ΜΠΟΡΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΛΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΠΑΜΑ;

Θα αποτελούσε τρομερή ανατροπή το να μην εκλεγεί ο Μπάρακ Ομπάμα των Δημοκρατικών. Η τρομερά επιθετική πολιτική του Τζορτς Μπους – στην πραγματικότητα του σατανικού αντιπροέδρου Ντικ Τσένι, ο οποίος είναι αυτός που κυβερνούσε ουσιαστικά την Αμερική τα τελευταία οκτώ χρόνια, έχοντας τον Μπους ως ανδρείκελο- που αποξένωσε τις ΗΠΑ από ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης ακόμα και τις Ευρώπης– έχει προκαλέσει ένα ακατανίκητο ρεύμα αλλαγής. Όχι μόνο σε μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού, αλλά πρωτίστως στην πλειοψηφική και ισχυρότερη πολιτικά, όπως αναμένεται να αποδειχθεί και στις κάλπες, μερίδα του κατεστημένου των ΗΠΑ.

Ακριβώς αυτή η στήριξη του κατεστημένου είναι που θα κάνει τον Ομπάμα Πρόεδρο μεθαύριο. Αυτή η στήριξη είναι που αφενός προοιωνίζεται ότι ο Ομπάμα θα ακολουθήσει διαφορετική πολιτική και αφετέρου προκαθορίζει και περιορίζει το εύρος της αλλαγής που είναι επιτρεπτή στον καινούργιο Πρόεδρο των ΗΠΑ.

Το ερώτημα για τη χώρα μας είναι αν στο πλαίσιο αυτό είναι λογικό να ελπίζουμε ότι μπορεί να υπάρξει κάποια διαφοροποίηση στην πολιτική της Ουάσινγκτον απέναντι στη χώρα μας και στα ζητήματα που μας αφορούν κυρίως άμεσα, αλλά και έμμεσα, ή αν η αμερικανική πολιτική είναι απολύτως προδιαγεγραμμένη.

Υπάρχει άλλωστε πικρή πείρα. Οι Έλληνες ενθουσιάζονται κάθε φορά που εκλέγεται Δημοκρατικός πρόεδρος στις ΗΠΑ, καλλιεργούν αυταπάτες και προσδοκίες και στο τέλος απογοητεύονται οικτρά.

Ο κέρβερος του κατεστημένου

πρώτα πρώτα ας μη νομίσει κανείς ότι το αμερικανικό κατεστημένο θα επιτρέψει στον Ομπάμα να ασκήσει δική του, προοδευτική εξωτερική πολιτική. Του έχει ήδη επιβάλει ως αντιπρόεδρο τον Τζο Μπάιντεν, επί χρόνια πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας.

Αυτό σημαίνει καταρχάς δύο πράγματα: Πρώτον ότι ο Μπάιντεν θα είναι αυτός που θα ασκεί την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και όχι ο Ομπάμα.

Δεύτερον ότι η πολιτική αυτή θα αποτελεί συνέχεια και όχι ρήξη αναφορικά με την εξωτερική πολιτική που ασκείται επί δεκαετίες. Ως εκ της θέσεώς του ο Μπάιντεν είναι κατεξοχήν θεματοφύλακας της εξωτερικής πολιτικής του αμερικανικού κατεστημένου και φυσικά δεν πρόκειται να αρνηθεί τον εαυτό του και τα πεπραγμένα του.

Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση ριζικών ανατροπών στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αυτό να το σβήσουμε από το μυαλό μας. Η ιεράρχηση στόχων θα παραμείνει καταρχήν ίδια και μάλιστα όχι μόνο λόγω της φυσιολογικής αδράνειας της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά κυρίως επειδή αυτό θα επιθυμεί και η νέα πολιτική ηγεσία και το κατεστημένο των ΗΠΑ.

Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως και επί Ομπάμα η εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον θα παραμείνει ίδια και αναλλοίωτη σαν να συνέχιζε να κυβερνά ο Μπους ή σαν να εκλεγόταν ο ΜακΚέιν.

Είπαμε ήδη ότι ο Ομπάμα θα εκλεγεί για να επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη και τον ισλαμικό κόσμο πρωτίστως, αλλά και με τον υπόλοιπο κόσμο.

Η «ασημαντότητα» των προβλημάτων μας

Το πλεονέκτημα και ταυτόχρονα μειονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι τα περισσότερα από τα ζητήματα που μας αφορούν είναι ασήμαντα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, καθώς ολόκληρη η χώρα μας είναι πλέον ασήμαντη για τις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου».

Αυτό σημαίνει ότι τα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος δεν απασχολούν σχεδόν ποτέ την αμερικανική πολιτική ηγεσία, η οποία συνήθως τα παραπέμπει προς χειρισμό στη γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με φυσιολογικό επακόλουθο αυτή να επαναλαμβάνει βεβαίως τον εαυτό της και να διατηρεί τις ίδιες, αρνητικές για τα ελληνικά συμφέροντα θέσεις.

