ΠΟΣΟ «ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ» ΕΙΜΑΣΤΕ;

Και μια ελπίδα που είχαμε για κανένα θαυματάκι, έστω και των δύο αστέρων, πάει κι αυτή, γιατί στο μεταξύ παραιτήθηκε και ο κ. Θεόδωρος Ρουσόπουλος, που σαν θεοβάδιστος κι αυτός, αλλά το περισσότερο και σαν γιος ταχυδρόμου, θα μπορούσε να το πάει το γράμμα στον Ύψιστο, αλλά να το ξεχάσουμε έτσι που γίναμε για τα κλάματα, με τις ρέγκες για «μοιρολογίστρες.

Κι έτσι τώρα, για «ακαταλληλότητα» να κυβερνήσει κατηγορεί την κυβέρνηση η αξιωματική αντιπολίτευση -άδικα ή σωστά αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία-, αλλά και για «ακαταλληλότητα» να κάνει σωστά τη δουλειά της κατηγορεί το κυβερνών κόμμα την αντιπολίτευση. «Μία σου και μία μου» δηλαδή τηρουμένου με συνέπεια το κοινοβουλευτικό ισοζύγιο.

Μήπως όμως έχουν άδικο και οι δύο παρατάξεις; Δεν θα το λέγαμε, όχι γιατί δεν είμαστε και εμείς «αυστηρώς ακατάλληλοι» για να το κρίνουμε, αλλά επειδή έχουν περάσει 38 ολόκληρα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, χωρίς να έχουν μπορέσει να μας πείσουν ότι δεν είναι και αυτοί «αυστηρώς ακατάλληλοι» για να κάνουν, έστω και καλούτσικα, βρε αδερφέ, τη δουλειά τους. Και με βεβαρημένο ποινικό μητρώο με παραπτώματα σε βαθμό κακουργήματος, που έμειναν ατιμώρητα και χρεωμένοι μ’ ένα σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου ο καθένας τους, με αποτέλεσμα να γίνουν πλουσιότεροι οι γκόλντεν μπόις και φτωχότεροι οι μπατίρεν μπόις.

Και όσο για το ποιος φταίει περισσότερο, μην το ψάξετε, άδικα, διότι η ευθύνη είναι όλη δική μας.

Όπως ακριβώς, για παράδειγμα, δική μας είναι και η ευθύνη για τη σωστή ή τη λαθεμένη εκλογή της ερωτικής μας συντρόφου (για τους άντρες λέω, οι γυναίκες είναι πια γάτες) και που όταν την επισημοποιούμε και μ’ ένα γάμο, είναι όπως διαλέγουμε με κλειστά μάτια κι έναν πρωθυπουργό, πότε με μια ψήφο και πότε με μια βέρα. Διότι «πού πας, κύριε, χωρίς να ρωτήσεις αν η λεγάμενη ξέρει να κάνει μια ομελέτα ή αν αυτός που ψήφισες για να σε κυβερνήσει ξέρει να ρίχνει και καμιά «χριστοπαναγία» όταν μαθαίνει ότι ο κολλητός του υπουργός, τον καιρό που μπήκε στην κυβέρνηση, έμενε σ’ ένα τριαράκι στην Καισαριανή και σε τρία χρόνια έχτισε ένα παλάτι στην Πολιτεία κι άλλο ένα στη Μύκονο.

Θα μου πείτε ότι στην πρώτη περίπτωση του γάμου παίζει ρόλο και το ερωτικό στοιχείο και δεν θα διαφωνήσουμε, αλλά ποιος σας είπε ότι και με τους πολιτικούς που διαλέγουμε η σχέση μας δεν είναι και ερωτική; Όχι βέβαια και στο βαθμό να πέσουμε στο κρεβάτι μαζί τους και δεν εννοώ εδώ το άλλο «αυστηρώς ακατάλληλο», της τσόντας, γιατί δεν θα την έκανα καθόλου κέφι μια συνεύρεση με τη συμπαθέστατη κατά τα άλλα κ. Παπαρήγα και ακόμα λιγότερο με τον παλαιόθεν φίλο μου κ. Καρατζαφέρη, όμως αυτή η «ερωτική σχέση», η ψυχική ταύτιση, αν θέλετε, δεν είναι μόνο η σεξουαλική, για να μην τα ρίχνουμε όλα στο καλαμπούρι, διότι τα πράματα είναι σοβαρά. Μιλάμε για τον κ. Καρατζαφέρη. Και να μην ξανακούσω ότι οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν, γιατί θα κόψουμε τις καλημέρες, διότι αυτό μπορεί να ισχύει για την Ουγκάντα και την Αουάντα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν το δέχομαι για εμάς.

