Ασύδοτη η τραπεζική αγορά

Μέχρι να γίνει αυτό προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους, ειδικά με τη ληστρική και αυθαίρετη καταχρέωση των πελατών και των συναλλασσομένων με αυτές, να πιέσουν για μεγαλύτερα οφέλη. Το κακό όμως συνεχίζεται. Οι απλοί πολίτες βογκούν καθημερινά από τις αυθαιρεσίες των τραπεζιτών και δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι. Το υπουργείο Ανάπτυξης αποφάσισε, έστω και καθυστερημένα, να τραβήξει τα λουριά των τραπεζιτών, αλλά οι τράπεζες είναι κράτος εν κράτει και προσπαθούν με κάθε τρόπο να περάσουν το δικό τους. Έτσι την κρίση που αυτές κυρίως προκάλεσαν προσπαθούν να τη μεταθέσουν στους απλούς καταναλωτές.

Τι κάνει όμως η Τράπεζα της Ελλάδος, που είναι η εποπτική αρχή των τραπεζών; Δυστυχώς, η Εποπτεία είναι πελαγωμένη και ξεχαρβαλωμένη. Τρέχει να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, όσα δεν είχε θεσπίσει και δεν είχε προβλέψει από πολλά χρόνια, αλλά η κατάσταση δεν γιατρεύεται εύκολα. Η Τράπεζα της Ελλάδος τώρα φαίνεται πόσο γυμνή είναι απέναντι στην οργανωμένη ασυδοσία και τα καρτέλ των τραπεζών. Όχι μόνο είναι ανεπαρκής η εποπτεία, αλλά και oi επιτόπιοι έλεγχοι στις τράπεζες δεν γίνονται μεθοδικά και οργανωμένα με συνέπεια οι τελευταίες να χλευάζουν και να μην παίρνουν υπόψη τους σοβαρά την Εποπτική Αρχή.

Για να υπογραμμίσουμε εντονότερα την αποδιοργάνωση και την ευκαιριακή αντιμετώπιση των εποπτικών πραγμάτων αρκεί να αναφέρουμε το εξής: Επί πολλά χρόνια (από τότε που έγινε διευθυντής στη Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος ο Π. Κυριακόπουλος) υπάρχει η ενός ανδρός αρχή, χωρίς συγκεκριμένες και διακριτές αρμοδιότητες και ευθύνες. Με την αλλαγή της διοίκησης της τράπεζας κυκλοφόρησε η εγκύκλιος 475 στις 4 Αυγούστου του 2008 με την οποία υπήχθησαν υπηρεσιακές μονάδες της διεύθυνσης στη δικαιοδοσία 9 υποδιευθυντών. Στην ουσία δηλαδή δόθηκε δουλειά σε υποδιευθυντές που είχε βάλει στο περιθώριο ο Κυριακόπουλος και ασκούσε καισαρική διαχείριση, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν. Τι έγινε όμως μετά την ανάθεση αρμοδιοτήτων στους υποδιευθυντές; Απολύτως τίποτα. Εξακολουθεί και ασκεί με τον ίδιο τρόπο το μάνατζμεντ και οι υποδιευθυντές είναι απλώς τιτουλάριοι. Και όχι μόνο αυτό. Επιδιώκει να ελέγξει και τη διάδοχη κατάσταση, έτσι ώστε να μην αποκαλυφθούν οι ανεπάρκειες, οι ευθύνες ή οι σκοπιμότητες του εποπτικού παρελθόντος και της εποπτικής λειτουργίας, τα λάθη, τα κενά, οι παραλείψεις, οι εγκληματικές ελλείψεις. Έτσι προσπαθεί να χρίσει διάδοχό του τον «κουμπάρο» του Γιάννη Μέργιανο, ο οποίος έχει προκλητικά προωθηθεί από τον Κυριακόπουλο χωρίς αξιοκρατική αξιολόγηση και χωρίς να γνωρίζει καμία ξένη γλώσσα.

Αυτή είναι η εικόνα εποπτικής αρχής που υποτίθεται ότι θέλει να ελέγξει την εξειδικευμένη τραπεζική αγορά. Γι’ αυτό η ανταπόκριση στις ανάγκες και στις απαιτήσεις της εποχής δεν είναι η δέουσα. Αυτό, καθώς και την ανάγκη της ενίσχυσης της εποπτικής δραστηριότητας της τράπεζας διείδε από την πρώτη στιγμή ο νέος διοικητής και μάλιστα υποσχέθηκε ότι θα έχει άμεση επικοινωνία με τη νευραλγική αυτή διεύθυνση, κάτι που δεν έγινε ακόμα δυνατό λόγω των έκτακτων και σημαντικών γεγονότων της συγκυρίας.

Οι ανεπάρκειες της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνονται και σε έναν άλλον τομέα που αφορά την πρόληψη ξεπλύματος χρήματος. Και εδώ παρακολουθεί τα γεγονότα σαν απαθής θεατής, χωρίς να οργανώνει σωστούς ελέγχους για το πώς εφαρμόζουν οι τράπεζες την κείμενη νομοθεσία. Τώρα ετοιμάζεται να επιβάλει κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρήματος σε υποκαταστήματα ελληνικών τραπεζών που δραστηριοποιούνται στην Αλβανία, ενώ εδώ έχουν στήσει πάρτι οι ξεπλυματίες, όπως τελευταία ο Εφραίμ και η παρέα του. Εκατομμύρια ευρώ διακινήθηκαν μέσω τραπεζικών λογαριασμών και με αδιαφανή τρόπο για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της Μονής Βατοπεδίου και της πολιτικής εξουσίας και η Τράπεζα της Ελλάδος διαβάζει τις ειδήσεις από τον Τύπο και θεάται απαθώς την πραγματικότητα. Αντί να ελέγξει τις τράπεζες που εμπλέκονται στη διακίνηση βρώμικου χρήματος περιμένει την εντολή της αρμόδιας επιτροπής ή των δικαστικών αρχών. Η δουλειά της όμως είναι και αυτόνομη και συγκεκριμένη. Και οι τράπεζες θα πρέπει να τηρούν αυστηρά τη νομοθεσία για την πρόληψη του ξεπλύματος χρήματος και να ελέγχονται αυστηρά από την Εποπτική Αρχή (αν φυσικά λειτουργεί σωστά μια τέτοια Αρχή).


Σχολιάστε εδώ