Η ιστορία της Σωτηροπούλου

Δεκαέξι κλήροι είχαν μείνει αδιάθετοι, καθώς τα χαρτιά ισάριθμων αρχικά επιλεγμένων είχαν κριθεί τελικά ανεπαρκή για τους παραχωρηθούν τα οικόπεδα. Οι «ριγμένοι» αποφάσισαν να τα διεκδικήσουν δικαστικά με τη βοήθεια της Σωτηροπούλου, η οποία είχε τη φήμη καλής δικηγόρου σε παρόμοιες υποθέσεις, ενώ παράλληλα διέθετε και τις απαραίτητες προσβάσεις στα συστήματα εξουσίας.

Η Σωτηροπούλου είχε πιστέψει ότι οι πελάτες της «θα εύρισκαν το δίκιο τους» και θα αποκτούσαν τους πολυπόθητους τίτλους κυριότητας των οικοπέδων, πράγμα που θα απέφερε και σε αυτήν σημαντική αμοιβή. Έφαγε τα μούτρα της, χωρίς να καταλάβει αρχικά το γιατί.

Όπου και να πήγαινε εύρισκε κλειστές πόρτες, παρελκυστική τακτική και διαρκή εμπόδια.

Μόλις μάλιστα έμαθε ότι τα οικόπεδα που διεκδικούσαν οι πελάτες της δόθηκαν στη Μονή Βατοπεδίου για ανταλλαγή, κυριολεκτικά τρελάθηκε. Μελετώντας τα επίσημα έγγραφα -που με μεγάλο κόπο κατάφερνε να αποκτά- διαπίστωσε σειρά παρατυπιών. Κατά τη γνώμη της η απόφαση παραχώρησης των οικοπέδων στη Μονή ήταν άκυρη για νομικούς λόγους (δεν είχαν δημοσιευτεί κάποιες αποφάσεις στα ΦΕΚ και εν πάση περιπτώσει είχαν γίνει γραφειοκρατικές ακροβασίες προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό για την ΚΕΔ αποτέλεσμα). Μη έχοντας αντιληφθεί ότι είχε μπλέξει σε ένα «μεγάλο κόλπο» και πως η Μονή είχε «υψηλές πλάτες», προσπάθησε να βρει το δίκιο της στον νομάρχη, θεωρώντας έως τότε ότι τα οικόπεδα χάνονται λόγω των επιλήψιμων -κατά τη γνώμη της- χειρισμών των επικεφαλής της διεύθυνσης πολιτικής γης της νομαρχίας (διευθυντής Βόλης και προϊστάμενος αντινομάρχης Μπίκος).

Με τη μεσολάβηση της παιδικής της φίλης (μαζί μεγάλωσαν στο Καραμπουρνάκι), γνωστής Νεοδημοκράτισσας Ντίνας Κάνου, επισκέφτηκε τον νομάρχη για να του αποκαλύψει τις παρατυπίες των υφισταμένων του και να πετύχει την υπέρ της παρέμβασή του. Τότε διαπίστωσε ότι η υπόθεση είναι οριστικά χαμένη, καθώς η Μονή έχει υψηλή προστασία. (Δεν έχει σημασία και δεν μπορεί να αποδειχτεί αν ο Ψωμιάδης της είπε για Καραμανλή -θέλοντας να την αποθαρρύνει τελείως- ή απλώς της περιέγραψε την απαγορευτική γι’ αυτήν κατάσταση).

Αυτό που είναι γεγονός είναι πως η Σωτηροπούλου ενημέρωσε τους πελάτες της για τις δυσκολίες της διεκδίκησής τους. Τους είπε ότι ο νομάρχης της μίλησε για επιθυμία του πρωθυπουργού, αλλά τους είπε και ότι νομικά έχουν ελπίδες, καθώς οι διατάξεις είναι με το μέρος τους. Κάποιοι από τους διεκδικητές (που αρκετοί απ’ αυτούς κάθε άλλο παρά… ακτήμονες ήταν…) παραιτήθηκαν περαιτέρω διεκδίκησης.

Η Σωτηροπούλου -ως εντολοδόχος των πελατών που της απέμειναν- επέμενε πεισματικά με εφέσεις και νέες μηνυτήριες αναφορές, χρησιμοποιώντας δηλαδή κάθε ένδικο μέσο που είχε στη διάθεσή της. Παράλληλα, με ανώνυμες επιστολές της -ας μη με διαψεύσει- κοινοποίησε σε βουλευτές και κόμματα της αντιπολίτευσης υπομνήματα και στοιχεία για την υπόθεση, αφήνοντας υπονοούμενα για σκάνδαλο με τη συμμετοχή της κυβέρνησης.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, κάπου τότε άρχισε να δέχεται πιέσεις και απειλές για την ίδια και τα παιδιά της. Αυτό που κατάφερα να «καρατσεκάρω» είναι πως η Σωτηροπούλου τότε (αρχές καλοκαιριού του 2007) ζήτησε παρέμβαση στην υπόθεση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (επί προεδρίας Γαρούφα στο ψηφοδέλτιο του οποίου μετείχε και η ίδια).