Η ανικανότητα π.χ. των γραφειοκρατών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αντιληφθούν ότι ο Κ. Καραμανλής θα έβαζε βέτο εναντίον της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ κατά τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου είναι αποκαλυπτική για το πόσο αρνητική για τις προοπτικές επίλυσης των προβλημάτων είναι η διαπραγμάτευση με αυτούς τους αλαζόνες αμερικανούς γραφειοκράτες, οι οποίοι όχι μόνο αγνοούν την πραγματικότητα, αλλά μπορούν και χωρίς καμιά πολιτική συνέπεια να επιμένουν ανεύθυνα και πεισματικά στις συχνά άσχετες απόψεις τους.

Από την άλλη πλευρά, αυτή η χαμηλή διαβάθμιση των ελληνικών ζητημάτων για τις ΗΠΑ αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα να επηρεαστεί θετικά ο Ομπάμα, ο Μπάιντεν και η υπόλοιπη πολιτική ηγεσία της Αμερικής, αν έχουν κινηθεί δραστήρια προς την κατεύθυνσή τους η ελληνική κυβέρνηση και το υποτιθέμενο ελληνοαμερικανικό λόμπι – κάτι που μέχρι τώρα δεν έχει φανεί καθόλου και πολύ αμφιβάλλουμε αν έχει γίνει υπόγεια και διακριτικά.

Ακριβώς επειδή γενικά δεν πρόκειται για ζητήματα στρατηγικής σημασίας για την Ουάσινγκτον, θεωρητικά υφίσταται η δυνατότητα θετικής αντιμετώπισής τους από τη νέα ηγεσία των ΗΠΑ, αν τα θέματα αυτά τους παρουσιαστούν με επάρκεια και με επιμονή κυρίως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, όταν η ανάγκη εξασφάλισης μεγάλου μεριδίου ψήφων των ελληνοαμερικανικών κάνει τους πολιτικούς να δίνουν κάποια προσοχή, έστω και υποκριτική, στους εκπροσώπους μεγάλων εθνικών ομάδων.

Μετά τις εκλογές, δυστυχώς, ο νέος Πρόεδρος και το επιτελείο του έχουν απείρως σοβαρότερα προβλήματα να λύσουν από το όνομα των Σκοπίων ή την πορεία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό…

Καμιά ελπίδαγια τα ελληνοτουρκικά

Ας εξετάσουμε όμως πιο συγκεκριμένα τις ρεαλιστικές προοπτικές αντιμετώπισης των σοβαρότερων προβλημάτων ελληνικού ενδιαφέροντος από την κυβέρνηση Ομπάμα.

Πρώτα πρώτα αναφορικά με οτιδήποτε σχετίζεται με την Τουρκία, δεν υπάρχει ελπίδα ουσιαστικής βελτίωσης της αμερικανικής στάσης.

Η Τουρκία είναι χώρα στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα, αλλά δυστυχώς και για τις ΗΠΑ, ενώ για την Ουάσινγκτον η χώρα μας είναι ασήμαντη, όπως προαναφέραμε. Άρα, κάθε αμερικανική κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στην ικανοποίηση των αιτημάτων της Άγκυρας και όχι της Αθήνας.

Η προϊστορία των κυβερνήσεων των Δημοκρατικών στα ελληνοτουρκικά είναι πολύ κακή. Ας μην ξεχνάμε ότι επί κυβερνήσεων του Δημοκρατικού Μπιλ Κλίντον αποδέχθηκε η Ουάσινγκτον την τουρκική θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο και μάλιστα με το πιο επίσημο τρόπο – με επιστολή του ίδιου του Κλίντον!

Επί κυβέρνησης του Δημοκρατικού Τζίμι Κάρτερ (1977-1980) παγιώθηκαν όλες οι μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, ενώ ο Δημοκρατικός Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον ήταν αυτός που το 1964 εκβίαζε μέχρις εσχάτων τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου για να υπογράψει τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Επίσης επί Τζόνσον οργάνωσαν οι αμερικανοί το φασιστικό πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών, ενώ παράλληλα οργάνωναν και καθοδηγούσαν και το πραξικόπημα των μοναρχικών στρατηγών που δεν πρόλαβε να εκδηλωθεί!

Οι έλληνες μπορεί να κάνουν εύκολα τις επιθυμίες τους προσδοκίες, αλλά δεν είναι και λαός χωρίς ιστορική μνήμη, λαός Λωτοφάγων.

Η ουσία πάντως είναι πως στα ελληνοτουρκικά δεν υπάρχει καμιά βελτίωση με τους Δημοκρατικούς μέχρι τώρα και απολύτως τίποτα δεν υπάρχει που να μας κάνει να ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα θα αποτελέσει εξαίρεση σε αυτή τη μαύρη προϊστορία.

