ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΟΧΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Η εκλογή του Αφροαμερικανού Μπάρακ Ομπάμα στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σαφές πως αλλάζει πολλά πράγματα, κυρίως στο πώς βλέπουν οι Αμερικανοί τα πράγματα. Θα φανεί αν αλλάξει σ’ έναν βαθμό και το πώς βλέπουν τον κόσμο.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι ψηφοφόροι στις Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν μια σημαντική υπέρβαση, ξεπερνώντας εύκολα ή δύσκολα την προκατάληψή τους να ψηφίσουν μαύρο υποψήφιο για πρόεδρο. Να σημειώσουμε πάντως ότι ήταν ήδη «προπονημένοι» στην προοπτική μαύρου ηγέτη, όταν πρώτοι οι Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι Μπους (πατέρας και γιος) προώθησαν στις θέσεις υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών τους έγχρωμους Κόλιν Πάουελ και Κοντολίζα Ράις. Ίσως να έχασαν οι Ρεπουμπλικάνοι την ευκαιρία να παρουσιάσουν πρώτοι υποψήφιο Πρόεδρο που θα κέρδιζε τις εκλογές, αλλά πιθανότατα φοβήθηκαν όχι τόσο τον ρατσισμό αλλά τις αναστολές των ψηφοφόρων ως προς τη μεγάλη αυτή αλλαγή.
Σε κάθε περίπτωση, οι Δημοκρατικοί το αποτόλμησαν, ανακαλύπτοντας στο πρόσωπο του Κενυάτη – Χαβανέζου στην καταγωγή νέου πολιτικού έναν εξαιρετικά χαρισματικό και επικοινωνιακό άνθρωπο. Ένα είδος πολιτικού που μπορούσε να έχει ανθρώπινο λόγο και αρκετά συχνά να μετατρέπει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Πολλές φορές ο Μπάρακ Ομπάμα δημιουργούσε ενοχές σε αρκετούς που δίσταζαν να τον ψηφίσουν μόνο και μόνο επειδή είναι μαύρος, και η ενοχική αυτή διαδικασία συνήθως είναι εξαιρετικά αποτελεσματική υπέρ εκείνου που σε βάζει σε σκέψεις.
Ο Ομπάμα είχε να αντιμετωπίσει μια επίσης χαρισματική πολιτικό, τη Χίλαρι Ρόνταμ-Κλίντον, που όμως έφερε ως κληρονομιά την προεδρική θητεία του συζύγου της, κάτι όχι πάντα θετικό. Στην πραγματικότητα η Χίλαρι Κλίντον είχε πολύ πιο σαφές, πλήρες και κοινωνικά ευαίσθητο πρόγραμμα από τον Ομπάμα, για τον οποίο ακόμα και σήμερα να ερωτηθεί ο μέσος Αμερικανός δεν γνωρίζει τι ακριβώς σκέπτεται για την υγεία, την παιδεία και τις σχέσεις με τον ισλαμικό κόσμο. Οι ιδέες της Χίλαρι χάθηκαν από το εκλογικό προσκήνιο της εσωκομματικής μάχης για το χρίσμα των Δημοκρατικών όταν επικράτησε αργά αλλά σταθερά η εικόνα μιας σκληρής γυναίκας («σκύλας», με την έννοια που δίνουν στη λέξη οι Αμερικανοί), κάτι που λειτούργησε αποτρεπτικά για τον μέσο ψηφοφόρο.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι πολίτες είχαν να αντιμετωπίσουν μία ακόμα σπάνια περίπτωση επιλογής: Θα επέλεγαν ή μια γυναίκα ή έναν μαύρο, δίλημμα που δεν τους είχε τεθεί ποτέ ως τώρα. Οι επιλογές τους ήταν μεταξύ του ενός ή του άλλου λευκού άνδρα. Από την εσωκομματική αυτή αναμέτρηση στο Δημοκρατικό κόμμα έλειπε (όταν αποσύρθηκαν οι άλλοι υποψήφιοι και έμειναν οι δύο επικρατέστεροι) ο λευκός άνδρας. Αν υποθέσουμε ότι οι ρατσιστικές επιφυλάξεις, οι αναστολές περί το χρώμα, είναι πιο έντονες από τις επιφυλάξεις για το φύλο (αν ψήφιζαν την Κλίντον, θα ήταν η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος των ΗΠΑ), τότε ο Ομπάμα διήνυσε μεγαλύτερη απόσταση για να αγγίξει την καρδιά και το μυαλό των πολιτών απ’ ό,τι η Χίλαρι. Από την ώρα που επικράτησε της εσωκομματικής του αντιπάλου, είχε να παλέψει μόνο με τον αντίπαλο υποψήφιο του άλλου κόμματος. Μπορεί ο Τζον ΜακΚέιν να μην ήταν εύκολος αντίπαλος, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν ένας πολιτικός άνω των 70 ετών, που κουβάλαγε την ανθυγιεινή κληρονομιά Μπους τόσο με τον πόλεμο στο Ιράκ όσο και με την οικονομική κρίση.
Ο Ομπάμα κέρδισε με άνεση, αν και ο ΜακΚέιν έκανε αξιοπρεπή εμφάνιση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται τώρα να διαχειριστούν την επιλογή των πολιτών τους και να δείξουν ότι μπορούν να κυβερνήσουν κι αλλιώς, με άλλο τρόπο, τη χώρα τους. Ότι μπορούν να ασκήσουν αλλιώς τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στον κόσμο και όχι με αστυνομική αντίληψη καταστολής ή με την ταυτότητα του εισβολέα που θέλει να επιβάλει τη δική του ειρήνη με τον δικό του τρόπο.
Ο Μπάρακ Ομπάμα δείχνει να σκέφτεται διαφορετικά. Μένει να φανεί αν είναι έτσι, αν μπορεί να το κάνει και αν η αμερικανική διοίκηση είναι ευεπίφορη σε αλλαγές και άλλες ιδέες.