…και της Αλικήλης…
Μάλιστα, παρά την αλλαγή της ώρας μετάδοσης -λες και ήταν η ώρα που έφταιξε-, η πτωτική πορεία συνεχίζεται. Σε λίγο είναι αμφίβολο αν θα το βλέπουν και οι «δημιουργοί» του και πιθανόν από μεταμέλεια (αν και πρόκειται για σύμπτωμα μάλλον σπάνιο στους αμετανόητους καιρούς μας) να μην το βλέπει ούτε και ο υπεύθυνος κληρονόμος. Και μιλάμε για του ενός σκέλους την κληρονομιά, επειδή το έτερο, περισσότερο προβλεπτικό, είχε φροντίσει για την αποκλήρωση. Διαφορετικά, δεν αποκλείεται, παράλληλα με την έκθεση των προσωπικών αντικειμένων της αείμνηστης, να είχαμε από τη «μη κερδοσκοπική» εταιρεία του Γιάννη Παπαμιχαήλ και έκθεση των προσωπικών αντικειμένων του πατέρα του, με την ξυριστική του μηχανή, τα εσώρουχά του και τα γένια του Παπαφλέσσα.
Βλέποντας κανένας, και με την όση απαραίτητη αντοχή, το σίριαλ της ζωής και το ξεκίνημα της κατασκευής του «άστρου» της, σύμφωνα με τη μυθοπλασία του κληρονόμου και των άσχετων σεναριογράφων, αλλά και της άνευρης και αδιάφορης σκηνοθεσίας (περισσότερο υπεύθυνης για όλα) καταλαβαίνει πόσο «μακριά νυχτωμένοι» είναι όλοι τους.
Ένα παιχνίδι χαμένο από χέρι, όταν τα κυριότερα στοιχεία που θα ήταν απαραίτητα για να ενισχυθεί το ενδιαφέρον του θεατή για μια ιστορία ζωής χωρίς δραματικές συγκρούσεις και ανατροπές, θα ήταν ακριβώς η εικόνα και η ατμόσφαιρα μιας εποχής με τεράστιο κοινωνικό, πολιτικό και θεατρικό ενδιαφέρον, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε ο θρύλος της. Η σύγκριση της έξοχης ατμόσφαιρας στα «Ματωμένα χώματα» του Κώστα Κουτσομύτη είναι ένα καλό μάθημα για την ολότελα ανύπαρκτη στην περίπτωση που συζητάμε. Όπως και η αδέξια και συχνά αδικαιολόγητη επιστράτευση γνωστών ηθοποιών για ενίσχυση της σεναριακής και σκηνοθετικές αδυναμίας. Παράδειγμα ο Θανάσης Βέγγος, που, αντί για τον ρόλο του θυρωρού της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, έπαιξε για μια ακόμα φορά τον… Θανάση Βέγγο, μόνο που κάποιοι άλλοι, ξέροντας πολύ καλύτερα τον λαμπρό και απόλυτα «προσωπικό» ηθοποιό, τον αξιοποίησαν στο μέγιστο, τόσο στην οθόνη όσο και στη σκηνή.
Όπως και η εντελώς επιπόλαιη επιλογή του Γιάννη Ζουγανέλη, του προικισμένου με τις τόσες σκηνικές αρετές αλλά εντελώς ακατάλληλου για να εμφανιστεί ως Νίκος Τσιφόρος, ο άνθρωπος δηλαδή που ανακάλυψε και πρωτοπαρουσίασε την Αλίκη στο «Ποντικάκι». Το «ακατάλληλος» δεν αναφέρεται σε καμιά δυσκολία του να αποδώσει τον ρόλο, αλλά στο ότι στάθηκε αδύνατον να είναι κι αυτός άλλος από τον… Γιάννη Ζουγανέλη. Όπως και η αδεξιότητα των σεναριογράφων που οδήγησε στο να χαθούν δύο σημαντικές στιγμές της ζωής της, η μία για το πώς έγινε το δοκιμαστικό, σε εξαιρετικά δυσάρεστες συνθήκες θυμηδίας και ενός περίπου αλαλούμ στα στούντιο της «Ανζερβός», και πώς ΟΛΑ άλλαξαν και άναψαν οι προβολείς για να φωτίσουν το πρόσωπο ενός 16χρονου κοριτσιού που του έμελλε να γίνει αργότερα το πιο ισχυρό όνομα του ελληνικού κινηματογράφου -μια σκηνή που την είδαμε στη μικρή οθόνη με τον πιο άθλιο και πρόχειρο τρόπο. Και, ακόμα, η στιγμή της πρώτης συνάντησής της με τον παλιό παραγωγό Αντώνη Ζερβό για να υπογράψει το πρώτο της συμβόλαιο για το «Ποντικάκι» και που αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή της, αν ο παραγωγός επέμενε να αλλάξει το δυσκολοπρόφερτο επίθετό της, με τη γενναία, απρόβλεπτη, όσο και συγκινητική απάντηση που του έδωσε για να τιμήσει τον πεθαμένο πατέρα της και που θα ήταν δύο από τις καλύτερες σκηνές της σειράς, αν βέβαια οι άσχετοι σεναριογράφοι τις ήξεραν και αν ο κληρονόμος «μυθοπλάστης» δεν είχε γεννηθεί… δύο δεκαετίες μετά! Όσο για το πώς τις ξέρει ο υποφαινόμενος; Απλούστατα, επειδή και στις δύο στιγμές έτυχε να είμαι μπροστά, τόσο στο δοκιμαστικό, επειδή στο ίδιο στούντιο της «Ανζερβός» γύριζα κι εγώ την πρώτη μου ταινία, το «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται», για την ίδια εταιρεία, όπως και στην ώρα του συμβολαίου ήμουν πάλι μπροστά, για να επιβεβαιώσω στον ίδιο παραγωγό μας, τον ενθουσιασμό του Νίκου Τσιφόρου, για την ανακάλυψή του και που τελικά η υπογραφή μπήκε από τον ίδιο τον Αντώνη Ζερβό και όχι από τον… Γιάννη Ζουγανέλη όπως το θέλησε η φαντασία των σεναριογράφων και του μυθοπλάστη κληρονόμου! Εξάλλου όλα αυτά αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο μου «Φλας-μπακ, μια ζωή σινεμά» των εκδόσεων «Λιβάνη», που ας είχαν φροντίσει να τα πληροφορηθούν οι σεναριογράφοι που τα ξέρουν όλα ή που νομίζουν ότι τα ξέρουν!
Και ειλικρινώς… «φλέγομαι από περιέργεια να δω τις επιλογές των ηθοποιών που θα αποδώσουν τους σημαντικούς ανθρώπους που έπαιξαν ρόλο στη ζωή της, όπως του Φιλοποίμενα Φίνου, του Μάνου Χατζιδάκι, του Μάριου Πλωρίτη, του Αλέκου Σακελλάριου, του Ντίνου Δημόπουλου, του Νάσου Μπότση, του Νίκου Μομφεράτου, του Αριστείδη Καρύδη-Φουξ και του Κοκού του Μεγαλειώτατου, που η βασιλομαμά του δεν του επέτρεψε τη συνέχιση του ειδυλλίου.
Ε ρε, γλέντια…