Σε αναζήτηση… «πολιτικής ταυτότητας»

Η ευρωπαϊκή Αριστερά, στο ευρύτερο πλαίσιο της οποίας και η ελληνική, συμπεριλαμβανομένης και της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ), μετά την έκβαση των αμερικανικών εκλογών και εν μέσω οξείας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, βρίσκεται σε αναζήτηση «πολιτικής ταυτότητας».

Η «αιφνίδια»(;) μεταστροφή των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών όρων τη βρήκε απροετοίμαστη και εμφανίζεται να κινείται σε «κενό αέρος»!

Αυτή η απαίτηση για «πολιτική ταυτότητα» είναι συγχρόνως απαίτηση για μια κοσμοαντίληψη που να είναι σε θέση ν’ απαντήσει στο ερώτημα «ποιος είμαι;» (προτείνοντας σ’ αυτούς στους οποίους απευθύνεται λόγους ύπαρξης) και ταυτόχρονα να δίνει πειστική απάντηση στο ερώτημα «πού πηγαίνω;» και κατ’ αυτόν τον τρόπο να δώσει ένα νόημα σ’ αυτούς που τοποθετούν τον εαυτό τους στην Αριστερά και διέξοδο στο αγωνιώδες ερώτημά τους «τι να κάνω;».

Το περιεχόμενο της «πολιτικής ταυτότητας» (πέρα από τις συνήθεις αοριστολογίες και… προφητείες) διασυνδέεται άμεσα με τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του αριστερού πολίτη και μάλιστα όταν ευρίσκεται σε αρμονία με τα ηθικά, ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντά του.

Η μεταπολιτευτική πορεία της ελληνικής Αριστεράς, στο πρώτο στάδιο των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή του πρεσβύτερου και του Ανδρέα Παπανδρέου, στη μεν πρώτη περίπτωση κινείται σε επίπεδο προώθησης προσωπικών συμφερόντων «διακεκριμένων» μελών της (επαγγελματική τακτοποίηση σε δημόσιες θέσεις και ιδίως στον εκπαιδευτικό τομέα και μάλιστα των ΑΕΙ ), και στη δεύτερη υιοθετεί μια τακτική Ιανού: δημοσίως αντιμετωπίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου ως τον ενοχλητικό και επικίνδυνο παρείσακτο στον αριστερό χώρο, ο οποίος της «υποκλέπτει»(;) συνθήματα και οπαδούς, αλλά και κατά τον υποκριτικό αφορισμό «και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι», υπογείως και με την τακτική της «συντεχνίας» ισχυροποιεί και επεκτείνει την επιρροή της στον κρατικό τομέα -σε πρώτο πλάνο πάντα η άλωση των ΑΕΙ- με την προώθηση παρ’ αξίαν ατόμων, πιστών όμως στις κομματικές προσταγές και σκοπιμότητες! Είναι η γνωστή τακτική του «εισοδισμού»…

Η Κεντροαριστερά υπό την πολιτική έκφραση του ΠΑΣΟΚ, την επταετία 1974-1981, σε πλήρη σύγχυση ιδεών και τακτικής, εκμεταλλεύεται πλήρως την ανολοκλήρωτη Μεταπολίτευση και τα οράματα της Αντιδικτατορικής Αντίστασης με συνθήματα που κινούνται από τον ασαφή εθνικισμό στον τριτοκοσμικό «σοσιαλισμό» και υπόσχεται να ικανοποιήσει ακόμη και τα καταπιεσμένα ένστικτα όσων έχουν αναγάγει την ελλάσσονα προσπάθεια σε… ιδεολογία!

Την περίοδο 1981- 1989 ναι μεν το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ προσγράφει στο ενεργητικό του μια σημαντική αναδιανομή του εθνικού πλούτου υπέρ των αδυνάτων, αλλά ταυτοχρόνως μετά μανίας αναστρέφει την κοινωνική πυραμίδα αξιών και αναδεικνύει στην επιφάνεια της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και επιστημονικής ζωής άτομα τα οποία στην πλειοψηφία τους δεν έχουν υποστεί την κοινωνική δοκιμασία, το κοινωνικό φιλτράρισμα, με επακόλουθο τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου δικτύου διαφθοράς.

