Φτώχεια – ανισότητα – άδικη φορολογία!

Η καταγραφή των στοιχείων που αναδεικνύουν το πιο ζοφερό πρόσωπο της χώρας μας (και μάλιστα πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, που προφανώς επιδεινώνει όλες τις μετρήσεις) έγινε από τη Eurostat στα πλαίσια πανευρωπαϊκής έρευνας με τίτλο «Εισοδήματα και συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών». Η έρευνα αυτή παρουσιάζεται την Τρίτη το απόγευμα από τον επιστημονικό συνεργάτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ κ. Χρ. Τριανταφύλλου, στο αμφιθέατρο της Συνομοσπονδίας. Έτσι, συγκρίνοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές, η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικά την παρακάτω εικόνα:

1. Υψηλό ποσοστό φτώχειας που αγγίζει διαχρονικά το 1/5 περίπου του πληθυσμού. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας EU-SILC 2006, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας (21%) στην ΕΕ των 15 και το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ των 27.

2. Υψηλούς δείκτες ανισότητας στη διανομή του εισοδήματος. Το υψηλό ποσοστό φτώχειας συμβαδίζει με υψηλή ανισοκατανομή στο εισόδημα, τόσο με βάση τον δείκτη ανισότητας S80/S20, που ανέρχεται σε 6,1 έναντι μέσου όρου 4,7 στην ΕΕ των 15 (σχέση ανάμεσα στο εισόδημα που λαμβάνει το πλουσιότερο 20% και το φτωχότερο 20% του πληθυσμού), όσο και με βάση τον Δείκτη Gini που ανέρχεται στο 34% έναντι μέσου όρου 29% στην ΕΕ των 15.

3. Υστέρηση σε επίπεδο κοινωνικών δαπανών. Οι κοινωνικές δαπάνες ως % του ΑΕΠ (παρά την αύξησή τους κατά την περίοδο 1995-2005) ανέρχονται το 2005 στο 24,2% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 27,8% στην ΕΕ των 15. Κατά συνέπεια συνεχίζουν να υστερούν κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες του μέσου όρου της ΕΕ των 15, ενώ η απόσταση είναι φυσικά πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τις χώρες που παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό κοινωνικών δαπανών και χαμηλά ποσοστά φτώχειας. Επομένως, εκτός των ζητημάτων αποτελεσματικότητας και καλύτερης στόχευσης των μέτρων κοινωνικής πολιτικής, παραμένει ακέραιο το ζήτημα του ύψους των πόρων που διατίθενται για την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα.

4. Χαμηλό επίπεδο συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης και υψηλό επίπεδο έμμεσης φορολογίας. Στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 1995-2004 η συνολική φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό του ΑΕΠ (συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών εισφορών) ανέρχεται σε 35,7% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ των 15 ανέρχεται κατά την ίδια περίοδο σε 40,2%. Αντίθετα, η Ελλάδα υστερεί στο θέμα της έμμεσης φορολογίας (δείγμα της ελλιπούς προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος και παράγων έλλειψης φορολογικής δικαιοσύνης σε βάρος των πιο αδύναμων εισοδηματικά και κοινωνικά στρωμάτων), δεδομένου ότι κατά την προαναφερθείσα περίοδο 1995-2004 η έμμεση φορολογία αποτελεί το 41,9% της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης (συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών εισφορών). Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίοδο μετά το 2004 η σχέση επιδεινώνεται και το φορολογικό σύστημα γίνεται λιγότερο προοδευτικό μετά τις αυξήσεις ΦΠΑ κ.λπ. Με βάση τα στοιχεία των προϋπολογισμών, μεταξύ 2004 και 2007 η συμβολή των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων από 58,3% το 2004 ανέρχεται σε 59,5% το 2007, αντίθετα η συμβολή των άμεσων φόρων μειώθηκε την αντίστοιχη περίοδο από 41,7% σε 40,5%.

5. Υστέρηση σε επίπεδο δημόσιων δαπανών για την Παιδεία. Οι δημόσιες δαπάνες ως % του ΑΕΠ για την Παιδεία ανέρχονται, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σε 3,98% το 2005 και υστερούν του μέσου όρου της ΕΕ των 15 (5,06% ), αλλά υστερούν ακόμη περισσότερο από τη δημόσια χρηματοδότηση για την Παιδεία που γίνεται στις χώρες με χαμηλά ποσοστά φτώχειας, όπως οι σκανδιναβικές (Δανία 8,28%, Σουηδία 6,97%, Φινλανδία 6,31%). Έτσι, από τις διάφορες έρευνες προκύπτει η άμεση συσχέτιση μεταξύ επιπέδου εκπαίδευσης και φτώχειας (στην Ελλάδα το 61% των φτωχών είναι απόφοιτοι υποχρεωτικής εκπαίδευσης) και η υστέρηση των δημοσίων δαπανών για την Παιδεία, στον βαθμό που την αφορά, δεν εμπνέει αισιοδοξία σχετικά με τη μελλοντική πτωτική εξέλιξη του ποσοστού της φτώχειας στη χώρα μας.

6. Εξαιρετικά ισχνό ποσοστό πληθυσμού σε διά βίου εκπαίδευση. Στην Ελλάδα το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών σε διά βίου εκπαίδευση ανέρχεται μόλις στο 1,9%, έναντι μέσου όρου 11,3% στην ΕΕ των 15 (η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση).

7. Υστέρηση σε επίπεδο δημοσίων δαπανών Υγείας. Οι δημόσιες δαπάνες Υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ (2005) ανέρχονται στο 6,5% στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 7,7% στην ΕΕ των 15. Η βελτίωση των υπηρεσιών Δημόσιας Παιδείας και Δημόσιας Υγείας μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των ανισοτήτων και της φτώχειας, ενώ παράλληλα μπορούν να περιορίσουν τη διαρροή πόρων που υφίστανται σήμερα τα μεσαία αλλά και τα φτωχά νοικοκυριά για ιδιωτικές δαπάνες στους δύο αυτούς τομείς.

8. Υστέρηση σε δημόσιες δαπάνες για επιδόματα εργασίας και πρόωρη συνταξιοδότηση («παθητικές» πολιτικές). Στην Ελλάδα το ποσοστό των δημοσίων δαπανών για επιδόματα ανεργίας και πρόωρη συνταξιοδότηση ανέρχεται μόλις στο 0,4% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 1,5% στην ΕΕ των 15. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δαπανά 4 φορές λιγότερα από τον μέσο όρο, ενώ παράλληλα το ποσοστό ανεργίας αλλά και μακροχρόνιας ανεργίας είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ των 15 (μόνο η Μεγάλη Βρετανία έχει χαμηλότερο ποσοστό δαπανών από την Ελλάδα).

9. Στην Ελλάδα δεν υφίσταται κάποια μορφή εγγυημένου εισοδήματος, σε αντίθεση με την συντριπτική πλειονότητα των χωρών της ΕΕ των 27. Από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο στην Ελλάδα και στην Ουγγαρία δεν προβλέπεται κάποια μορφή ελάχιστου εισοδήματος για άτομα εργάσιμης ηλικίας που δεν διαθέτουν άλλους πόρους. Στην Ισπανία δεν προβλέπεται σε εθνικό επίπεδο, ωστόσο χορηγείται σε περιφερειακό (συγκεκριμένα σε επίπεδο «αυτονόμων»), ενώ στην Ιταλία έχουν ληφθεί μέτρα σε τοπικό επίπεδο, χωρίς να έχει υιοθετηθεί σχετικό μέτρο σε εθνικό.


Σχολιάστε εδώ