ΑΠΟ ΤΑ ΤΩΡΑ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΗΛΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΤΣΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΔΕΚΤΟΙ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΟΥΤΟΠΙΑ
Εντός τής μαύρης μου ζωής
είδα λευκός τί είναι,
πέρασα τόσα βάσανα
– γιά κοίτα με καί κρίνε.
Κοίτα τό χρώμα τών μαλλιών
επί τής κεφαλής μου,
δέν είναι χιόνι τʼ ουρανού
καί άνθη τής αυλής μου.
Βήμα τό βήμα προχωρώ
καί πουθενά δέν φτάνω
καί μέσα στήν μαυρίλα μου
όνειρα μόνο φτιάνω.
Λευκός χαρακτηρίζομαι
–λίγο μελαχρινούλης–
δέν είμαι μαύρος ακραιφνής
ούτε καί Σουηδούλης.
Τώρα τά πάντα άλλαξαν
βόλτα πήρε η ρόδα
καί τό ντεμί-μαυριδερός
…έγινε πλέον μόδα.
Πού νά υπάγω ουρανέ
ανασασμό νά πάρω
ποιές αλοιφές νά αλειφτώ
νά μήν φοβάμαι Χάρο;
Νά μοιάζω μέ κανίβαλο
καί νά μέ σέβονται όλοι,
νά περπατώ περήφανος
στήν άθλια τούτη πόλη;
(Σού εφιστώ τήν προσοχή
μή μέ περάσουν γι’ άλλον
καί μέ ξαπλώσουν καταγής
ρύπον στό περιβάλλον.)
Τήν Προεδρία δέν ζητώ
μόνο ένα κουστούμι
πού νά πηγαίνει ασορτί
μέ κάθε μου σουσούμι.
Ένα τό χρώμα είναι πιά
τού κάρβουνου τό χρώμα,
έτσι τά θέλουν οι καιροί
καί οι λευκοί ακόμα.
Είν’ ένα σύμπτωμα φυγής,
μιά αλλαγή στά γούστα,
ή μήπως ψυχασθένεια
πού μοιάζει μπλούζα-φούστα;
Είχαν μπουχτίσει οι Λαοί
απ’ τήν σαθρή ασπρίλα
καί τώρα υποδέχονται
τήν φωτεινή μαυρίλα.
Τυχαίο είν’ τό γεγονός
ή φούλ σχεδιασμένο
απ’ τούς σκιώδεις τύραννους
σέ Κόσμο απελπισμένο;
Δέν ξέρω καί δέν απαντώ
καί γράμματα γνωρίζω.
(Μπορεί τό μαύρο νά βαφτεί
καί νά μάς βγεί ως γκρίζο;)
Θεέ βάλε τό χέρι σου
έστω τό δαχτυλάκι,
μήπως καί φάβα κρύβουνε
τών Τραπεζών οι λάκκοι.
………………………………………….
Πιστεύετε ότι τό εγκατεστημένο
τής Ουασιγκτώνος θά συνηγορούσε
νά βγεί Πρόεδρος μέ τόση δύναμη
καί μάλιστα ημίμαυρος;
Τότε τί γυρεύουν
πίσω του παγκόσμια τέρατα,
η Ολμπράιτ, ο Χόλμπρουκ κ.ά.;
Ελπίζω νά τους θυμάστε,
γιατί αυτοί
δέν μάς ξέχασαν.