Τον Ιούλιο του 2007 ο ΔΣΘ συζήτησε το θέμα και εξέδωσε ομόφωνα μια σκληρή πράγματι απόφαση στην οποία μιλούσε για σκάνδαλο, επισημαίνοντας σειρά παρατυπιών στην παραχώρηση των οικοπέδων της Νέας Ραιδεστού, αλλά και των δεκάδων της περιοχής της Μίκρας που είχαν στο μεταξύ αποκαλυφτεί.

Χτύπησε ψηλά και κάηκε

Μετά την ανάδειξη του σκανδάλου Βατοπεδίου στην κορυφή της πολιτικής επικαιρότητας και τις τεράστιες διαστάσεις που αυτό πήρε, η Σωτηροπούλου, θεώρησε ότι είχε την ύστατη ευκαιρία να κερδίσει την υπόθεση. Επέλεξε να εισέλθει ορμητικά στο προσκήνιο και να συγκεντρώσει επάνω της τα φώτα της δημοσιότητας και την προσοχή της κοινής γνώμης, εκτιμώντας πως κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε υπέρ της, τόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση -των οικοπέδων της Ραιδεστού- όσο και γενικότερα.

Παρασυρόμενη από τη λάμψη της δημοσιότητας και το πρωτόγνωρο γι αυτήν ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, αποφάσισε να «παίξει τα ρέστα της», «βάζοντας στο κάδρο» δύο, μεγάλους για το επίπεδό της, παίκτες: Τον Παναγιώτη Ψωμιάδη και τον πρωθυπουργό. Για να στηρίξει τα λεγόμενά της βασίστηκε μάλιστα και στον λόγο που -κατά δήλωσή της- της είχε δώσει η φίλη της Ντίνα Κάνου, η οποία είχε μεσολαβήσει στο κλείσιμο του ραντεβού με τον Ψωμιάδη και ούσα παρούσα σε αυτό θα βεβαίωνε τις αναφορές του νομάρχη σε επιθυμία του πρωθυπουργού.

«Πού πας καημένε Καραμήτρο», που λέει και το γνωστό ανέκδοτο, με αποτέλεσμα η Σωτηροπούλου να βρεθεί στον πάτο του βαρελιού, μετατρεπόμενη εν μια νυκτί από κατήγορος σε κατηγορούμενη.

Το «σύστημα» αντέδρασε βίαια και ταχύτατα. Το βίντεο με τον εκβιασμό του συμβίου της βγήκε στον αέρα δέκα λεπτά μετά την κατάθεσή της στην Εξεταστική Επιτροπή, κάνοντας σμπαράλια την αξιοπιστία και τα επιχειρήματά της, ενώ την άλλη κι όλας ημέρα εκλήθη από τον Εισαγγελέα να καταθέσει ως εν δυνάμει κατηγορούμενη για εκβίαση.

Η νέα αποκάλυψη -αναφέρομαι στο επίμαχο βίντεο- αξιοποιήθηκε δεόντως από την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της, οι οποίοι βρήκαν στην ιστορία μια άριστη ευκαιρία για αντιπερισπασμό και στήριξη της υπερασπιστικής τους γραμμής ότι: «η αντιπολίτευση στήνει μάρτυρες για να βλάψει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση».

Τελευταία ελπίδα της Σωτηροπούλου για να στηρίξει την αξιοπιστία της ήταν η κατάθεση της φίλης της Κάνου. Η Κάνου, γνωστή Νεοδημοκράτισσα της Καλαμαριάς και ακόμη γνωστότερη στη νυχτερινή Θεσσαλονίκη ως χορεύτρια σε πίστες και τραπέζια με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Αζέλ (ακόμη λένε για τις επισκέψεις της σε εφημερεύοντα νοσοκομεία του Φοίνικα…), δεν επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς της… φίλης της. Πώς να τα βάλει με τον Ψωμιάδη που αγρίεψε απειλώντας θεούς και δαίμονες, πώς να τα βάλει και με τον Καραμπέρη που την ξέρει -το παραδέχτηκε στην Εξεταστική Επιτροπή- ως χορεύτρια στα μαγαζιά του. Μύλος…


Σχολιάστε εδώ