ΗΤΑΝ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΚΟΥΚΙΑ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ…
«Εκείνο το βιβλίο, “Το καλύβι του μπαρμπα-Θωμά”, είναι ακόμα μπεστ σέλερ, αλλά αν το ζητήσετε σε κανένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης, θα σας κοιτάζουν ξαφνιασμένοι: “Όχι, κύριε, μας τελείωσε…”. “Μήπως ξέρετε πού μπορώ να το βρω;”. “Ρωτήστε σε άλλη πολιτεία. Ίσως!”.
Άδικα θα ψάξετε, εκτός από μερικές που το έχουν και στη βιτρίνα τους, όπου και πολλοί ακόμα μπαρμπα-Θωμάδες ψάχνουν για την καλύβα τους.
Φθάνοντας όμως κάποιος στην αμερικανική μεγαλούπολη, το πρώτο που θα του κάνει εντύπωση από το αεροδρόμιο του Κένεντι, είναι η συντριπτική κυριαρχία του μαύρου πάνω στο λευκό. Τέτοια χρωματική καταδυνάστευση του μαύρου, που σου δημιουργεί επαναστατικές επιθυμίες, μέχρι δηλαδή και ρατσιστικό απωθημένο.
Στον έλεγχο των διαβατηρίων. Δύο υπάλληλοι μαύροι και ένας λευκός, κι αυτός κοντός, λειψός, ενώ οι μαύροι θεριά, ντουλάπες τρίφυλλες. Στους αστυνομικούς που περιφέρονται καχύποπτοι ακόμα κι αν θα βήξεις, τρεις μαύροι με την μπλε στολή και τα πιστόλια στη ζώνη. Ένας λευκός που πέρα βρέχει.
Στο τελωνείο. Οκτώ ζευγάρια μαύρα χέρια. Δύο ζευγάρια λευκά ψαχουλεύουν αναιδέστατα τις αποσκευές. Πολύ το ψαχούλεμα. Τόσο που σε κάνει να νιώθεις λαθρέμπορας για τα δυο πακέτα που τόλμησες να έχεις παραπάνω από τα επιτρεπόμενα.
Στο μεταξύ, δίπλα, μια ταμπέλα προειδοποιεί ότι «απαγορεύονται τα ναρκωτικά». Κανένας όμως δεν σε ρωτάει αν έχεις στην τσέπη σου ηρωίνη. Τα τσιγάρα μόνο είναι που βλάπτουν σοβαρά την υγεία και απαγορεύονται. Από τα άλλα κερδίζεις περισσότερα και αφορολόγητα.
Στον ιατρικό έλεγχο μια μαύρη γιατρίνα με κατσαρό μαλλί σαν φουντωμένος βασιλικός βουτηγμένος σε σινικό μελάνι, σε εξετάζει αν έκανες μπόλι. Από την υπογραφή της κρέμεται η είσοδός σου στο βασίλειο των λευκών.
Και στις αποσκευές. Και εκεί απόλυτη κυριαρχία των μαύρων χαμάληδων που θα σου κουβαλήσουν τις βαλίτσες στο ταξί με μισό δολάριο. Ούτε ένας λευκός. Λευκούς χαμάληδες θα βρεις οπουδήποτε αλλού εκτός από την Αμερική. Κι αυτούς από μαύρη απελπισία.
Στην Αμερική ο μόνος λευκός που δεν έχει δίπλα του τον μαύρο συνάδελφο είναι ο διευθυντής. Όπως μαύροι και οι περισσότεροι οδηγοί στα ταξί, στα λεωφορεία. Μαύροι και οι εισπράκτορες στον υπόγειο, στα “μπας”, στα πάρκινγκ. Μαύρη και η πλειοψηφία των υπαλλήλων στα μαγαζιά, των σερβιτόρων στα μπαρ, στα εστιατόρια, στις καφετέριες. Πολύ το μαύρο γενικώς. Ακόμα και στα κτίρια, στους ουρανοξύστες, στις εκκλησίες, στα μνημεία.
Ως και στο άγαλμα της Ελευθερίας, μαύρο κι αυτό. Όχι από φυλετικό φανατισμό, να μη λέμε τώρα και υπερβολές. Από τα καυσαέρια.
Και το μόνο λευκό, ο Λευκός Οίκος. Διότι κυβερνά. Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι μαύρος.
Ίσως όμως και ο επόμενος πρόεδρος της Αμερικής, μετά τον Ρίγκαν, να είναι μαύρος. Και δεν το λέω εγώ, είναι τα κουκιά που το λένε.
