G20: ΣΥΝΟΔΟΣ ΜΕΙΩΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ

Τα γκρίζα σύννεφα είχαν συγκεντρωθεί εδώ και μέρες, καθώς η διάσταση απόψεων των σημαντικότερων ηγετών είχε γίνει γνωστή πολύ πριν φτάσουν στην αμερικανική πρωτεύουσα, προδιαγράφοντας ότι καμιά ουσιαστική απόφαση δεν πρόκειται να ληφθεί.

Η αλήθεια είναι ότι ο πήχης είχε σηκωθεί αρκετά ψηλά, από τη στιγμή που η Σύνοδος των 20 πλουσιότερων χωρών του κόσμου περιγράφηκε ως Μπρέτον Γουντς ΙΙ, παραπέμποντας ευθέως στην ιστορική συμφωνία που υπογράφηκε το 1944 και η οποία έθεσε τα θεμέλια του διεθνούς οικονομικού συστήματος κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η συμφωνία που υπογράφτηκε όμως στη μικρή πόλη του Νιου Χαμσάιρ, έναν χρόνο πριν τελειώσει ο πόλεμος, ήταν καρπός χρονοβόρων διαβουλεύσεων που διήρκεσαν δύο ολόκληρα χρόνια, αποτέλεσμα της συμφωνίας 44 κρατών, ενώ στο τελικό στάδιο της υπογραφής συμμετείχαν 700 τεχνοκράτες – εκπρόσωποι κρατών!

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το Μπρέτον Γουντς (που καθιερώνοντας το δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα και ιδρύοντας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα ως χωροφύλακες της νέας οικονομικής τάξης, δεν είναι και τόσο άμοιρο ευθυνών για το σημερινό χάος) εξέφραζε έναν εξαιρετικά σαφή συσχετισμό δυνάμεων: Την προγενέστερη υποχώρηση της βρετανικής ισχύος, που στο φόντο του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου μετετράπη σε συντριβή, και την αμερικανική παντοδυναμία, που ήρθε να καλύψει το κενό ηγεσίας στον δυτικό κόσμο. Κατʼ επέκτασιν, το Μπρέτον Γουντς δεν αποτελούσε προϊόν συναίνεσης, όπως συχνά υποστηρίζεται, αλλά αποτέλεσμα επιβολής.

Φιάσκο το Μπρέτον Γουντς ΙΙ

Η Σύνοδος, αντίθετα, που ξεκίνησε χθες διεξάγεται στο στάδιο, αν όχι της μετάβασης σε κάτι νέο, τουλάχιστον μιας καθολικής αμφισβήτησης της αμερικανικής ηγεμονίας. Το μόνο σημείο στο οποίο φάνηκε να συμφωνούν μέχρι στιγμής οι αμερικανοί και οι ευρωπαίοι ηγέτες που έλαβαν την πρωτοβουλία στο απόγειο της κρίσης ήταν η διεύρυνση του πάνελ και η συμμετοχή σε αυτό των ηγετών αναδυόμενων μεν, πανίσχυρων δε, χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Έτσι, το G20, πέραν των επτά πλουσιότερων βιομηχανικών χωρών –ΗΠΑ, Αγγλία, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία, του G7 δηλαδή– περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών με μία ψήφο και 12 ακόμη χώρες: Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Μεξικό, Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Νότια Αφρική, Νότια Κορέα και Τουρκία. Ο μεγάλος αριθμός των συμμετεχόντων δεν αποτελεί, ωστόσο, το εμπόδιο για να υπάρξει μια συμφωνία – αρκεί να δει κανείς τον υπερδιπλάσιο αριθμό των συμμετεχόντων στο Μπρέτον Γουντς.