Η συντηρητική παρένθεση 1990 – 1993, με την ορμητικότητα του νεοσυντηρητισμού και σε συμμαχία με τον νεοφιλελευθερισμό, θέτει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα που είναι αντίθετο με το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής: ενισχυμένο κράτος κοινωνικής πρόνοιας, δημόσιες επενδύσεις στην Παιδεία και την Υγεία, συνδικαλιστική εκπροσώπηση απηλλαγμένη των στενών κομματικών εναγκαλισμών.

Η επάνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, 1993 – 2004, διαφορίζεται σε δύο ημιπεριόδους: 1993 – 1996, κατά την οποία η βιολογική αδυναμία του Ανδρέα Παπανδρέου επιτρέπει στο πολιτικό παρασκήνιο να δρα ανενόχλητο και σε βάρος της οικονομικής και κοινωνικής προόδου της χώρας, ενώ το «διάστημα Σημίτη» (1996 -2004) αναλίσκεται στον μονοδιάστατο προσανατολισμό ένταξης της χώρας στη «Ζώνη του Ευρώ» και σε μια στροφή στην επονομαζόμενη «κοινωνία της αγοράς».

Η «ανανεωτική»(;) Αριστερά επαναπαύεται στη νομή διακεκριμένων θέσεων του κρατικού τομέα και παραμένει αδρανής στην αντιστροφή της κατάστασης που προέρχεται από μια ιδεολογική ανατροπή, εκείνη της ανεξέλεγκτης δράσης της κοινωνίας της αγοράς»!

Βρίσκεται σε αδυναμία να αρθρώσει λόγο για την επίθεση των συντηρητικών ιδεών, απλώς επαφίεται στον συλλαβισμό ενός πλαισίου το οποίο αποτελούσε μια «ελαφρά» εκδοχή του «σημιτικού λόγου». Δεν απαντά στο αγωνιώδες ερώτημα των οπαδών της που ασφυκτιούσαν απέναντι στη δεξιά στροφή του «Σημιτικού ΠΑΣΟΚ» και την ελεύθερη πτώση του συνδικαλιστικού κινήματος, με την έννοια ότι η ΓΣΕΕ εξελίσσεται σε προθάλαμο των διεργασιών και τακτικών της Χαριλάου Τρικούπη.

Η επιστροφή του νεοσυντηρητισμού στην εξουσία και η κυριαρχία των «Σικάγο μπόις» στην οικονομία συναντάται με τη δημοσκοπική ευφορία της «ανανεωτικής(;) Αριστεράς», η οποία αμέριμνη πορεύεται, εν μέσω ιδεολογικής και προγραμματικής αδυναμίας και «βοναπαρτιστικών πραξικοπημάτων» στην Κουμουνδούρου, στη δημοσκοπική καχεξία και, με ό,τι αυτό θα επιφέρει, σε ενδεχόμενο πρόωρων εκλογικών αναμετρήσεων.

Το πολιτικό δράμα της χώρας δεν περιορίζεται στην ανερμάτιστη «ανανεωτική(;) Αριστερά», αλλά, κυρίως, στην ανεδαφική ευφορία της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ), του οποίου η δημοσκοπική ανάκαμψη κινείται κάτω του φράγματος του 30%!

Διαφεύγει την προσοχή (;) της ηγετικής ομάδας του Κινήματος, μάλλον του κ. Γ. Παπανδρέου του Νεώτερου, ότι οι πολιτικές νίκες προετοιμάζονται μακροπρόθεσμα; Ίσως το παράδειγμα Ομπάμα, τον οποίο με περισσή υπερηφάνεια διακήρυξαν ότι ψήφισαν και μέλη της οικογένειας Παπανδρέου, που διατηρούν και την αμερικανική υπηκοότητα, να αποτελέσει, παρότι δεν συνηθίζεται από κόμματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, πηγή έμπνευσης.


Σχολιάστε εδώ