Μια φορά και έναν καιρό

Ο υποψήφιος γαμπρός, τζαναμπέτης εκ γενετής, βρισκόταν σε μεγαλύτερες από τις συνήθεις του τζαναμπετιές, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και για υπόδειγμα σε ασκούμενους τζαναμπέτηδες, επειδή τον έπιανε, λέει, ταράκουλο με το σχετικό γαμήλιο νταβαντούρι που θα υφίστατο.

Φανταζότανε τον εαυτό του να στέκεται με την ανθοδέσμη στο χέρι στην είσοδο της εκκλησίας και να γίνεται νούμερο περιμένοντας καρτερικά τη νύφη που κατ’ έθιμο αργοπορεί, και να υφίσταται, βράζοντας, τα χαμόγελα, τα σκώμματα με τα πιπεράτα υπονοούμενα των φίλων του, τις παράνυφες να μοιράζουνε ρύζια που θα ρίξουνε στην κεφάλα του και άλλα πολλά, Και να μην μπορεί να φωνάξει στον εαυτό του: «Ήθελές τα, έπαθές τα…». «Εντάξει», έλεγε. «Να γίνουμε μασκαράδες στους λίγους προσκαλεσμένους μας το καταλαβαίνω, αφού δεν γίνεται αλλιώς. Δεν βλέπω όμως τον λόγο, γιατί να προσφέρω γλαφυρό θέαμα στους περαστικούς και στους περίοικους της Εκκλησίας, που θα κάθονται και θα με κάνουνε χάζι». Το σκεφτότανε έτσι, το σκεφτότανε αλλιώς και απέκλειε την περίπτωση να υποστεί τέτοιο χουνέρι. Ο πατέρας του πάλι, διαβλέποντας πως η διεξαγωγή του γάμου μάλλον δεν θ’ ακολουθούσε την πεπατημένη, ανέλαβε την οργάνωσή του αυτοβούλως, στην απέλπιδα προσπάθεια να μη γίνουνε θέατρο στους καλεσμένους. Προσπαθούσε να νουθετήσει τον βλαστό του ν’ αφήσει τα ρεζιλίκια με τις πρωτοτυπίες του, μην τους κάνουνε βούκινο στα τρίστρατα. Ο υιός ήταν ανένδοτος και ανακοίνωσε την απόφασή του: «Θα βρούμε μια εκκλησιά ερημική και θα γίνει ο γάμος στις 9 το βράδυ στα σκοτεινά». Στις εννέα της ενάτης του μηνός, συμπλήρωσε υπερήφανος με το… εύρημα, γιατί συνήθιζε να λέει κάτι τέτοιες ευφυΐες. Ανατρίχιασε ο πατέρας διότι γνώριζε πως μόνον τα ξωκλήσια του Προφήτη Ηλία ορθώνονται έρημα σε κάποιο δυσπρόσιτο κορφοβούνι και η προσπέλαση σ’ αυτά προϋποθέτει ειδικό εξοπλισμό, αδάμαστη θέληση και ιδιότητα τακτικού μέλους ορειβατικού συλλόγου, προσόντα που κανένας από το συγγενολόι δεν διέθετε. Εάν θελήσουμε τώρα να εξηγήσουμε επιστημονικά την αναποδιά του νεαρού να γίνει ο γάμος σε τοποθεσία απρόσιτη, μπορούμε να την αποδώσουμε σε κάποιον αταβισμό, διότι υπήρξεν ένας μακρινός πρόγονος με ανάλογες παρορμήσεις, τα ίχνη του οποίου απωλέσθησαν στην προσπάθειά του να κατακτήσει την κορυφή του Έβερεστ. Αλλά ο πατέρας, που αγνοούσε τους νόμους της κληρονομικότητας, όλα τα απέδιδε στην τρελάρα του γιου του. Τελικά, κατόπιν συσκέψεως, ο υιός μόνος του επρότεινε και μόνος του απεδέχθη, δηλαδή με ψήφους 2 έναντι 1, του πατρός μειοψηφήσαντος, να τελεσθεί ο γάμος στην Οσία Φιλοθέη, που ήτανε ένας ταπεινός ναΐσκος μες στο δάσος, σαν το «Εις το βουνό ψηλά εκεί είν’ εκκλησιά ερημική…». Αραιοκατοικημένη εκείνα τα χρόνια η Φιλοθέη, και με περίπλοκη ρυμοτομία, ήταν τελείως αδύνατον να προσανατολισθείς. Πίστευαν πολλοί πως και οι κάτοικοί της, επιστρέφοντας «οίκαδε», περιπλανιόνταν επί πολύ στους κυκλικούς της δρόμους, και τελικά βρίσκανε το σπίτι τους στην… τύχη. Ξεκίνησε λοιπόν ο πατέρας, πήγε στη Φιλοθέη και συνάντησε τον αρμόδιο ιερέα. Του εξήγησε την επιθυμία του γιου του να γίνει ο γάμος εκεί, αλλά ο παπάς, αφού τον άκουσε στωικά, εξέφρασε τις ζωηρές του αντιρρήσεις:

– Άκουσε τέκνον μου, είπε γεμάτος συμπόνια και κατανόηση. Όπως ξέρεις, λένε σε κάποιον κουζουλό «Τρελός παπάς σε βάφτισε». Δεν λένε «Τρελός παπάς σε πάντρεψε». Κι εγώ δεν φιλοδοξώ να γίνω ο πρώτος τρελός παπάς που παντρολογάει δω πάνω στην εξορία του Αδάμ. Και συμπλήρωσε: «Ύπαγε τέκνον μου και μηκέτι αμάρτανε…». Δεν κουνήθηκε ο πατέρας απ’ τη θέση του επιμένοντας να αναπτύσσει την επιθυμία του δικού του τέκνου.

Όταν ο ιερέας άρχισε να κάμπτεται, για να τηρηθούν τα προσχήματα και για να ‘χει τέλος μια δικαιολογία έναντι παντός τρίτου, ρώτησε: «Μήπως τρελός παπάς βάφτισε τον γιο σου;». Ο πατέρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι και δυστυχώς έλεγε την αλήθεια. Έτσι ο αγαθός λευίτης ενέδωσε…

Αργότερα η Αγία Φιλοθέη έγινε της μόδας και όλες οι κοσμικές Αθηναίες παντρεύονταν εκεί. Το επόμενο πρόβλημα που ανέκυψε ήταν τα πρόσωπα που όφειλαν να προσκαλέσουν. Κατέληξαν, πλην των αμέσων συγγενών, να παρίστανται, με τη μορφή…αντιπροσωπείας, ένας φίλος παιδικός, ένας φίλος της τρέχουσας παρέας και όσοι, μόλις άκουσαν περί γάμου, προσέτρεξαν οικειοθελώς και προσφέρανε πλούσια δώρα, καθότι πασίγνωστον τυγχάνει πως «Πολλοί πολλά εμίσησαν, αλλά τα δώρα ουδείς». Μια ενδελεχής οικονομική… ακτινοσκόπηση ευρύτερου κύκλου συγγενών απέδειξε πως η οικογένεια δεν διέθετε άτομο με προσόντα προς… κληρονομίαν ώστε να καλέσουνε κι αυτό. Έτσι έκλεισε ο κατάλογος… Το μοναδικό σημαντικό γεγονός που σφράγισε εκείνη τη χρονιά ήτανε φυσικά ο γάμος του ευάρμοστου ζεύγους που είχε μορφή κεραυνοβόλο, διότι ο αρραβώνας τους κράτησε όλο κι όλο μονάχα οκτώ χρόνια. Το καινούργιο σπίτι που θα άνοιγαν, όμως, απαιτούσε σχετικές ετοιμασίες και τρεχάματα.