ΟΧΙ, ρε φίλε, αξίζουμε για καλύτερους και είναι λάθος να λέμε ότι ποτέ δεν τους είχαμε, αλλά πώς να το κάνουμε, δεν πετυχαίνει πάντα η χημεία κι έτσι, όπως και μια όρνιθα μπορεί μία στις εκατό να σου βγάλει δίκροκο αβγό, έτσι και οι μάνες, άντε μια φορά στον αιώνα, άντε και δύο, να σου βγάλουν εθνάρχη, που κι αυτοί όχι λίγες φορές θα σου την κάνουν τη λαχτάρα και πότε ο ένας θα την κοπανήσει και θα αυτοεξοριστεί στο Παρίσι επειδή έχασε τις εκλογές και πότε ο άλλος θα σε στείλει για τη Μεγάλη Ιδέα στη Σμύρνη και στην καταστροφή. Για να θυμάσαι πάντα τα «ματωμένα χώματα». Όμως άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε και μερικά μάλιστα και «αυστηρώς ακατάλληλα». Ας προσέχαμε.

Η «ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ» ΤΟΥ «ΑΥΣΤΗΡΩΣ»
(…και η «αυστηρότητα» του «καταλλήλου»!)

Από τον τίτλο της νέας ταινίας της συγγραφοσκηνοθετικής δυάδας Μ. Ρέππα και Θ. Παπαθανασίου «Αυστηρώς κατάλληλο» είναι το επόμενο θέμα, με την προσθήκη ενός «άλφα», αν μου το επιτρέπουν, επειδή τα «ακατάλληλα» έχουν πάντα περισσότερο ενδιαφέρον και τους ευχαριστώ. Αν και την ταινία τους δεν βιάστηκα να τη δω, επειδή έχοντας δει την προηγούμενη «ελληνότροπη» ταινία τους, «Το κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο», είναι ΣΑΝ να είδα και την επόμενη. Και τη χαρακτηρίζω κι αυτή σαν «ελληνότροπη», επειδή η «ελληνικότητά» της μοιάζει με τον μετανάστη που βάζει στην τσέπη την «πράσινη κάρτα», φτιάχνει τη ζωή του στα «στέιτς», αποκτάει τα ίδια δικαιώματα με τον ντόπιο Αμερικανό, μπερδεύει κάπου και τα ελληνικά του και λέει «ελεβατόρια» τους ανελκυστήρες, «χουτέλια» τα ξενοδοχεία και «μπιλοζίρια» τις κάτω του μηδενός θερμοκρασίες, αλλά Αμερικανός με τη «βούλα» δεν γίνεται ποτέ. Κρατάει τις ρίζες του και πάνω στα ντουζένια του ρίχνει και κανένα τσάμικο, χωρίς όμως να του κάνει πλάκα, και αυτό είναι προς τιμήν του γιατί και θυμάται και σέβεται. Όταν όμως τραβάει τα σιχτιρλίκια του για την Αμερική, θα του έλεγα ότι αυτός ειδικά δεν κάνει καλά, γιατί, όπως και να το κάνεις, ρε φιλάρα, η Αμερική είναι που σου άνοιξε την πόρτα, τότε που παρακαλετός της ζήτησες καταφύγιο κι εσύ και ο μπαμπάς σου και ειδικά εσύ που φιλοξενήθηκες και πρόκοψες (με την αξία σου, εντάξει, καμιά αντίρρηση, οκέι) δεν μπορείς στο φινάλε να την κάνεις σούργελο και ρόμπα.