* Η ιστορία των μαύρων της Αμερικής είναι νόμισμα με δύο όψεις. Ποια είναι η σωστή, δύσκολο να βρεις την άκρη. Σαν νόμισμα όμως αν το μετρήσεις, τότε και από τις δύο όψεις το εξαργυρώνεις με την ίδια αξία, διότι στην Αμερική εκείνο που οφείλεις να το ζηλεύεις είναι ο νόμος των ίσων δικαιωμάτων. Με ένα δολάριο τα ίδια ψώνια μπορείς να κάνεις, είτε είσαι άσπρος σαν το γάλα είτε μαύρος σαν το κατράμι.
Στην Αμερική υπάρχουν ξενοδοχεία που δεν δέχονται μαύρους πελάτες. Έτσι και τολμήσει να μπει μαύρος, τον έφαγε και μαύρο φίδι. Όπως και στο Χάρλεμ, αν τολμήσει λευκός να το περπατήσει βράδυ, είναι πολύ αμφίβολο αν θα τον βρει το ξημέρωμα.
Υπάρχουν και βαγόνια σε τρένα για μαύρους επιβάτες, γεγονός αυτό μέχρι πριν από λίγο. Όπως και πριν από πολύ υπήρχαν και ολόκληρα τρένα μόνο για λευκούς. Τι άλλαξε; Απλούστατα οι αμαξοστοιχίες αποκτήσανε περισσότερα βαγόνια.
Υπάρχουν και σπίτια που, όσο νοίκι και να πληρώσεις, δεν βάζουν μέσα μαύρους νοικάρηδες, διότι “δικό μου είναι το σπίτι κι όποιον θέλω βάζω μέσα”. Όπως και η ταινία “Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει απόψε στο σπίτι” που η κόρη φέρνει τον μαύρο Σίντνεϊ Πουατιέ για υποψήφιο άντρα της, για να τον γνωρίσουν οι γονείς της -ήταν κινηματογράφοι που αρνήθηκαν να την παίξουν. “Δικός μου, κύριε, είναι ο κινηματογράφος και όποιο μούβι θέλω το παίζω”.
Και πάλι στην Αμερική, υπάρχουν δικαιώματα εργασίας για τους μαύρους, που έτσι και τολμήσει άσπρος εργοδότης να τα καταπατήσει, είναι σαν να υπογράφει την καταδίκη του. Την άλλη μέρα το κλείνει και πάει για φρέσκα. Όπως και υπάρχουν περιοχές μαύρων, “γκέτο” κανονικά, που έτσι κι ένας παλικαράς λευκός, ακόμα και στα μέτρα του Τζον Γουέιν, πειράξει μαύρη γκόμενα, την άλλη μέρα, πέντε το απόγευμα, τον κλαίει η μάνα του στο μνήμα. Και πολύ τέτοιο μνήμα είναι φυτεμένο στην Αμερική, ιδιαίτερα στον Νότο.
Το “Όσα παίρνει ο άνεμος” παίζεται σε “ριάλιτι” ακόμα. Ήταν και σπουδαία ταινία και σαν σπουδαία δουλειά, δύσκολα εξανεμίζεται!
Υπάρχουν μαύρες προσωπικότητες τόσο καθιερωμένες, αναγνωρισμένες και παγκόσμια αποδεκτές, που κανένας λευκός δεν ονειρεύτηκε τέτοιες επιβραβεύσεις. Είναι οι “μαύρες” αξίες που έβγαλαν “ασπροπρόσωπη” την Αμερική.
Όπως και υπάρχουν και λευκοί φοιτητές σε αμερικάνικα πανεπιστήμια που κρέμονται από τα χείλη μαύρων δασκάλων, επιβεβαιώνοντας τις δύο όψεις.
Ίσως και ο επόμενος, άντε ο μεθεπόμενος πρόεδρος της Αμερικής, να είναι μαύρος. Και δεν το λέω εγώ, είναι τα κουκιά που το λένε.
* Όποιος πει βέβαια πως όλοι οι μαύροι της Αμερικής είναι άγγελοι, θα πει ψέματα, και είπαμε ψέματα να μη λέμε. Υπάρχουν και άλλοι που τινάζεις το γιακά σου. Τρέμεις να περάσεις αργά το βράδυ από τους 42 δρόμους του Μανχάταν. Τους βλέπεις μαζεμένους στις γωνίες, έτοιμους να σου μπήξουν το σουγιά για να σου πάρουν ένα δεκαδόλαρο ή έστω και μόνο τα παπούτσια για τη δόση τους. Τα περισσότερα ξενοδοχεία σού το λένε καθαρά. Καμιά ευθύνη δεν αναλαμβάνουν για την ασφάλεια αντικειμένων αξίας. Ούτε για την ξυριστική σου μηχανή. Το περισσότερο προσωπικό είναι μαύροι. Και τσιμπολογάν. Ό,τι βρούνε. Ένα ξενοδοχείο με πεντακόσια δωμάτια δεν μπορεί να πληρώνει και πεντακόσιους αστυνομικούς, άσε δηλαδή που δεν αποκλείεται να τσιμπολογάν και οι αστυνομικοί. Κανένας δεν είναι τέλειος.
