Μια φορά και έναν καιρό

Ο Στέλιος βούτηξε από το χέρι την Καίτη, την Καιτάρα όπως ήταν ευρύτερα γνωστή, και άρχισε να τη χτυπάει όπως ο ψαράς το χταπόδι, μ’ ένα απάνθρωπο στροβίλισμα που το αποκαλούσανε χορό, υπό το διακριτικό όνομα «σουίγκ». Ο δίσκος των 78 στροφών πάνω στο πλατό του γραμμοφώνου ήτανε δανεικός και περιείχε το «ορχηστρικόν» αγγλόφωνου τινός άσματος, που κακεντρεχείς Έλληνες το έκαναν παρωδία με στίχους αναφερόμενους σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του επίκαιρου τότε στρατηγού Σκόμπι, στίχους που ουδέποτε τους τραγούδησεν αοιδός επισήμως, διότι περιείχαν λέξεις που ετιμωρούντο από τη λογοκρισία με πιπέρι στο στόμα και όχι μόνον, σ’ όποιον απεπειράτο να τις εκστομίσει…

Όπως μπορεί καθένας να καταλάβει, ταύτα συνέβαιναν σε οικιακό πάρτι εν εξελίξει. Το σκηνικό είχεν ως εξής: Στη γωνία, πάνω στο τραπέζι ήταν το γραμμόφωνο. Δίπλα του όρθιος, ο κομιστής του μοντέρνου δανεικού δίσκου, τον οποίον εφύλαττε «ως κόρην οφθαλμού» διότι κι αυτός δανεικό τον είχε πάρει… Γύρω τριγύρω, καρέκλες, καναπέδες, σκαμπό, σκαμνάκια, και κάθε τι που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για κάθισμα, όπου είχαν «θρονιαστεί» οι συμμετέχοντες. Διότι, όταν ο Στέλιος με την Καιτάρα «σολάρανε», όλοι οι άλλοι καθόντανε στην άκρη και τους… χάζευαν. Στο τραπέζι, εκτός του γραμμοφώνου και μερικών κακομοιριασμένων δίσκων βινιλίου, ήσαν ακουμπισμένα ποτήρια ξέχειλα με ρετσίνα αγνή κεχριμπαρένια… ολίγον βερμούτ για τους σνομπ, και γνήσιο νερό Ούλεν, για τους εχθρούς του αλκοόλ εκ πεποιθήσεως, δηλαδή του… Φρίντου. Πέραν του «σουίγκ» το παραπάνω χορευτικό ντουέτο ειδικευόταν επίσης επιτυχώς στο «μπούγκι μπούγκι», αλλά λόγω ελλείψεως… αρμοδίου δίσκου, απείχαν αναγκαστικώς. Σημειωτέον (για τον ιστορικό του μέλλοντος) ότι ο Στέλιος ήταν ο… «θεσμικός» καβαλιέρος της Καιτάρας, τον οποίον κουβαλούσε μαζί της στα πάρτι όπως οι λοιποί φέρναν κεφτεδάκια και ηδύποτα… Αλλά και η Καίτη, παρά τη νεαρή της ηλικία, γύρω στα 16-17, νήπιο δηλαδή με τα μέτρα της συντηρητικής εκείνης εποχής, ήταν συγκροτημένο άτομο με ιδιαίτερη κλίση -σωστό ταλέντο- στη στατιστική, κρατώντας πλήρες αρχείο, με απόλυτη αριθμητική σειρά των συνοδών της στις βόλτες, στα σινεμά και στις φυσιολατρικές της εξορμήσεις στα… δασύλλια. Ο μόνιμος παρτενέρ της, όπως προείπαμε, ο Στέλιος, εσεμνύνετο να διακηρύσσει πως έφερε τον επίζηλο αριθμό 35 στον κατάλογο των… επί έργω θαυμαστών της. Φυσικά ποτέ δεν τους συντροφέψαμε σ’ αυτούς τους ξεδιάντροπους χορούς των αγρίων της ζούγκλας, που και ο Ταρζάν θ’ απέστρεφε τους οφθαλμούς. Χορούς εντελώς ξένους προς τα ήθη μας. Άσε που σταθήκαμε τελείως ανεπίδεκτοι στο να τους μάθουμε… Έτσι πιάναμε «στασίδι» κατά την προσφιλή έκφραση του Αλέκου και παρακολουθούσαμε με ζωηρότατο ενδιαφέρον τις φιγούρες τους, η συναρπαστικότερη των οποίων ήταν κάτι σαν το «αεροπλανικό κόλπο» του διάσημου προπολεμικού παλαιστή Τζιμ Λόντου, που έπιανε τον αντίπαλο και τον γυρόφερνε πάνω από το κεφάλι του. Ειδικά στην περίπτωσή μας, εάν η φούστα ήταν φαρδιά, τότε σε κάποιο παρόμοιο στροβίλισμα ανέμιζε σαν λάβαρον τροπαιούχου νικητού λυσσαλέας μάχης. Είναι πασίγνωστον πως διερωτώνται συνήθως τα γραΐδια: «Τι άλλο θα δούνε τα μάτια μας;» Το ίδιο ερώτημα όμως ουδέποτε μας βασάνισε, διότι -αλίμονο- τα αχόρταγα μάτια μας δεν είχαν να δουν… τίποτα περαιτέρω…