Κάπως έτσι, σαν «μετανάστες» στα χωράφια του Ελληνικού Κινηματογράφου, μας ήρθαν ο Θανάσης Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας, με τη διαφορά ότι δεν τα περπάτησαν ξυπόλυτοι και απελπισμένοι, αλλά σαν χορτάτοι και ψιλοσνομπάροντες τουρίστες και VIPS πολυτελείας, που τους δόθηκαν όλες οι ανέσεις παραγωγής με απλοχεριά τόσο τεχνική όσο και οικονομική, επειδή το πρώτο που φαίνεται σε μια ταινία είναι το αν έπεσε χρήμα ή δεν έπεσε, τέτοιο μάλιστα που οι «πιονιέροι» της Ψωροκώσταινας δεν είχαν δει ούτε σε όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Και για να εξηγήσω κι αυτό το ίσως δυσνόητο «ελληνότροπη» είναι που και σ’ αυτήν τη νέα τους ταινία υπάρχει η ίδια ολοφάνερη διάθεση του «πώς να κάνουμε την πλάκα μας», «να κράξουμε» και τελικά να ρίξουμε στην ξεφτίλα τον Ελληνικό Κινηματογράφο και με την επιπλέον δήλωση στις συνεντεύξεις (διαμέσου των γραμμών) ότι «εμείς είμαστε υπεράνω…».

Στην πιθανή απάντηση ότι «σάτιρα κάνουμε», δεν χρειάζεται να τους βεβαιώσω και με όλη τη φιλική μου διάθεση ότι είμαι με το μέρος τους, αφού το ίδιο είδος υπηρετώ και θα συμφωνήσω ότι σάτιρα που δεν τσούζει, που δεν αποκαλύπτει τη μαύρη αλήθεια, που δεν καταδικάζει και που δεν αλλάζει τα φώτα, είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο και σπανακόπιτα χωρίς σπανάκι. Άλλο όμως η σάτιρα και άλλο ο εμπαιγμός, άλλο ο σαρκασμός και το μπλακ χιούμορ και άλλη η εσκεμμένη πλάκα και, το χειρότερο απ’ όλα, ο εξευτελισμός, όπως στην προηγούμενη ταινία τους, «Το κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο», όπου η σκηνοθετική τους ικανότητα ήταν ασύγκριτα ανώτερη από τη σεναριακή τους ευρηματικότητα. Και θα έλεγα μάλιστα ότι ο διασυρμός για τις έστω υπερβολικές διαπλοκές στις δραματικές ταινίες του Νίκου Φώσκολου, τις φουστανέλες του Ορέστη Λάσκου και τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, είχαν και μια ευδιάκριτη κακότητα, ξεχνώντας ίσως ότι αυτές οι ταινίες γέμιζαν τους κινηματογράφους και μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της η ελληνική κινηματογραφική βιοτεχνία με το πιο ανυπεράσπιστο παραγωγικό προϊόν σε μια πολιτεία μαθημένη μόνο να παίρνει χωρίς να ανταποδίδει. Ό,τι πέτυχε αυτός ο κινηματογράφος, το λίγο έστω, το πέτυχε μόνος του, πολλές φορές τρώγοντας τις σάρκες του. Και ίσως να είναι ίδια τα σατιρικά τους βέλη και στη νέα τους ταινία, που και αυτή ασχολείται με τα «εντόσθια» του Ελληνικού Κινηματογράφου, δηλαδή περισσότερο με τα έντερα και λιγότερο με την καρδιά, που η ανταπόκριση του κοινού να μην πλησίασε την επιτυχία του «Safe Sex», μια και ο κόσμος διαθέτει περισσότερη όσφρηση απ’ όση του καταλογίζουμε.

Ο Μ. Ρέππας και ο Θ. Παπαθανασίου είναι ταλαντούχοι και διακρίνονται για τον αυστηρό και οργανωμένο επαγγελματισμό τους, γι’ αυτό και περιμένουμε με βεβαιότητα πολύ καλύτερη αξιοποίηση της ικανότητας που διαθέτουν. Είναι «αυστηρώς κατάλληλοι» για το είδος που ευδόκιμα υπηρετούν.

