Πούλαγε για 200 δρχ. τα τραγούδια της!..

// «Με τι όνειρο τρελό»… ξεκινήσατε, κ. Μεντή, αυτήν την παράσταση; Για δεύτερη σεζόν υποδύεστε μια γυναίκα-σύμβολο, τη στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Τι σας έπεισε να πείτε ναι σ’ αυτόν το μονόλογο;
«Ο σκηνοθέτης της παράστασης, ο Πέτρος Ζούλιας, ήθελε να κάνει κάτι ελληνικό. Διαβάσαμε το βιβλίο της εγγονής της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, της Ρέας Μανέλη, και ψάχναμε -πιστέψτε το- τρία χρόνια να βρούμε θέατρο και παραγωγό για ν’ ανεβάσουμε αυτήν την παράσταση. Και όσα όχι κι αν μας έλεγαν, εμείς τόσο πεισμώναμε και το βλέπαμε πατριωτικά. Αυτήν την πρόθεσή μας τη λέγαμε παντού και να σου βρέθηκαν οι παραγωγοί και πέρσι ανεβάσαμε την παράσταση, η οποία ήταν sold out όλη τη σεζόν. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε…».

// «Το όνειρό σας δεν στάθηκε απατηλό»… Επί ένα τέταρτο οι θεατές σας χειροκροτούν όρθιοι και με δάκρυα στα μάτια. Δεν σας αφήνουν να φύγετε από τη σκηνή. Αυτό δεν το έχω ξαναδεί! Είναι ο ρόλος της ζωής σας αυτός;
«Ο καθένας που θα δει τη ζωή της Ευτυχίας θα θυμηθεί πρόσωπα και καταστάσεις. Η Ευτυχία είναι σύμβολο μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια. Οι μεγαλύτεροι αλλά και οι νεότεροι έρχονται στην παράσταση για να βρουν πράγματα ουσιαστικά, τα οποία έχουμε ξεχάσει μέσα στους τρελούς ρυθμούς που ζούμε. Το εφήμερο, το λάιφ στάιλ, το χρήμα αποδείχτηκαν ψεύτικοι θεοί. Το έχουμε καταλάβει όλοι πια. Ούτε χαρά δίνουν ούτε γαλήνη ούτε πληρότητα. Κάποτε οι άνθρωποι πέθαιναν νέοι γιατί δεν τρέφονταν σωστά, δεν είχε προοδεύσει η επιστήμη, ζούσαν πολέμους. Και τώρα, που και αγαθά υπάρχουν και η ιατρική κάνει θαύματα και ειρήνη έχουμε, πάλι νέοι πεθαίνουμε. Θερίζουν οι καρκίνοι, τα εγκεφαλικά και τα εμφράγματα. Μας έφαγε το χρήμα! Μας έφαγε το άγχος!».

// Κυρία Μεντή, ποια ήταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου; Η γυναίκα που έζησε αιχμάλωτη σε τουρκικό στρατόπεδο; Η γυναίκα πρόσφυγας; Η χήρα, η χαροκαμένη μάνα, η στιχουργός, η γυναίκα που πούλησε τη στολή του άνδρα της για να την παίξει στην πόκα και αυτός δεν πήγε στην παρέλαση;
«Ήταν όλα αυτά! Μίλησα με την οικογένειά της και μου είπαν και κάτι άλλο… Η Ευτυχία είχε ένα ταλέντο: το ταλέντο να ζει! Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αυτό το ταλέντο. Η Ευτυχία ήξερε να ζει. Έλεγε μόνο “δώσε ημίν σήμερον”. Δεν μάζευε χρήμα, δεν επένδυε, ζούσε με τα απολύτως αναγκαία, έκανε πάντα αυτό που ήθελε εκείνη και δεν της επέβαλε τίποτα κανείς, ούτε και τα παιδιά της, δεν έκανε συμβιβασμούς, έβριζε ασυστόλως, αγαπούσε πολύ, πονούσε πολύ, πίστευε στον έρωτα και ήθελε πρώτα απ’ όλα να ικανοποιεί τις δικές της ανάγκες. Πιστεύω ότι ήταν ευτυχισμένη, γι’ αυτό και έγραψε αυτά τα υπέροχα λόγια. Η ζωή της ήταν η προίκα της…».

// Ο στίχος της «Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή…» απόσταγμα ζωής και σκέψης. Μπορεί να γραφτεί κάτι τέτοιο σήμερα;
«Η Ευτυχία έτρεχε να σωθεί με δυο παιδιά στην αγκαλιά, ενώ οι Τούρκοι έκαιγαν τη Σμύρνη. Όταν η μάνα της τη ρώτησε στο αμπάρι του καραβιού “θα τα καταφέρουμε να ζήσουμε στην Ελλάδα;”, εκείνη της απάντησε “εδώ ζήσαμε ως αιχμάλωτοι πολέμου, δεν θα ζήσουμε ως ελεύθεροι;”. Σήμερα κυνηγάμε το χρήμα και δεν απολαμβάνουμε τίποτα! Τι στίχους μου λέτε να γράψουμε; Στο νησί που πάω για διακοπές βλέπω ανθρώπους που έρχονται για είκοσι ημέρες και δεν χαλαρώνουν με τίποτα. Τρέχουν και στις διακοπές τους. Δεν σκέφτονται ότι μια ζωή την έχουμε, άλλη δεν έχει… Το να ξέρεις να ζεις είναι μια στάση ζωής. Ή την έχεις ή δεν την έχεις!».