Έτσι εμείς, όλοι εμείς, περιορίζαμε τη χορευτική δεινότητά μας σε χορούς σοβαρούς, εδραιωμένους με την πείρα των αιώνων, όπως αρμόζει άλλωστε σε σεμνούς και ηθικούς νέους. Επ’ αυτού, πρέπει να δηλώσουμε κατηγορηματικά πως ουδέποτε υπερέβημεν τα εσκαμμένα με τις ντάμες μας, με μοναδική εξαίρεση ίσως, όταν χορεύαμε «ταγκό». Κανείς όμως δεν μπορούσε επ’ αυτού να μας κατηγορήσει διότι ήταν γνωστό το αξίωμα επαΐοντος τεχνοκράτου πως «το μειονέκτημα του ταγκό είναι πως χορεύεται… όρθια!». Το αυτό μπορεί να συνέβαινε ενίοτε και με άλλους χορούς όταν π.χ. «εν τη ρύμη» της… φιγούρας επήρχετο αθέλητο σφίξιμο. Ήταν όμως ένα έγκλημα στιγμιαίο, που το διέκοπτε βιαίως το άγριο βήξιμο παρισταμένου γονέως που έβλεπε τη θυγατέρα του έτοιμη να… εξοκείλει. Ίσως να διερωτηθεί κάποιος σήμερα «τι δουλειά είχε ο γονιός σε μια ψυχαγωγική συγκέντρωση εφήβων;» Την ίδια απορία είχαμε τότε κι εμείς. Ήταν όμως όρος απαράβατος η παρουσία γονέως στα πάρτι. Και πάρτι γίνονταν συχνά, τις πιο πολλές φορές εκ των ενόντων. Το αποφάσιζε η παρέα το ίδιο απόγευμα και… βουρ!

Οι χορευτικοί μας δίσκοι, μάρκας Odeon, Columbia και His master’s voice, βρώμικοι από την πολλή τη χρήση, χιλιοπαιγμένοι, κάθε τόσο κολλούσε η βελόνα τους σ’ έν’ αυλάκι, και γρατζουνώντας επαναλάμβανε την ίδια λέξη προκαλώντας την οργή των χορευτών. Όλοι ήσαν ταγκό, φοξ-τροτ και φοξ-αγκλέ. Αυτούς τους ρυθμούς είχαμε… αλληλοδιδαχθεί, και μ’ αυτούς νταλαβεριζόμαστε. Υπήρχε βέβαια και το βαλς, αλλά το αποφεύγαμε πλην του βαλς εζιτασιόν που το γουστάραμε και δεν τ’ αφήναμε να πάει χαμένο. Άλλοτε ακουγόταν η μουσική σιγανά και άλλοτε… σιγανότερα, και συχνά χορεύαμε από… μνήμης. Κάποιοι εξ ημών… βαρύκοοι, σ’ αισθησιακό ταγκό, υποκρίνονταν πως το «άσμα» συνεχιζόταν και εξακολουθούσαν να… χορεύουν, ενώ η μουσική είχε τελειώσει προ πολλού και μόνον το… βήξιμο τους επανέφερε στη νομιμότητα.

