Η ΓΝΩΣΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΣ ΛΕΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΘΑΡΟΛΟΓΟΣ ΠΟΤΗΣ

Γλυκοχαράζει στά βουνά
ήλιος πίπτει στούς κάμπους
κι οι ερωτιδείς αγάλλονται
έμπροσθεν τέτοιου θάμβους.

Τερπνόν εστί τά χάραμα
Τά φύλλα τρεμουλιάζουν
κι έναν ηδυπαθή σπασμό
τά δέντρα αγκαλιάζουν.

(Ο κερατάς πού κάθεται
τό κέρατό του αξαίνει
κι ο γάιδαρος πού προχωρεί
τόν δρόμο του κονταίνει.)

Η πλάσις ως χαρίεσσα
καί ευειδής παρθένος
τόν εαυτόν της χαίρεται
εις κρέβατον ασμένως.

Νύμφαι, όρη καί σπήλαια
χειροκροτούν τόν ήλιο
καί μόνον τά γερόντια
αρκούνται εις τό τήλιο.

Μανιακή συνεύρεσις
τά ζώα αγριεύει
καί σπέρμα ολοζώντανον
τόν κόσμο κυριεύει.

Παντού ακούς αλαλαγμούς
ξεφωνητά χυδαία
καί κάπου κάποιες αδελφές
μαδούν τήν ορχιδέα.

Φέγγουν τά ηλιοτρόπια
τά λούλουδα ανθίζουν,
ημίονοι, πολιτικοί
τούς δίπλα ερεθίζουν.

(Ούτε πού ξέρεις πού πατάς
καί τί σκατά γυρεύεις
μέσα στό αειπάρθενον
πού μπήκες καί χαζεύεις.)

Όλοι σαφώς παραληρούν
μέσα στήν τόση ευδία
καί μόνον οι ιδιότροποι
νιώθουνε αηδία.
Αηδιάζουν, φέρ’ ειπείν,
απ’ τήν νομεγκλατούρα
ωσάν νά πίνουν τέιον
ανάμικτον μέ ούρα.

Νομενκλατούρα Μουξιμά
κι οι εύζωνοι στιλάτοι
καί πλείστοι γραβατάκηδες
ως …αυλωμένοι γάτοι.

Ώ! τί ωραίος ο χαβάς
ν’ απλώνεις καί νά παίρνεις
χωρίς ν’ ακούς τήν ηθική
ίδιους μέ σένα σπέρνεις.

Πάλιν η μέρα χάραξε
πάλι θά σκοτεινιάσει
πάλιν ο γιός τού ερπετού
μέ τόν παππού θά μοιάσει.

Κύκλοι εισί ομόκεντροι
τά έργα τών εχόντων
κι οι τεθνεώτες πένητες
σκιαί βροτών απόντων.

Κι ο ύπνος όταν έρχεται
μέ ύπνον δέν ομοιάζει,
είν’ εφιάλτης, πανικός
κί ουδέποτε χαράζει.

Φεύγουν οι νύκτες πανικώς
καί ο ιδρώς μάς βρέχει,
χαράς εκείνον τόν θνητό
πού λίγο λάδι έχει.

Ν’ ανάψει τήν κανδήλα του
καί προσευχές νά κάνει,
έστω κί αν μοιάζει ζωντανός
έχει αληθώς πεθάνει.
…………………………………………….
…………………………………………….

«Δούλευε νά ζείς καί κλέψε
νά ‘χεις».
Η ορθότερη συνταγή γιά
ένα κλασικό, ελληνικότατο πάρτι.


Σχολιάστε εδώ