Η αιτία της ασυμφωνίας έγκειται στα διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα αυτών που συμμετέχουν, παράλληλα με την ανυπαρξία ενός κέντρου ισχύος που θα μπορούσε να επιβάλει μια συνισταμένη αυτών των συμφερόντων. Αξίζει να δούμε ορισμένες από αυτές τις διελκυστίνδες. Είναι πρώτʼ απʼ όλα μεταξύ των ΗΠΑ και όλων των υπόλοιπων χωρών, με επίκεντρο την απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας αναθεωρήσει μια σχετικά αυτοκριτική στάση που υιοθέτησαν τις μέρες που η κρίση κορυφωνόταν, εμφανίζονται αμετακίνητες στη θέση τους να μην επιτρέψουν κανενός είδους έλεγχο ή ρύθμιση των αγορών τους. Ενδεικτικό στοιχείο για την απροθυμία τους να υπαγάγουν τις αγορές και τις επιχειρήσεις τους σε κάποιο πλαίσιο εποπτείας ανάλογο αυτού που ισχύει για τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, είναι η ακόλουθη αποκαλυπτική είδηση που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του γερμανικού περιοδικού «Σπίγκελ»:

«Το ΔΝΤ, που από την εποχή της ασιατικής κρίσης εξετάζει προσεκτικά τις χώρες για να εκτιμήσει τη σταθερότητα των οικονομικών τους συστημάτων, εκλιπαρούσε για χρόνια να του επιτραπεί να κάνει τη δουλειά του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικοί ερευνητές του ΔΝΤ ξεροστάλιαζαν για να πάρουν συνεντεύξεις από στελέχη τραπεζών, να πραγματοποιήσουν επίσκεψη στην κεντρική τράπεζα και να υποβάλουν τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία στο λεγόμενο stress test. Ο υπουργός Οικονομίας Χένρι Πόλσον τελικά συμφώνησε, υπό μία όμως προϋπόθεση: Η τελική έκθεση να μην παρουσιαστεί μέχρι να μπει το 2009, αφότου δηλαδή παραδώσει η κυβέρνηση του Μπους»!

Αμερικανική αλαζονεία

Η απαίτηση των Αμερικανών να είναι η οικονομία τους η μοναδική στον κόσμο που δεν υπόκειται σε κανέναν διεθνή έλεγχο είναι σκανδαλώδης και προκλητική, γιατί ακριβώς εκεί, στην υπερανεπτυγμένη και σκοτεινή όπως αποδεικνύεται αμερικανική αγορά, βρίσκεται το επίκεντρο των πιο καταστρεπτικών οικονομικών δονήσεων. Τα τείχη που υψώνουν, επομένως, διαιωνίζουν τους κινδύνους και καθιστούν αδύνατη την πρόβλεψη και την έγκαιρη λήψη μέτρων στην περίπτωση που σκάσει μια νέα βόμβα στα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι καθόλου υποθετικό, με τις πιστωτικές κάρτες και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου (credit default swaps) να συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες για να υποδεχτούν την αγορά ενυπόθηκων δανείων στον χορό των χρεοκοπιών.

Το πρόβλημα με τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου, που εξασφαλίζουν τους αγοραστές τους από πιθανή χρεοκοπία ή παύση πληρωμών (αρχικά τουλάχιστον, γιατί στη συνέχεια γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους αντικείμενο αλλεπάλληλων κερδοσκοπικών αγοραπωλησιών) είναι ότι διαπραγματεύονται σε ιδιωτική βάση, εκτός δηλαδή χρηματιστηρίου ή κάποιας άλλης θεσμοθετημένης, επίσημης αγοράς. Κατά συνέπεια, παρότι υπάρχουν εκτιμήσεις για το ύψος τους (που έφθασε τα 62 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2007, ίσο δηλαδή με το παγκόσμιο ΑΕΠ, ενώ πριν δέκα χρόνια ήταν σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα), κανείς δεν ξέρει να ορίσει το ακριβές ποσόν τους.