Η Κύπρος είναι εγκλωβισμένη

Κάπως ανάλογη είναι η κατάσταση και στο Κυπριακό. Μπορεί το Σχέδιο Ανάν να καταρτίστηκε επί κυβέρνησης Μπους, αλλά σύσσωμο το αμερικανικό κατεστημένο ήταν υπέρ του σχεδίου αυτού, συμπεριλαμβανόμενου και του Τζο Μπάιντεν προσωπικά.

Όπως και η κυβέρνηση Μπους και η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ούτε οι Δημοκρατικοί έχουν αποδεχθεί το ιστορικό «Όχι» που διατύπωσε το 2004 η συντριπτική πλειοψηφία του 76% των Ελληνοκυπρίων στο Σχέδιο Ανάν.

Άλλωστε, το πλαίσιο και ο τρόπος που διεξάγει τις διακοινοτικές συνομιλίες ο νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας έχει εν μέρει ακυρώσει ένα τμήμα τουλάχιστον του περιεχομένου του ελληνοκυπριακού «Όχι». Εν πάση περιπτώσει, στο Κυπριακό αυτήν τη στιγμή είναι η πολιτική βούληση του Δ. Χριστόφια –και όχι αυτή της Ουάσινγκτον– ο παράγοντας που καθορίζει προσωρινά τις εξελίξεις. Όσο οι διαπραγματεύσεις κινούνται μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι Αμερικανοί δεν έχουν κανένα λόγο να ασκήσουν οποιεσδήποτε πιέσεις.

Υπό το πρίσμα αυτό και η κυβέρνηση του Ομπάμα δεν πρόκειται να κινηθεί με τον συνηθισμένο εκβιαστικό τρόπο των Αμερικανών στο Κυπριακό.

Αν, βεβαίως, οι διαπραγματεύσεις Χριστόφια – Ταλάτ αποτύχουν (πράγμα καθόλου απίθανο γιατί η Άγκυρα, βλέποντας ότι τώρα η Λευκωσία τηρεί πολύ πιο ενδοτική στάση, αυξάνει συνεχώς τις απαιτήσεις της πέρα από κάθε όριο αντοχής), τότε θα δούμε στην πράξη τι στάση θα τηρήσει η κυβέρνηση Ομπάμα έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και η Κύπρος πάντως είναι πολύ λιγότερο σημαντική για τις ΗΠΑ από όσο στο παρελθόν, αφού τώρα πια οι Αμερικανοί έχουν εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες στο Ιράκ, στη Σαουδαραβία και στα Εμιράτα, με όσες βάσεις επιθυμούν στη Μέση Ανατολή για να διασφαλίζουν τον έλεγχο των πετρελαίων.

Μικρές ελπίδες… για Σκόπια

Κάπως καλύτερα είναι τα πράγματα με το όνομα των Σκοπίων, καθώς η αποφασιστική ελληνική στάση έχει θέσει την αμερικανική πολιτική ενώπιον σοβαρού διλήμματος: Ή θα πιέσουν οι ΗΠΑ την ΠΓΔΜ να δεχθεί όνομα αμοιβαία αποδεκτό ή τα Σκόπια δεν πρόκειται να μπουν ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην ΕΕ, με σαφή προοπτική επιδείνωσης των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με την Ελλάδα και ενδεχόμενο κίνδυνο αποσταθεροποίησης του τεχνητού αυτού κράτους, με επικρεμάμενη την απειλή αναζωπύρωσης των εθνικών συγκρούσεων μεταξύ των Σλάβων και των Αλβανών κατοίκων του.

Δεν ξεχνάμε ότι επί κυβέρνησης Κλίντον επιτεύχθηκε και η ενδιάμεση Συμφωνία που, καθιερώνοντας την προσωρινή ονομασία ΠΓΔΜ και επιτρέποντας στα Σκόπια να ενταχθούν στον ΟΗΕ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς με την προσωρινή τους ονομασία, εκτόνωσε την κρίση σε εκείνη τη φάση και έδωσε μια προσωρινή διέξοδο – άσχετο αν αυτή δεν αξιοποιήθηκε στη συνέχεια.

Για να μην υπάρχουν πάντως αυταπάτες ούτε στο θέμα αυτό, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Τζο Μπάιντεν είναι υπέρ του ονόματος «Μακεδονία» για τα Σκόπια μέχρι τώρα. Μένει να αποδειχθεί αν θα κάνει το κρίσιμο βήμα να διαμηνύσει ότι η Ουάσινγκτον θα αποδεχθεί και θα υιοθετήσει επίσημα όποιο όνομα συμφωνηθεί και για τις διμερείς σχέσεις της με τα Σκόπια, αίροντας την αναγνώριση με το όνομα «Μακεδονία».

Ούτε στο θέμα αυτό πάντως φαίνεται να αξιοποιήθηκε η προεκλογική περίοδος για να αποσπαστούν δεσμεύσεις του Ομπάμα και του Μπάιντεν για πτυχές του ζητήματος της ονομασίας. Κρίμα…

Έτσι όλα δείχνουν ότι θα χρειαστεί δρόμος μακρύς και αγώνας πολύς για την επίτευξη ανεκτής λύσης.


Σχολιάστε εδώ