MΕ ΑΣΦΑΙΡΑ ΠΥΡΑ, ΑΛΛΑ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ
(…και μια πρόταση επικίνδυνη!)

Τι να σου κάνει η δόλια η επιθεώρηση, έτσι που οι δυσκολίες της την κάνουν να περνάει τις πιο δύσκολές της ώρες. Από τη μια, έχουν λείψει όλα εκείνα τα μεγάλα θεριά που της κρατούσαν τα ζύγια και που έβγαζαν το γέλιο της αρκούδας, ακόμα και μόνο «επί τη εμφανίσει»…

Πού να βρεθεί σήμερα ένας Αυλωνίτης μ’ εκείνο το παχύρρευστο «παα…παα…παα…» του, ένας απρόβλεπτος Σταυρίδης, ένας ζοχαδιακός Ορέστης Μακρής, ένας επικοινωνιακός με τους θεατές του Χατζηχρήστος και πόσοι άλλοι.

Και σε ποια θεραπεία να την υποβάλεις, τώρα που έχουν λιγοστέψει και οι θάλαμοι της Εντατικής. Κύριε Αβραμόπουλε, κάντε κάτι, θα τη χάσουμε και ύστερα, αντί να γελάμε, θα κλαίμε.

Και το χειρότερο, ποια πολιτικά αστεία να κρατηθούν φρέσκα για έναν ολόκληρο χειμώνα όταν κάθε βράδυ η τηλεόραση δίνει τόσο γέλιο και τέτοιες ατάκες από τους «παραθυράτους σχολιαστές» που ακυρώνει ακόμα και το χθεσινό. Όπως πριν από λίγες βραδιές, όταν δυο επώνυμοι δημοσιογράφοι, από τους οποίους ο ένας και αρχηγός κόμματος, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, και ο άλλος επίσης τηλεοπτική «περσόνα», ο Γιώργος Τράγκας, και οι δυο τους εκδότες εφημερίδων, παρά τρίχα να πιαστούν στα χέρια, έτσι που και οι δύο τους δεν χαρίζουν ούτε φλούδα στο κάστανο -χώρια από το χιούμορ που διαθέτουν.

Όποιος τους είδε στην τηλεοπτική τους «παραθυρομαχία» με θέμα τα ποσά που παίρνουν οι εφημερίδες από την κρατική διαφήμιση, καταλαβαίνει τι λέω. Ποια επιθεώρηση να τους συναγωνιστεί και ποιος επιθεωρησιογράφος θα τολμήσει να ανταγωνιστεί τις θανατηφόρες ατάκες τους; Σκέτη απόλαυση!

Και με την ευκαιρία, έχω να τους κάνω μια πολύ σοβαρή πρόταση: Να γράψουμε οι τρεις μας μια επιθεώρηση και ας μην έχουν ασχοληθεί ποτέ τους με το είδος. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον, γι’ αυτό, όπως το λέει και η προβλεπτική παροιμία, «μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι όταν πεινάσεις πιάσ’ τηνε».

Και πώς θα το κάνουμε; Ουδέν πρόβλημα. Θα γράφουμε ένα μεγάλο νούμερο και θα πούνε αυτά που λένε στα παράθυρα, δηλαδή περί χρημάτων, περί «εξαπτέρυγων», περί «παπαγαλακίων», περί του ποιος τα πιάνει, ποιος τ’ αφήνει, ξεκατίνιασμα κανονικό και βάλτε τώρα που γυρίζει…

Αυτοί θα βάλουν τα «παραθυράτα» τους και εγώ τη φόρμα και τις παρωδίες όπου χρειαστούν. Διάβολε, κάπου 60 επιθεωρήσεις έχω γράψει στη ζωή μου, κάτι έχω μάθει, λέτε να μην τα καταφέρουμε και στο κάτω κάτω της γραφής «Γιώργηδες» είμαστε και οι τρεις και όπου Γιώργος και μάλαμα…

Και αν μάλιστα δεχτούν να το παίζουν και οι ίδιοι επί σκηνής, τότε να δεις ουρές στα ταμεία.

Γιατί δηλαδή; Ο Λαζόπουλος είναι καλύτερος; Δεν κατάλαβα.


Σχολιάστε εδώ