Η έλλειψη κοινωνικού κεφαλαίου τροχοπέδη για μια σωστή πανεπιστημιακή παιδεία
Στην περίπτωση αυτή και προκειμένου να υλοποιηθούν αυτές οι αλλαγές, δεν πρέπει να αγνοηθεί ο παράγων της ύπαρξης «κοινωνικής δομής» εντός των Πανεπιστημίων. Αυτός ο παράγων ερμηνεύεται καλύτερα από τον όρο «κοινωνικό κεφάλαιο».
Επομένως, η επιτυχία ενός κυβερνητικού μέτρου που σχετίζεται με την ανώτατη εκπαίδευση στην πράξη εντοπίζεται στο ερώτημα: Ποια είναι η ανταπόκριση του κοινωνικού κεφαλαίου στις όποιες αλλαγές η πολιτεία θέλει να εφαρμόσει στα Πανεπιστήμια της χώρας;
Συνειρμικά, καλούμαστε να απαντήσουμε: Κατ’ αρχάς υπάρχει κοινωνικό κεφάλαιο μέσα στα Πανεπιστήμια; Και στη συνέχεια να διερωτηθούμε:
i) Υπάρχει χρηματικό κεφάλαιο, αναγκαία χρηματοδότηση για τα ΑΕΙ στα Πανεπιστήμια;
ii) Πώς διαμορφώνεται το ανθρώπινο κεφάλαιο μέσα στα Πανεπιστήμια;
Ο Πάτμαν καθορίζει την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου ως «… δικτύων, κανόνων και εμπιστοσύνης που εξυπηρετούν τη συλλογική δράση».
Η Διεθνής Τράπεζα θεωρεί ότι το κοινωνικό κεφάλαιο διαμορφώνει τους θεσμούς, τις σχέσεις και τις αξίες που ρυθμίζουν τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Συνεπώς, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι το κοινωνικό κεφάλαιο δημιουργεί κοινωνικά οφέλη, ενισχύοντας την κοινωνική αλληλεγγύη και μειώνοντας το κόστος συναλλαγής.
Αν θέλουμε τώρα να εξετάσουμε την πορεία του κοινωνικού κεφαλαίου στη χώρα μας, θα παρατηρήσουμε ότι, ενώ έχουμε καταφέρει να αυξήσουμε το κατά κεφαλήν εισόδημα, έχουμε πετύχει την επιμήκυνση της προσδοκώμενης ζωής και γενικά έχουμε μια εμφανή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, εν τούτοις έχουμε έλλειμμα κοινωνικού κεφαλαίου.
Δεν υπάρχει πλέον αλληλεγγύη, κοινός στόχος, δεν ισχύει το «όλοι για έναν και ένας για όλους».
Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές αυτό ισχύει και μέσα στα Πανεπιστήμια. Πολλοί απ’ τους καθηγητές αρχίζουν να βλέπουν το έργο τους ως επάγγελμα και όχι ως λειτούργημα, και το γεγονός αυτό αποκαρδιώνει τους νέους ανθρώπους, τους φοιτητές τους, που διψούν για ελεύθερη μάθηση. Πολλές φορές οι φοιτητές αντιμετωπίζονται από τους καθηγητές τους με σκεπτικισμό, πολιτική σκοπιμότητα, ξύλινη γλώσσα και περιχαράκωση σε αρχές με τις οποίες εκείνοι δεν συμφωνούν, γιατί ακόμη είναι ασυμβίβαστοι με το όποιο κατεστημένο.
Θετικοί στόχοι, μεγάλες ιδέες, ανιδιοτελής προσφορά και μη αμειβόμενο έργο δεν αναγνωρίζονται.
Τα Πανεπιστήμια, που θα έπρεπε να είναι εκκολαπτήρια ισχυρού κοινωνικού κεφαλαίου, στο οποίο θα στηριχθεί το μέλλον της χώρας μας, στην καλύτερη των περιπτώσεων δίνουν στην κοινωνία άξιους managers, σκληρούς επαγγελματίες, «πετυχημένους» οικονομικά πολίτες.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με εγγενή προβλήματα της παιδείας, κυρίως της ανώτατης, που χρονίζουν, καθιστούν τον χώρο πεδίο απροσδιόριστο.
Υπάρχει υποχρηματοδότηση του δημόσιου Πανεπιστημίου, υπάρχει έλλειψη υποδομών, κατάλληλων φοιτητικών εστιών και χώρων άθλησης για τους φοιτητές.
Υπάρχει επίσης το γνωστό πρόβλημα, στο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, που ενίοτε οδηγεί τους φοιτητές σε άλλο γνωστικό αντικείμενο από εκείνο που είχαν ονειρευτεί να σπουδάσουν.
Ισχύει εδώ το γνωστό «για αλλού ξεκινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει», που όμως είναι πολύ σκληρό, όταν απευθύνεται σε νέους ανθρώπους.
Η κατάσταση, σήμερα, στα Πανεπιστήμια της χώρας δεν είναι η καλύτερη δυνατή, ιδιαίτερα μετά την αναγνώριση των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών από τον Νέο Νόμο που ψηφίστηκε πριν λίγο. Το κλίμα που επικρατεί στην ακαδημαϊκή κοινότητα είναι από ανησυχητικό μέχρι έντονα αρνητικό.
Οι φοιτητές αισθάνονται ότι θίγονται τα «κεκτημένα» επαγγελματικά τους δικαιώματα και έχουν αβεβαιότητα για το μέλλον. Η υποχρηματοδότηση των Πανεπιστημίων συνεχίζεται, και έτσι μειώνεται ακόμη περισσότερο το «χρηματικό κεφάλαιο», και πολλά προβλήματα που σχετίζονται με κτιριακές υποδομές και εκσυγχρονισμό των υποδομών παραμένουν άλυτα.
Φυσική συνέπεια είναι και η καθυστέρηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων.
Όμως όλα αυτά δεν μπορούν να επηρεάσουν δραστικά την ποιότητα του έργου των δημοσίων Πανεπιστημίων, όσο το έλλειμμα του κοινωνικού κεφαλαίου.
Η έλλειψη εποικοδομητικού διαλόγου και εμπιστοσύνης αποτρέπει τη δημιουργία δικτύων συνεργασίας, συμπαγών ερευνητικών ομάδων, επιτροπών με κοινούς στόχους και οράματα για διάχυση της γνώσης.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες παρεμποδίζεται και η συνεργασία μεταξύ των Πανεπιστημίων, καθώς και μεταξύ Πανεπιστημίων και Πολιτείας.
Καταλήγουμε ότι χρειάζεται μια νέα μορφή διακυβέρνησης των Πανεπιστημίων που θα στηρίζεται στο κοινωνικό κεφάλαιο και στην αυτονομία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.