Το δικό μου; Θα πείτε και τʼ όνομά μου;».

«Και βέβαια. Αφού θα παίξεις». Καταχάρηκε.

«Με λένε Κώστα Βουτσά».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1953, όταν ο Κώστας Βουτσάς κατέβηκε στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στην Επιτροπή Αδείας Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού, ήρθε και με βρήκε, μήπως και ήξερα κανένα από τα «υψηλά πρόσωπα» της Επιτροπής. Γνώριζα μερικούς, έτρεξα. Τους παρακάλεσα, μεταξύ των οποίων και τον Κώστα Κουσούρη, που ήταν και πρόεδρος της Επιτροπής και το ίδιο βράδυ που ο Βουτσάς πέρασε από την επιτροπή, έτρεξα να δω τον Μουσούρη (που τότε έπαιζε το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ») για να μάθω τι έγινε.

Τον θυμάμαι που με κοίταξε σαν να έβγαινε από μεγάλη αγγαρεία καθώς ξεντυνόταν από την παράσταση, και μου είπε: «Και αυτόν τον Βουτσά τον περάσαμε τελικά, αλλά αν είναι φίλος σου, πες του, βρε παιδί μου, να κοιτάξει για καμιά άλλη δουλειά, γιατί μʼ αυτήν την άρθρωση, δεν έχει καμιά ελπίδα για το θέατρο…».

Με την ευκαιρία που και το Φεστιβάλ κλείνει απόψε μισό αιώνα, του λέω τη συμβουλή του Κώστα Μουσούρη, με κάποια… καθυστέρηση βέβαια, ποτέ όμως δεν είναι αργά για να φροντίσει για το μέλλον του.

***
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
(…για όποιον τη θυμάται ακόμα)

Ήταν τότε πολύ όμορφη η Θεσσαλονίκη. Την είπαν «πόλη ερωτική» και δεν μπορεί κανένας να διαφωνήσει, ανάλογα βέβαια και με το πώς καθορίζει αυτήν την ερωτική σχέση. Με τις προσωπικές του σχέσεις ή μʼ εκείνη τη ζεστή παρουσία μιας πόλης απλωμένης δίπλα στη θάλασσα, σαν μια μεγάλη αγκαλιά που αρχίζει από το παλιό λιμάνι και φτάνει μέχρι πέρα στο Μικρό Καραμπουρνάκι, μια πόλη που θέλει να σε πάρει κοντά της, κτήμα της μήτρας της, ίδια με εγωίστρια ερωμένη που επιμένει να σʼ έχει αποκλειστικό εραστή της, απομυζώντας τον ίμερο μιας νεανικής ασυγκράτητης επιθυμίας.

Την πρόλαβα τότε που δεν είχε γίνει ακόμα ο παραλιακός της δρόμος, πριν οι σοφοί εγκέφαλοι της ρυμοτομίας χαράξουν τους μπακλαβάδες της κυκλοφορίας και πριν η επίθεση του τσιμέντου τής στερήσει τετράγωνο με τετράγωνο και σοκάκι με σοκάκι τη δική της προσωπικότητα, με τα παλιά ακόμα κτίρια στη Διαγώνιο, στην παραλία του Λευκού Πύργου, στην Πλατεία Αγίας Σοφίας και τα παλιά αρχοντικά του Άι-Δημήτρη, και την κάνει κι αυτή μια τερατούπολη, όπως και την Αθήνα.

Συμπρωτεύουσα, συμπάσχουσα, συνασφικτιούσα και συνυπερτασική! Αξέχαστα εκείνα τα χρόνια, αρχές της δεκαετίας του ʼ50, που βρέθηκα και έζησα για αρκετό καιρό στη Θεσσαλονίκη, κάνοντας τη θητεία μου και δουλεύοντας συγχρόνως στην απογευματινή της εφημερίδα, τη «Νέα Αλήθεια», όπως και αξέχαστες οι ευκαιρίες που μου δόθηκαν να γνωρίσω τόσους σημαντικούς ανθρώπους της μακεδονίτικης πνευματικής ζωής, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Γιώργο Βαφόπουλο, τον Γιώργο Κιτσόπουλο, τον Γιώργο Δέλιο, τον ευγενικό Νίκο Μπακόλα, τη Βάσω Δεβετζή, πιστή φίλη της Μαρίας Κάλλας, τη Ζωίτσα Καρέλη, τον Πόντιο θεατρικό συγγραφέα Φίλωνα Κτενίδη, τον Ηλία Κύρου, τον Τάκη Μαρινάκι, τον ζωγράφο Πολύκλειτο Ρέγκο, τον Πέτρο Τόσκα, τον πολιτικό αρθρογράφο της «Νέας Αλήθειας» Αντώνη Θεοδωρίδη, τους Μοσχίδηδες, τον ζωγράφο Παύλο και τον ηθοποιό Γιώργο, τον ιδιαίτερα αγαπητό μου Πάνο Θασίτη που ο πρόσφατος θάνατός του με λύπησε ιδιαίτερα. Τόσους έξοχους ανθρώπους που μου γνώρισαν την άλλη γεύση των δημιουργών, οι περισσότεροι κλεισμένοι στον εαυτό τους, χωρίς την ψεύτικη μεγαλοσχημοσύνη της δήθεν ελιτίστικης Αθήνας, αλλά και τόσο ανοιχτούς σʼ αυτούς που καταλάβαιναν ότι τους αγαπούσαν και μοιράζονταν τα προβλήματά τους.


Σχολιάστε εδώ