Στην Ουάσιγκτον το ποσοστό εγκληματικότητας σε μαύρους φτάνει το 75%. Πρωτεύουσα είναι, να μην έχει τα πρωτεία; Όταν πιουν γίνονται αφόρητοι. Και πίνουν σαν νεροφίδες. Πίνουν, λέει, για να ξεχάσουν. Και τότε αρχίζουν να θυμούνται ότι είναι μαύροι και γίνονται χειρότεροι.
Και καπνίζουν και πολύ. Όχι αθώα τσιγαράκια. Από τα άλλα, τα τσιγαριλίκια, για να βρεθούν, λέει, σε άλλους κόσμους. Να νιώσουν ευτυχισμένοι. Και όταν “φτιαχτούν”, τότε χαλάνε τους άλλους για να μη χαλάει η συνταγή της ισότητας.
Μιλάνε και δεν μπορείς να καταλάβεις, σοβαρά τα λένε ή κάνουν τη μαύρη πλάκα τους; Με εκείνη την ψιλόσυρτη φωνή τους, που είναι μισή κουβέντα και το άλλο μισό τραγούδι. “Γιες, μέεεεεμ! Ολ ράιτ, μέεεεεμ! Θενκς, μέεεεεμ!”
“Μεμ” θα πει κυρία. Έτσι όμως που τη λένε, γίνεται κάθε άλλο από “κυρία”. Ρόμπα την κάνουν. Σκέτη ρόμπα.
Μ’ εκείνες τις χειλάρες τους που κρέμονται μισό μέτρο στο κενό. Σαν σάρκινες ειρωνικές αναίδειες. Και με τα μάτια τους, που όταν το θέλουν, τα κάνουν να είναι το άκρον της ηλιθιότητας. Και μόλις γυρίσεις το κεφάλι σου από την άλλη μεριά, σπίθες πονηριάς και αντίληψης φεγγοβολούν ως μέσα βαθιά στην κόρη του ματιού…
Ακόμα και με τα πόδια τους. Σκέλια ατέλειωτα, ευέλικτα, ακούραστα, ρυθμικά, πόδια με χιούμορ τα νέγρικα πόδια. Νομίζεις πολλές φορές πως μιλάνε, πως συζητούν, πως σχολιάζουν. Σαν να μεταφράζουν όσα αποφεύγει να πει το στόμα. Χορεύουν και κοροϊδεύουν. Πατάνε και ειρωνεύονται. Χτυπάνε κάτω και εκδικούνται.
Ένας μορσικός κώδικας χωρίς συγκεκριμένη αποκρυπτογράφηση. Τον μεταφράζεις κατά τη φαντασία σου. Αν έχεις.
Είπαμε πως δεν είναι αγγελάκια οι μαύροι. Έχουν κι αυτοί τον διάβολο μέσα τους.
Ούτε είναι όλοι τους αδικημένοι, καταδυναστευμένοι και καταπατημένοι. Υπάρχουν μαύροι άρχοντες, που συναγωνίζονται τον Ροκφέλερ. Όπως και υπάρχουν μαύροι που μπροστά τους θα στεκόταν σούζα και ο Ντον Κορλεόνε της μαφίας.
Ο Κάσιους Κλέι υπήρξε η “εθνική μπουνιά των Ηνωμένων Πολιτειών και ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ο Άγιός τους.
Ίσως και ο επόμενος, άντε ο μεθεπόμενος, ο κάποιος επόμενος των επομένων πρόεδρος της Αμερικής να είναι μαύρος. Και δεν το λέω εγώ. Είναι τα κουκιά που το λένε».
* Εδώ τελείωνε εκείνο το χρονογράφημα του 1988 και θυμάμαι τον Γεώργιο Ρούσσο, διευθυντή τότε του «Ταχυδρόμου», που μου είπε γελώντας όταν το διάβασε: «Δεν το ‘ξερα! Μας βγήκες τώρα και προφήτης».
Κρίμα που ο σπουδαίος εκείνος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας δεν είναι πια κοντά μας για να του έλεγα: «Μα, δεν το είπα εγώ. Είναι τα κουκιά που το έλεγαν».
(Από το βιβλίο «Το Χόλλυγουντ της Πλατείας Κάνιγγος» των εκδόσεων «Σιδέρη»)