Σε περίπτωση δηλαδή που αρχίσουν να καταρρέουν σαν ντόμινο, θα συμβεί ό,τι συνέβη και με τα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια, που κανείς δεν μπορούσε να εκτιμήσει την πραγματική τους αξία, με αποτέλεσμα ο ίδιος ο πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας πέρυσι το καλοκαίρι να εκτιμάει την αξία τους στα 50 δισ. δολάρια, όταν η πιο πρόσφατη εκτίμηση του ΔΝΤ τα αποτιμά σε 1,4 τρισ.! Η ανικανότητα να υπολογιστεί η αξία των τιτλοποιημένων δανείων ήταν αποτέλεσμα της ανυπαρξίας ενός πλαισίου ελέγχου των μεταβιβάσεών τους. Ακόμη λοιπόν κι αυτό το μέτρο, που να τονιστεί ότι δεν παρεμβαίνει στην αγορά, θεωρείται σχεδόν απίθανο να συμφωνηθεί στη Σύνοδο των 20 διεθνών ηγετών.

Αμφισβητούν το δολάριο

Ένα ακόμη επίμαχο θέμα που αποτελεί σημείο ασυμφωνίας μεταξύ των 20 ηγετών, εμποδίζοντας την επίτευξη συμφωνίας, σχετίζεται με το δολάριο και ειδικότερα με την ανεπάρκειά του πλέον να αποτελέσει παγκόσμιο νόμισμα. Ορισμένες μόνο πρόσφατες αμφισβητήσεις του δείχνουν την αδυναμία του να ανταποκριθεί στον διπλό ρόλο που επιτελούσε καθʼ όλη τη μεταπολεμική περίοδο χρησιμεύοντας ως μέσο διεθνών πληρωμών και αποθησαυρισμού, λόγω της ανάδυσης νέων κέντρων οικονομικής εξουσίας και της επακόλουθης συρρίκνωσης του μεριδίου που καταλαμβάνει η αμερικανική οικονομία στο παγκόσμιο ΑΕΠ.

Έτσι, ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, λίγες μέρες πριν από την έναρξη της Συνόδου, δείχνοντας επίσης την ισορροπία τρόμου που υπάρχει σήμερα, δήλωσε ότι το βασισμένο στο δολάριο παγκόσμιο σύστημα αποθεματοποίησης έχει ξεφτίσει – το δολάριο αποδείχτηκε ότι δεν είναι ένα καλό μέσο αποθησαυρισμού. «Η μετάβαση όμως σε ένα σύστημα δολαρίου – ευρώ ή ένα σύστημα δολαρίου – ευρώ – γιεν θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο ασταθής. Τώρα έχουμε ένα παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, αφήνουμε όμως τη διαχείρισή του στις μεμονωμένες χώρες. Αυτό το σύστημα απλώς δεν μπορεί να λειτουργήσει», τόνισε, δείχνοντας τις θεμελιώδεις ανισορροπίες της σημερινής αρχιτεκτονικής.

Πέρα όμως από το ευρώ και το γιεν, υπάρχουν κι άλλα νομίσματα που επεκτείνουν τη σφαίρα δράσης τους και απειλούν τη ζώνη επιρροής του αμερικανικού νομίσματος. Ως «περιφερειακό ηγετικό νόμισμα» χαρακτήρισε το ρούβλι ο ρώσος πρόεδρος σε επιστολή του προς τη γερμανίδα καγκελάριο, με την οποία έκανε γνωστή τη συμφωνία του στο πλαίσιο των συμφωνημένων από της ηγέτες της ΕΕ αρχών με το οποίο προσήλθαν στην Ουάσινγκτον. Ο Ντμίτρι Μεντβέντεβ προσδιόριζε ως σφαίρα επιρροής του ρουβλιού την ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας και στο πλαίσιο αυτών των φιλοδοξιών του χαρακτήριζε τη Μόσχα «ένα από τα παγκόσμια ηγετικά οικονομικά κέντρα».