Με όλη τη σεμνότητα που μας διακρίνει, πρέπει να πούμε πως στα πάρτι μας δίναμε επισημότητα κρατώντας όλους τους τύπους του χορευτικού πρωτοκόλλου. Στιγμές που αισθανόμασταν ευγενείς, βαρόνοι ή έστω ευπατρίδεις υπό εκκόλαψη. Και συμπεριφερόμεθα σαν να βρισκόμασταν εις τα ανάκτορα της Αυτοκράτειρας Σίσσυ. Δεν λέγαμε δηλαδή στην κοπελιά ένα ξερό «Είσαι, μωρή;».

Ούτε την αρπάζαμε βλοσυροί όπως τον φυγόδικο ο χωροφύλακας. Αλλά πλησιάζαμε ευγενικά και με μια αδιόρατη υπόκλιση ρωτούσαμε τη δεσποσύνη:

«Χορεύετε;» Εάν ασμένως απεδέχετο την πρόσκλησή μας, παρεδίδετο στας στιβαράς μας χείρας κι αρχινούσαμε το… τσαλαπάτημα εαυτών και αλλήλων. Μπορούσε όμως και να σου αρνηθεί ισχυριζόμενη πως την έπιασε «ξαφνικός πονοκέφαλος…» Έκανες τότε στροφή, και λέγοντας μέσα σου «Έχει κι αλλού πορτοκαλιές…» έριχνες τα δίχτυα σου σε άλλην, περισσότερο ευεπίφορη. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αν κάποιος νομίσει πως αγνοούσαμε τελείως τους μοντέρνους χορούς κι ότι είμεθα σκέτα βλαχαδερά, θα κάνει τραγικό λάθος. Διότι και τη «ρούμπα» ξέραμε, και τη «κόγκα» είχαμε… ακουστά όπως και το θνησιγενές «λάμπεθ γουόκ» με τους άκρως «παιδαγωγικούς» του στίχους που δεν ξέρω αν ήσαν γνήσιοι ή παρωδία. Πάντως τους τηρούσαμε, καθώς μας… καθοδηγούσαν τραγουδιστά: «Συμβουλή στους μαθητάς / στο σχολειό να μην πατάς / κι άμα πατάς / να μη μελετάς… λα, λα, λα». Αν όλοι αυτοί οι χοροί απουσίαζαν από το ρεπερτόριό μας, αυτό ωφείλετο σε πάρα πολλούς λόγους, με κυριότερο πως δεν είχαμε δίσκους τους και πορευόμασταν με ό,τι διαθέταμε. Ένας άλλος Στέλιος στους αντίποδες, όταν ξεχαρβαλωμένοι και κάθιδροι, ίδια πτώματα, γέρναμε να ξαποστάσουμε, έπιανε την κιθάρα του και μέσα στην απόλυτη σιγή άρχιζε να παίζει τις γεμάτες αίσθημα μελωδίες του. Ήταν η ώρα που η σκέψη σου ξεγλιστρούσε κι έτρεχε να συναντήσει κάποια μεγάλη… ανεπίσημη αγαπημένη, που ίσως καθόταν στο σκαμπουδάκι πλάι σου, αλλά συγχρόνως και τόσο μακριά για… ν’ ακουμπίσεις το χέρι της.

Στα χρόνια εκείνα της αθωότητας, που ντροπαλή ήταν και η… λογοκρισία, παιζόταν με μεγάλη επιτυχία ένα κινηματογραφικό έργο που λεγόταν «Τσατανούγκα τσου τσου». Η μουσική του γυρίστηκε σε δίσκο, αλλά για λόγους αιδημοσύνης κυκλοφόρησε με τίτλο «Σατανόνγα Σο – Σο»…


Σχολιάστε εδώ