Η ανεξαρτησία των δικαστών θεμέλιο της Δημοκρατίας

Είναι γνωστό ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, που κατ’ επιταγήν των άρθρων 26, παρ. 3, και 87, παρ. 1, και 2 του Συντάγματος πρέπει ν’ απολαμβάνουν οι τακτικοί δικαστές.

Μολοντούτο η ανεξαρτησία των δικαστών, που αποτελεί το θεμέλιο της Δημοκρατίας, αμφισβητείται λόγω της διάταξης του άρθρου 90, παρ. 5, του Συντάγματος, κατά την οποία «οι προαγωγές στις θέσεις των προέδρων και αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου μεταξύ των μελών των ανωτάτων δικαστηρίων, όπως ο νόμος ορίζει.

Με όμοιο διάταγμα ενεργείται η προαγωγή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου και των αντεισαγγελέων του, όπως ο νόμος ορίζει».

Προς τον σκοπό αυτό, δηλαδή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών, είχα προτείνει προς τους εκπροσώπους των κομμάτων, τους κ. προέδρους της Βουλής και τους κ. εισηγητές κατά τις συζητήσεις αναθεωρήσεως του Συντάγματος, την εξής απλή και αδιάβλητη μέθοδο προαγωγής στις θέσεις των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Το δικαίωμα προαγωγής να έχουν όσοι εκ των μελών των ανωτάτων δικαστηρίων επιθυμούν ν’ αναλάβουν τη σχετική ευθύνη υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει χρόνο παραμονής στη θέση τους 3 τουλάχιστον ετών, ώστε να έχουν αποκτήσει πλήρη εμπειρία, χωρίς να υποχρεούνται να αποχωρήσουν αναγκαστικά λόγω ηλικίας πριν συμπληρώσουν 2-3 έτη από της προαγωγής τους.

Το ίδιο ισχύει και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ευκταίο θα ήτο να προέρχεται από τον εισαγγελικό κλάδο για να μην επέρχεται πικρία και απογοήτευση των εισαγγελικών λειτουργών.

Έτσι περιορίζεται ο αριθμός των δυναμένων να προαχθούν στις παραπάνω θέσεις σε ελάχιστους δικαστές, οπότε με κλήρωση μεταξύ τους θα αναδεικνύονται οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Η άποψή μας αυτή στηρίζεται σε τρεις παραδοχές:
α) Για να εξελιχθεί ο δικαστής σε μέλος του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έχουν κριθεί η ικανότητά του και το ήθος του σε πολλά διαδοχικά στάδια.
β) Οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου βασικό έργο τους έχουν ή πρέπει να έχουν τη διεύθυνση (διοίκηση) του δικαστηρίου και της Εισαγγελίας, και στην απονομή της Δικαιοσύνης να ενεργούν ως πρώτοι μεταξύ ίσων όταν τα διοικητικά τους καθήκοντα τους επιτρέπουν ν’ ασχοληθούν με αυτήν.
γ) Στην αρχαία αθηναϊκή Δημοκρατία η κλήρωση ήταν ο κανόνας για την ανάληψη δικαστικών και κρατικών καθηκόντων, με αποτελέσματα αδιάβλητα, που στήριζαν και ισχυροποιούσαν αντικειμενικά τη Δημοκρατία.

Βεβαίως έχουν υποστηριχθεί και άλλοι τρόποι ανάδειξης των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του

Αρείου Πάγου, όπως να προτείνονται από τη Βουλή ή από τα μέλη των ανωτάτων δικαστηρίων ή τους προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων κ.λπ.

Πιστεύω όμως ότι τα μειονεκτήματα των προτάσεων αυτών είναι περισσότερα αυτών του ισχύοντος συστήματος.

Μέχρι την αναθεώρηση του άρθρου 90, παρ. 5, του Συντάγματος και επειδή το Προεδρικό Διάταγμα εκδίδεται, όπως ο νόμος ορίζει, θα επρότεινα στον κ. υπουργό της Δικαιοσύνης να ερευνήσει τη δυνατότητα όπως ο νόμος περιορίζει το δικαίωμα της εκάστοτε κυβέρνησης να προτείνει τους εκλεκτούς της, π.χ. με την τήρηση της αρχής της αρχαιότητας, δηλαδή να προτείνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ένας εκ των δύο πρώτων της επετηρίδας.

Πιστεύω ότι αρκετά προβλήματα έχει η Δημοκρατία μας και η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών καταλήγει γράμμα κενό όταν δεν εξασφαλίζεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, που προβλέπουν τα άρθρα 26, παρ. 3, και 87, παρ. 1 και 2, του Συντάγματος.


Σχολιάστε εδώ