Η ίδια η ΕΕ, από την άλλη, μόλις και μετά βίας συμφώνησε σε ένα πλαίσιο γενικών αρχών που θα υποστηρίξουν στη Σύνοδο των 20 όσα κράτη μέλη της παραβρίσκονται, το οποίο όμως απέχει σημαντικά από την αρχική εισήγηση του γάλλου Προέδρου Νικολά Σαρκοζί. Οι σημαντικότερες δε επιθέσεις που δέχτηκε εκπορεύονταν από τον Γκόρντον Μπράουν, που θέλοντας να διαφυλάξει το σημαντικότερο εξαγώγιμο είδος του αγγλοσαξονικού χώρου, τις πλήρως απορρυθμισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν δεχόταν κανένα μέτρο ρύθμισης και εποπτείας των αγορών. Με τι εφόδια λοιπόν να επιβληθούν οι ΗΠΑ σʼ ένα τόσο αλλοπρόσαλλο μίγμα συμφερόντων, πολύ περισσότερο που η διαιώνιση του σημερινού –αδιαφανούς και γεμάτου μαύρες τρύπες– καθεστώτος δεν αντιβαίνει στα συμφέροντά τους…

Απών ο Ομπάμα

Την εκτίμηση πως οι Αμερικανοί δεν προσβλέπουν σε μια ουσιαστική, μακροπρόθεσμη και φιλόδοξη συμφωνία στο πλαίσιο της σημερινής συνάντησης, που να δικαιολογεί τον τίτλο Μπρέτον Γουντς ΙΙ, επιβεβαίωσε και η απουσία του νεοεκλεγμένου 44ου προέδρου. Η παρουσία του Μπάρακ Ομπάμα ήταν αναγκαία, έστω κι αν τυπικά ο Μπους θα κάθεται στο οβάλ γραφείο για τους επόμενους δύο μήνες, γιατί αυτός είναι που θα κληθεί να εφαρμόσει ό,τι συμφωνηθεί ή δεν συμφωνηθεί (που είναι και το πιθανότερο) για την αρχιτεκτονική του παγκόσμιου συστήματος. Το γεγονός ότι δεν θα παραβρεθεί καν, επιφορτίζοντας τη σύμβουλό του και υπουργό Εξωτερικών του Μπ. Κλίντον όταν βομβάρδιζε τα Βαλκάνια, Μαντλίν Ολμπράιτ, να συναντηθεί με ορισμένους ξένους ηγέτες, τι άλλο μπορεί να σημαίνει πέραν του γεγονότος ότι η ίδια η αμερικανική ηγεσία δεν προσέρχεται με απαιτήσεις στη διεθνή Σύνοδο;

Σε αυτό το πλαίσιο, το πιο πιθανό είναι οι 20 ηγέτες να καταλήξουν σʼ ένα κείμενο γενικών αρχών που θα περιλαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα που αποδείχτηκαν σωτήρια, δεν θα προσθέτει όμως τίποτε καινούργιο. Θα επιβεβαιώνει για παράδειγμα την ανάγκη αφειδώλευτης κρατικής παρέμβασης όπως έχουν ήδη πράξει οι ΗΠΑ (με το πακέτο Πόλσον ύψους 700 δισ. δολαρίων και ένα νέο πακέτο που εισηγούνται οι Δημοκρατικοί ύψους 25 δισ., με το οποίο θα στηριχτεί η δοκιμαζόμενη αυτοκινητοβιομηχανία), οι Βρυξέλλες (1,7 τρισ. ευρώ), η Ρωσία (139 δισ. δολάρια), η Κίνα (586 δισ. δολάρια), η Ιαπωνία (50,8 δισ. δολάρια), η Νότια Κορέα (100 δισ. δολάρια) κ.λπ. Ή θα υπογραμμίζει την ανάγκη επανεκκίνησης του γύρου διαπραγματεύσεων της Ντόχα, που έληξε ανεπιτυχώς τον Ιούλιο, για την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου. Τίποτε όμως πέραν αυτών των απελπιστικά λίγων…


Σχολιάστε εδώ