Την κρίση να την πληρώσουν όσοι την προκάλεσαν
Ο κόσμος ζει τις μέρες αυτές στον αστερισμό της εκτυφλωτικής νίκης του Ομπάμα. Ένας άνεμος αλλαγής και ελπίδας διατρέχει φίλους και εχθρούς των ΗΠΑ. Η απέχθεια προς τις επιλογές του προκατόχου του, τόσο σε ζητήματα εσωτερικής όσο, για τον υπόλοιπο κόσμο, εξωτερικής πολιτικής, ανέβασαν το θερμόμετρο των προσδοκιών στο μέγιστο σημείο.
Είναι πάντως βέβαιο ότι οι επεκτατικοί στρατηγικοί στόχοι των ΗΠΑ θα παραμείνουν αμετακίνητοι. Με αυτό δεδομένο, αυτό που θα κάνει τη διαφορά φοβόμαστε πως θα είναι ότι, ενώ ο Μπούς επιχειρούσε να τους επιβάλλει στους συμμάχους του, ο Ομπάμα θα το επιτυγχάνει εκμαιεύοντάς το διά της πειθούς και της συναίνεσης.
Το άμεσο πρόβλημα της νέας αντμινιστρέισιον είναι το πρακτέο για τις δύο τεράστιες φούσκες, τη στεγαστική και την πιστωτική, που κατατρύχουν σήμερα την αμερικανική οικονομία και, διά μεταστάσεως, τις ευρωπαϊκές και τις άλλες οικονομίες. Θα τολμήσει ο νέος πρόεδρος να θέσει υπό έλεγχο την ακόρεστη απληστία της Γουόλ Στριτ και από αδίστακτα και χωρίς κανόνες κερδοσκοπική να την καταστήσει ένα ρυθμιζόμενο και όχι αυτορρυθμιζόμενο εργαλείο ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας;
Αυτό είναι ένα ζητούμενο το οποίο θα τεθεί ελπίζουμε και κατά την επικείμενη διάσκεψη με τους ευρωπαίους ηγέτες στην Ουάσινγκτον. Μέχρι τώρα οι υπηρεσίες αξιολόγησης της φερεγγυότητας των διαφόρων ιδρυμάτων – παικτών της Γουόλ Στριτ πληρώνονταν, όπως αποκάλυπτε προχθές ο προβλέψας την κρίση Νουριέλ Ρουμπίνι, από τους ίδιους τους υπό αξιολόγηση. Εφ’ ω και ο Άλαν Γκρίνσπαν δηλώνει εξαπατηθείς, σαν τον απατημένο σύζυγο που το μαθαίνει τελευταίος, για να καταλήξει ότι η κρίση «θέτει σε αμφισβήτηση την ανωτερότητα της ελεύθερης αγοράς». Στο όνομα της οποίας ορκίζονταν ως χθες Δεξιοί και «προσομοιωμένοι» Κεντροαριστεροί. Ακόμα και το ΔΝΤ συνιστά και μάλλον απαιτεί τώρα μαζικές κρατικές παρεμβάσεις. Η ιστορία πάντως, όπως μας θύμιζε προ ημερών ο Ραμονέ, διδάσκει ότι η ύφεση προαναγγέλλει πάντοτε την αρχή του τέλους των αυτοκρατοριών.
Βρισκόμαστε μπροστά σε εξελίξεις που σηματοδοτούν μεγάλες αλλαγές. Το ερώτημα είναι αν αυτές θα είναι για το καλό των εκατομμυρίων κατατρεγμένων του κόσμου που εκλιπαρούν για λίγο ψωμάκι και πόσιμο νεράκι ή θα επαναφέρουν δριμύτερους τους κερδοσκόπους που ρήμαξαν την οικονομία. Σήμερα στις αναπτυγμένες χώρες η διατροφή απορροφά το 10-20% ενός οικογενειακού εισοδήματος, ενώ στις χώρες της φτώχειας δαπανάται για τον σκοπό αυτό το 90% του εισοδήματος!
Ανακύπτουν δύο αμείλικτα ερωτήματα: Το πρώτο, αν θα τελειώσει η τυραννική ηγεμονία της υπερδύναμης και θα αναδειχθούν εφεξής οι σχέσεις με τους συμμάχους της εταιρικές, και με τις άλλες χώρες σχέσεις συνεργασίας για το κοινό καλό, ή θα συνεχίσουν με τους συμμάχους σχέσεις υποταγής και με τους άλλους αντιπαλότητας και έχθρας. Η Αμερική πρέπει να βρει νέο modus vivendi με τις ανερχόμενες Ρωσία και Κίνα και τους πετρελαιάδες του Κόλπου, που και οι τρεις αιμοδοτούν το χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Μη διαφεύγει κανενός ότι το 2013 το κινέζικο συναλλακτικό πλεόνασμα θα είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των ελλειμμάτων όλου του δυτικού κόσμου. (Ramonet, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 2/11/08).
Το δεύτερο αμείλικτο ερώτημα αφορά στο πρακτέο για την καταπολέμηση των ανισοτήτων εντός των ΗΠΑ. Κινητήρια δύναμη ως τώρα του άκρατου αμερικανικού καπιταλισμού υπήρξε η γιγάντωση των ανισοτήτων και όχι ο περιορισμός τους. Οι δυτικές οικονομίες κινήθηκαν αλληλέγγυες με την αμερικανική και αυτό το πληρώνουν με την κρίση. Αν τολμήσουν να χαράξουν εφεξής έναν δικό τους δρόμο αειφόρου ανάπτυξης με δικαιοσύνη, θα έχουν λάβει το μάθημα. Αυτό ισχύει για ΗΠΑ, Ευρώπη και τους πάντες.
Στην Ελλάδα γίνεται τώρα ένας διαγκωνισμός πλειοδοσίας ενδιαφέροντος υπέρ αδυνάτων. Στα λόγια! Έτσι, παρά τη μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων, τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων, των καταναλωτικών και το πλαστικό χρήμα, εκτοξεύονται στα ύψη με το τελευταίο να φτάνει στο 22%. Το ίδιο με τα καύσιμα, όπου, ενώ οι διεθνείς τιμές πέφτουν, στα βενζινάδικα η Ελλάδα αναστενάζει. Οι τράπεζες διασφαλίζουν το αζημίωτό τους. Άλλωστε ανακύπτουν υπερκέρδη και το «πακέτο στήριξης» πρέπει να τους είναι αδιάφορο. Αν κάποιες τράπεζες το χρειάζονται, ας αγοράσει τα ανάλογα ποσοστά τους το κράτος.
Από την άλλη μεριά, το «κράτος» δεν καταλαβαίνει τίποτε από τα συμβαίνοντα. Αλλιώς δεν θα αύξανε τις αποδοχές των προέδρων των ΔΕΚΟ, ούτε θα πλήρωνε στον πρόεδρο του ΟΠΑΠ 500.000 ευρώ τον χρόνο. Πρέπει κάποιος να παραφρόνησε για να γίνονται τέτοια κι άλλα χειρότερα. Εκπληκτικά απαίσιο, αλλά αληθινό: 6 δισ. ευρώ ο τζίρος του τζόγου έφτασε το 2007 στη φτωχή Ελλάδα.
Αυτοί που «τζογάρουν» είναι αυτοί που δεν τα κέρδισαν με τον ιδρώτα του προσώπου τους, διαθέτουν «μαύρο χρήμα».
Είμαστε στη δίνη μιας κρίσης. Να την πληρώσουν τα αφεντικά που, παρότι την προκάλεσαν, επιμένουν να κερδοσκοπούν.