Μια φορά και έναν καιρό
Πλην όμως ήμουνα στις πολύ κακές μου, κι έτσι τον μεν κάλαθο τον άφησα νηστικό, τον δε αποστολέα της αποφάσισα να τον τιμωρήσω δημοσιεύοντάς την αυτούσια. Ιδού η επιστολή:
«Κύριε,
Τελικά, όπως έλεγε ένας συνοδοιπόρος μου στα άγουρά μας χρόνια, είσαι ʽʽαγαθόςʼʼ με την έννοια της προσβολής. Θέλησες να κάνεις επίδειξη των ιπποδρομιακών σου γνώσεων μ’ έναν λίβελλο εναντίον μου, διότι, όπως ομολόγησες, περίμενες να ξεσπαθώσω λάβρος για να επισημάνω τις… τάχα ʽʽηθελημένεςʼʼ παραλείψεις που έριξες για δόλωμα, και επιπλέον επεδίωξες να με λοιδορήσεις, γράφοντας όχι πως απέφυγα, αλλά πως αμέλησα ν’ απαντήσω, επειδή ήμουνα απασχολημένος με ανατομικές μελέτες πάνω στις κνήμες δίμετρης Ουκρανής που καθόταν σταυροπόδι σε κεντρικό στέκι της Αθήνας. Αντιπαρέρχομαι με περιφρόνηση τις χυδαιολογίες, όταν μάλιστα προέρχονται από άτομο που ενδημούσε, όπως με πληροφόρησαν, στο φιλόξενο οίκημα της αλήστου μνήμης κυρίας Ουσάκοβα, της φιλτάτης σου Γαβριέλλας, σημειώνοντας πως ενώ περί πολλά άσχετα τυρβάζεις, σου διαφεύγουν άλλα σημαντικά που συνέβαιναν εις το ιοστεφές άστυ τα χρόνια που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, κι εσύ ούτε που τα πήρες χαμπάρι. Έκανα λοιπόν υπομονή και περίμενα, μιας κι ακόμα βρισκόμαστε στο φθινόπωρο, πως κάπου θα ‘χες ακούσει για τις μετακομίσεις του Σεπτέμβρη και κάπως θα τις ανέφερες, αφού και γραφικότητα είχαν και σημάδεψαν την εποχή του Μεσοπολέμου. Εσύ όμως καταπιάστηκες με σχολιαρόπαιδα, με μούστους και με τα πάρτι σας, όπου σας παίζανε στα δάχτυλα οι ντάμες κι εσείς κορδωνόσασταν σαν… κατακτητές. Δικαίως σε χαρακτήρισα επομένως ʽʽαγαθόʼʼ με την έννοια της προσβολής.
Εκείνα λοιπόν τα χρόνια, αγαπητέ, από την πρώτη Σεπτεμβρίου ο κόσμος όλος μετακόμιζε. Είτε για να περάσει σε μια αναβαθμισμένη γειτονιά όταν τα οικονομικά του βελτιώνονταν, ή το αντίθετο, να βρει ένα φτηνότερο κεραμίδι να βάλει το κεφάλι του από κάτω. Σπίτια υπήρχαν κάθε μορφής και κατηγορίας. Από αρχοντόσπιτα με δυο ή τρεις το πολύ ορόφους, όπου γίνονταν οι «jour fixe» χοροί και οι κοσμικότητες, ως και μικροαστικές μονοκατοικίες με κηπάκους, όπου ήταν εφικτό. Τα κεραμίδια τους τα στόλιζαν οι ακροκέραμοι, οι γρύπες ή οι Σφίγγες, κι είχαν παντζούρια ʽʽγαλλικάʼʼ με γρίλιες μετακινούμενες. Αυτά βρίσκονταν φυσικά στη νέα πόλη με τις καινούργιες γειτονιές που σχηματίζονταν με γοργό ρυθμό μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Στην παλιά Αθήνα όμως το ʽʽσπίτιʼʼ ήτανε κάτι κτίσματα μέσα σε μια περιχαρακωμένη αυλή που κατοικούνταν από πολλές οικογένειες. Ένα δυο δωμάτια με μια υποτυπώδη κουζίνα στέγαζαν ολόκληρη φαμίλια. Στη μέση της κοινόχρηστης αυλής υπήρχε ένα πηγάδι απ’ όπου υδρεύοντο οι ένοικοι. Εκεί έβαζε η νοικοκυρά μπουγάδα ή μαγείρευε με τη φουφού υπαιθρίως. Κι ολόγυρα ένα αγιόκλημα σκαρφαλωμένο στον μαντρότοιχο, ίσως μια κληματαριά, και πλάι στην ψηλή αυλόπορτα της εισόδου μια γαζία μυρωδάτη. Αυτές τις οριζόντιες… πολυκατοικίες τις εξαφάνισε η οργιώδης ανοικοδόμηση της δεκαετίας του ’50, δίνοντας τη θέση τους στις… καθ’ ύψος τωρινές, σ’ αυτά τα θηριώδη απάνθρωπα κι απρόσωπα κουτιά. Πάντως η εικόνα τους ευτυχώς διασώθηκε με τις ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν μετά το 1945, όπως πχ. «Οι κυρίες της αυλής», «Η κόμισσα της φάμπρικας», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και με πληθώρα άλλες. Μπορούσες να διασώσεις τη μνήμη τους, και ουδέν έπραξες. Εύγε…
Όλον αυτόν τον κόσμο, μόλις ερχόντανε ο Αύγουστος καλός μας μήνας, τον κυρίευε θαρρείς αμόκ, μια ανεξήγητη τάση φυγής, κι άρχιζε να ψάχνει για καινούργιο… κονάκι. Γέμιζε με «Ενοικιάζεται» η Αθήνα, στις πόρτες, στα παράθυρα, και όπου αλλού υπήρχε κατάλληλος χώρος για… επικόλληση. Τα ενοικιαζόμενα αυτοτελώς δωμάτια, μέσα σε οικογένεια ή στην αυλή, ήτανε περιζήτητα από εργένηδες και φοιτητές που ήρθαν από κάποιο χωριό στην πρωτεύουσα να σπουδάσουνε ή να βρούνε την τύχη τους και να φάνε κομμάτι ψωμί. Από κοντά και καμιά γυναίκα, ναυάγιο πολλές φορές της ζωής, που η σπιτονοικοκυρά την αντιμετώπιζε με πολλή επιφύλαξη. Ειδικά με τους «μοναχικούς» νοικάρηδες, έπρεπε να βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή και με το… όπλο παρά πόδα. Χρειαζότανε μεγάλη επαγρύπνηση μην της φορέσουνε ʽʽφέσιʼʼ τα νοίκια και διαφυλάξει την ηθική του οίκου της από τυχόν τσιλιμπουρδίσματα αρρένων και θηλέων ενοίκων. Μην της μαγαρίσουνε δηλαδή το σπίτι. Και ενώ μάζευαν τα μπογαλάκια τους οι… τέως, έρχονταν οι υποψήφιοι να μελετήσουν τους χώρους και να υποστούν την εξαντλητική ανάκριση της σπιτονοικοκυράς. Αν ο υποψήφιος αποδεχόταν τους όρους με την πρώτη, τότε μπαίνανε ψύλλοι στ’ αυτιά της και ζητούσε πλείονας πληροφορίας περί του ατόμου του, διότι αυτή η σπουδή ν’ αποδεχθεί τα πάντα ασυζητητί, χωρίς να κάνει το σχετικό παζάρι, ήτανε φυσικά ύποπτη.