Άρχισαν από τη διακόσμηση της κατοικίας τους. Βασική αρχή τους ήταν να δημιουργήσουνε «γωνιές» που θα προκαλούσαν μια ζεστή κι ευχάριστη ατμόσφαιρα. Λίγα καλαίσθητα αντικείμενα και φωτιστικά θα δίνανε τον τόνο μιας διάχυτης οικειότητας. Δεν ήτανε βέβαια το ανάκτορο της «Χιονάτης», όμως πολύ θα επιθυμούσε εκείνη να… κατοικεί σ’ αυτό. Έστησαν απλώς ένα σπίτι χωρίς βαριά κλασική επίπλωση, αλλά ούτε και μοντέρνα, των στιγμιαίων εντυπώσεων. Όλα είχαν μια έντονη προσωπικότητα και ήτανε πανέτοιμα, περιμένοντας να ξημερώσει η Πέμπτη που θα ‘φερνε τη νύφη στο καινούργιο της σπιτικό… Πριν από την Πέμπτη -αλίμονο- προηγήθηκε η Κυριακή, και τη νύχτα της προς τη Δευτέρα άνοιξαν οι ουρανοί και μια άγρια βροχή άρχισε να πέφτει με το «τουλούμι» που λέγαν οι παλαιότεροι. Και ενώ η απόφαση του νυμφίου ήταν να οδηγήσει τη νύφη στον «έβδομο ουρανό», η καταιγίδα, με την πεζότητα του… τρέχοντος ουρανού, την έφερε δευτεριάτικα πρωί-πρωί να μαζεύει νερά απ’ το πλημμυρισμένο σαλόνι με τα καινούργια χαλιά που μεταμορφώθηκε σε θάλασσα. Ήτανε τότε που «πνίγηκε» κυριολεκτικά το Μπουρνάζι, με πολλούς άστεγους και εξαφανισμένους, που τους παρέσυραν τα ορμητικά νερά της βροχής. Όταν αποκατεστάθη η εμφάνιση του σπιτιού, ο μονίμως ανήσυχος πατήρ ερώτησε τον περί πολλά άλλα τυρβάζοντα υιό, εάν «έκλεισε» το ταξί που θα τους μετέφερε στην εκκλησία. Εκείνος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Θα νοικιάσω αυτοκίνητο και θα το οδηγήσω εγώ!» τον ενημέρωσε. Ανατρίχιασε πάλι ο γονιός. «Και αν χαλάσει; Αν σε πιάσει λάστιχο στον δρόμο, τι θα κάνεις;».

Η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Γιατί να χαλάσει;». Απόκριση που δεν καθησύχασε καθόλου τον πατέρα. Ελάχιστοι είχαν τα χρόνια εκείνα αμάξι, αλλά υπήρχε πληθώρα γραφείων ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Τα νοικιάζανε προς δύο δραχμές το χιλιόμετρο, με ελάχιστο τα 50 χιλιόμετρα το 24ωρο. Με ένα κατοστάρικο δηλαδή καθάριζες. Τα περισσότερα ήταν Όπελ ρέκορντ ή Ολύμπια, Τάουνους και Φίατ εξακοσαράκια. Ένα τέτοιο νοίκιασε και ο γαμπρός. Το έπλυνε, έβαλε βενζίνη και όδευσε προς τα πεπρωμένα του…

Το μυστήριο ετελέσθη κανονικά και μερικές σαχλαμάρες του πέρασαν απαρατήρητες. Ύστερα φόρτωσε τη νύφη, τον γέρο του και δυο γειτόνους στο όχημα και κατηφόρισαν για το γαμήλιο τσιμπούσι. Κάπου εκεί όμως στη λεωφόρο Κηφισίας η προαίσθηση του πατέρα βγήκε αληθινή. Τους έπιασε λάστιχο. Και βλέπαν οι περαστικοί μέσα σ’ ένα σταματημένο κουρσάκι μια νύφη, τρεις καλοντυμένους επιβάτες που δάγκωναν τα χείλη τους μη τους ξεφύγει καμιά λέξη και γίνει ο άλλος θηρίο, κι έναν γαμπρό με τα άνθη λεμονιάς στο πέτο του να προσπαθεί να μανουβράρει έναν ανάπηρο γρύλλο…


Σχολιάστε εδώ