Έγκλημα χωρίς τιμωρία

Λυπάμαι που θα είμαι ιδιαίτερα σκληρός, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά.

Στον δημόσιο βίο τελείται ένα διαρκές έγκλημα χωρίς τιμωρία: ο διασυρμός των θεσμών και ο εμπαιγμός του λαού.

Ακούμε συχνά ότι για να υπάρξει κολασμός των αδικημάτων που διαπράττουν οι υπουργοί, πρέπει να αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Αυτό φταίει, λένε όσοι το ισχυρίζονται, που τα αδικήματα δεν οδηγούνται σε διαλεύκανση και ο δημόσιος βίος σε εξυγίανση. Τι να πει κανείς; Υποκρισία, ακρισία; Ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν φταίει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, του οποίου οι αδυναμίες υπάρχουν. Φταίει η έλλειψη αληθινής, πραγματικής βούλησης, δικαστικής συνείδησης των μελών των κοινοβουλευτικών οργάνων τα οποία επιλαμβάνονται τη διερεύνηση των πάσης φύσεως ευθυνών. Κατ’ αρχάς πρέπει να διαστείλουμε την πολιτική από την ποινική ευθύνη. Η πολιτική ευθύνη είναι αυτοτελής και δεν συνδέεται αναγκαία με διάπραξη ποινικού αδικήματος. Κριτής της πολιτικής ευθύνης είναι η συνείδηση του πολιτικού, η κομματική ηγεσία και τελικά ο λαός. Από την στιγμή που θα υπάρξει επιλήψιμη πολιτικά συμπεριφορά του πολιτικού (και εδώ δεν το εντοπίζουμε στον υπουργό αλλά σε κάθε πολιτικό πρόσωπο), η κύρωση, όταν δεν προέρχεται από την πολιτική ευθιξία (αυτοκύρωση) του ίδιου του πολιτικού, πρέπει να έρχεται αυτομάτως και ακαριαίως από την ηγεσία. Σε θέματα πολιτικής ηθικής δεν χωρεί αδράνεια στους ηγέτες, δεν συγχωρείται ανοχή. Ακούμε συχνά τη φράση από την εποχή του εκσυγχρονισμού «όποιος έχει στοιχεία, να πάει στον εισαγγελέα». Αυτό ισχύει για τις τυχόν ποινικές ευθύνες, όχι για τις πολιτικές, για τις οποίες, όπως τονίστηκε, κριτές είναι άλλοι. Άλλωστε, ανεξάρτητα από τον ποινικό χαρακτήρα του αδικήματος και μέχρι την οριστική κρίση του από τη Δικαιοσύνη, υπάρχει η διαθεσιμότητα, η προσωρινή παύση, η οριστική απαλλαγή από τα καθήκοντα. Τούτο πρέπει να ισχύει ιδιαίτερα στον δημόσιο βίο. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ισχύει εκείνο που είχε πει στη Βουλή ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου: «Η πολιτική ευθιξία δεν επιτρέπει εις τους υπουργούς να παραμένουν εις τας θέσεις των, διότι η παραμονή εις την κυβέρνησιν παρέχει την εντύπωσιν επηρεασμού της Δικαιοσύνης. Δεν είναι ομολογία ενοχής η παραίτησις: είναι ακριβώς το αντίθετον! Η περίτρομος προσκόλλησις εις την Αρχήν παρέχει την εντύπωσιν ενοχής…».

Το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής έχουν προβλέψει τα θεσμικά όργανα τα οποία ερευνούν τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες των υπουργών. Είναι οι εξεταστικές και ανακριτικές επιτροπές. Και τις έχουν εξοπλίσει με όλες τις αρμοδιότητες του ανακριτή και του εισαγγελέα. Δυστυχώς, όμως, δεν τις έχουν απαλλάξει από την υποκειμενικότητα που υπακούει στην κομματική σκοπιμότητα και έτσι τα «αποτελέσματά» τους τα τελευταία χρόνια αποτελούν εμπαιγμό. Αν οι επιτροπές αυτές δεν λειτουργήσουν με ανεξαρτησία γνώμης των βουλευτών και ψήφο κατά συνείδησιν (άρθρο 60 του Συντάγματος), αν δεν αποκτήσουν δικαστική συνείδηση και «κρίση δικαίου», τότε λυπούμεθα αλλά δεν έχουν λόγο υπάρξεως. Διακωμωδούν τους θεσμούς της Δημοκρατίας.

Λειτουργεί κατ’ αυτάς η εξεταστική επιτροπή για το μέγα σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Μεγαλύτερο σκάνδαλο, όμως, είναι ότι γνωρίζουμε από τώρα το αποτέλεσμα της Επιτροπής. Το προαναγγέλλουμε: απαλλακτικό πόρισμα από την πλειοψηφία της Επιτροπής, παραπεμπτικό πόρισμα από τη «μείζονα» μειοψηφία της και ενδεχόμενες προτάσεις (πορίσματα) από τις «ελάσσονες μειοψηφίες» της, με την έννοια του «ναι μεν, αλλά» ή «και ηδύνατο τις ειπείν» κ.λπ. Αυτό δεν αποτελεί εμπαιγμό του λαού, διασυρμό των θεσμών και διαιώνιση της αμβλυμένης πολιτικής ηθικής; Αν οι εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές δεν μπορούν να λειτουργήσουν με όρους ανεξαρτησίας και με ελεύθερη δικανική κρίση, να καταργηθούν. Έτσι όπως λειτουργούν, το έγκλημα κατά των θεσμών το διαπράττουν οι ίδιες και μάλιστα χωρίς τιμωρία.


Σχολιάστε εδώ