Κάποτε, σε μια παρόμοια διαπραγμάτευση, όταν εξέταζε η σπιτονοικοκυρά το… Curriculum Vitae του μέλλοντος νοικάρη, για να της αποδείξει εκείνος πόσο σωστός κι αξιαγάπητος είναι, είπε γλυκά: ʽʽΚλαίγανε οι προηγούμενοι όταν έφυγα από το σπίτι τους…ʼʼ
Εκεί όμως που περίμενε πως αυτό θα τη συγκινούσε και πως θα τον δεχότανε με ανοιχτές τις αγκάλες, του είπε ψυχρά: ʽʽΜ’ εμένα αποκλείεται να συμβεί αυτό γιατί εισπράττω προκαταβολικά τα νοίκιαʼʼ. Άπειρες είναι οι ιστορίες και τα ανέκδοτα με τις κοινωνίες της… αυλής. Και πόσα δράματα και πένθη. Πού καταλαβαίνεις όμως εσύ από αυτά… Εν πάση περιπτώσει, ο σκοπός της παρούσης δεν ήταν να σου αναλύσω το οικιστικό πρόβλημα της πρωτεύουσας των προ του πολέμου χρόνων, τότε που σιγά σιγά είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να ελπίζουν σε καλύτερες μέρες, αλλά να σου επισημάνω πως πιο πολλά κάρα και φορτηγά απ’ όσα είδες να μεταφέρουν μούστο, ήταν εκείνα που κουβαλούσαν τα νοικοκυριά των μετοικούντων. Και ήταν κάτι φορτηγά με λάστιχα… συμπαγή στις ρόδες, και πάνω στην καρότσα, μαζί με τις ντουλάπες, τους σουμιέδες, τα τραπέζια, τα μεταλλικά κρεβάτια, και τ’ άλλα τζάντζαλα που μετέφερε, κάθονταν δυο-τρεις γαβριάδες που βοήθαγαν στη μετακόμιση. Και ξοπίσω ολόκληρο σμήνος αλητάκια ακολουθούσαν τρέχοντας το φορτηγό, προσδοκώντας πως κάτι απ’ τα ψιλολόγια που κουβαλά θα πέσει, καθώς χοροπηδάει στις λακκούβες του χωματόδρομου. Υπήρχε ένα ακόμη θέαμα μεταφοράς, όχι φυσικά εκούσιας και όχι τον Σεπτέμβρη κατ’ ανάγκην. Ήταν όταν ερχόταν ο δικαστικός κλητήρας, αντάμα με τους πολιτσμάνους κι ένα μάτσο χαρτιά στο χέρι, και πέταγε λόγω εξώσεως τα φτωχικά έπιπλα της οικογένειας στον δρόμο. Έτρεχε ο νοικοκύρης να βολέψει όπως όπως τη φαμελιά του, ζητώντας άσυλο σε κάποιους απρόθυμους συγγενείς ή φίλους. Κι η γειτονιά, σαν συμπαράσταση στο δράμα τους, εξαφανιζόταν σιωπηλή πίσω από κλειστά παράθυρα. Ήτανε μια αυθόρμητη ένδειξη συμπόνιας, για να μην τους μεγαλώσουν την ντροπή. Ένας λυγμός κι ένα πνιγμένο αναφιλητό έσπαγε κάθε τόσο την απόλυτη σιωπή…
Και για να μπορείς να καυχιέσαι πως ʽʽγηράσκεις δ’ αεί πολλά διδασκόμενοςʼʼ, σε πληροφορώ πως τη συνήθεια των σεπτεμβριανών μετακομίσεων τη διέκοψε ο πόλεμος του ’40. Επεβλήθη ενοικιοστάσιο που κράτησε και μετά τη λήξη του για πολλά χρόνια. Η αθρόα κάθοδος πληθυσμών στις μεγαλουπόλεις και κυρίως στην Αθήνα, λόγω των γεγονότων, προκάλεσε οξύ στεγαστικό πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε σιγά σιγά με την ανοικοδόμηση, την αντιπαροχή και τον βίαιο θάνατο αριστουργημάτων αρχιτεκτονικής που στόλιζαν την πόλη μας και πιο πολύ τις ψυχές των ανθρώπων της…»