// Τι λατρεύετε στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τη λεβεντιά της, το ταλέντο της, το χιούμορ της;
«Την τρέλα της! Η Ευτυχία σπούδασε δασκάλα στη Σμύρνη, στην Ελλάδα έγινε ηθοποιός -σκεφτείτε εκείνη την εποχή μια γυναίκα με δυο παιδιά να γυρίζει με τα μπουλούκια-, της άρεσε να διαβάζει βιβλία και με το δεύτερο άνδρα της αυτό τους ένωσε, η αγάπη για το διάβασμα. Έπαιζε μανιωδώς πόκα και όχι μπιρίμπα -αυτά ήταν για πεθαμένες Κολωνακιώτισσες όπως έλεγε- και είχε ένα στόμα που δεν είχε φραγμό. Μιλούσε αυθόρμητα σαν τα παιδιά! Ούτε λαϊκή γυναίκα θα την έλεγα. Λούμπεν. Τέτοια γυναίκα ήταν».

// Η πτώση της στιχουργού ήρθε με τον αιφνίδιο θάνατο της κόρης της. Είναι αφύσικο να θάβει μάνα παιδί…
«Η Ευτυχία έφυγε από τη ζωή 78 χρόνων. Μεγάλη θα λέγαμε. Και είχε πολλά πάθη: το τσιγάρο, το ασταμάτητο χαρτί που ήθελε ξενύχτι. Το πρώτο χαστούκι ήρθε με το θάνατο του άνδρα της. Ο άνδρας της τη λάτρευε, την είχε εικόνισμα. Και εκείνη τον αγαπούσε αλλά με σιωπηλό τρόπο. Μετά ήρθε ο θάνατος της κόρης της. Αλλά ήταν γερό κύτταρο η Ευτυχία, δεν το έβαζε κάτω. Όταν πέθανε η κόρη της, είπε “τι τη θέλω τη ζωή;” και μετά σκέφτηκε «άντε και να πεθάνω. Θα γίνω αγγελάκι και θα πηδάω από σύννεφο σε σύννεφο. Μα, τι ανία είναι αυτή; Εδώ στην κόλαση θέλω να μείνω, στα δύσκολα»!».

// Η Ευτυχία όμως έφυγε μ’ ένα παράπονο. Ότι της αγόραζαν τα τραγούδια για ένα κομμάτι ψωμί… Ισχύει αυτό;
«Η Ευτυχία αγαπούσε την ποίηση, το δημοτικό τραγούδι. Ναι, πούλαγε τα τραγούδια της για διακόσιες δραχμές. Πολλοί συνθέτες την έχουν κατακλέψει. Έκαναν σουξέ με τους στίχους της. Η Ευτυχία εκτιμούσε τον Χιώτη και τον Καλδάρα. Της αγόραζαν τα τραγούδια αλλά της έβαζαν το όνομα. Ήξερε όμως τι έκανε, αφού έλεγε “μετά το θάνατό μου, μην τους κυνηγήσετε. Εγώ φταίω που τα πούλαγα έτσι… Έτσι ήθελα…”».

// Νιώθω ότι έχετε κοινά χαρακτηριστικά με την Ευτυχία… Την καταλαβαίνετε;
«Απολύτως! Δεν είναι τυχαίο που υποδύομαι αυτήν τη γυναίκα. Παίζω και εγώ χαρτιά, όχι αηδίες όμως, δεν δίνω αξία στο χρήμα, δεν ζω βέβαια με ένα γραφείο και ένα κρεβάτι όπως η Ευτυχία, έχω το σαλονάκι μου και έχω συνειδητοποιήσει το μάταιο της δουλειάς μου. Έρχεται μια επιτυχία, φεύγει, είναι ένα ωραίο αεράκι, τελειώνει όμως. Δεν επενδύω σ’ αυτήν την ευτυχία, ήταν μια προσωπική στιγμή και πάει. Έχω χάσει τον άνδρα μου 34 χρόνων, τη μάνα μου, τον αδερφό μου. Ο θάνατος ο δικός μου δεν μ’ αφορά. Δεν θέλω όμως άλλους θανάτους πολυαγαπημένων προσώπων…».

// Σ’ έναν στίχο η Ευτυχία γράφει «Περασμένες μου αγάπες, όνειρα που σβήσατε με το πέρασμα του χρόνου την ανάμνηση του πόνου στην καρδιά μ’ αφήσατε…». Μόνο πόνο αφήνουν οι περασμένες αγάπες;
«Ναι, αφήνουν πόνο, αλλά το θέμα είναι με τι τις αντικαθιστάς… Φιλίες τελειώνουν, αγάπες τελειώνουν, δουλειές τελειώνουν, γονείς φεύγουν. Αν θεωρούμε ότι τελειώνουν, πρέπει στη θέση τους να βάλουμε τις ίδιες αξίες. Ας αγαπήσουμε τον κήπο μας. Κάτι άλλο ν’ αγαπήσουμε τέλος πάντων, αλλιώς είμαστε χαμένοι…».

// Γιατί γίναμε έτσι;
«Μετά τη μεταπολίτευση χάλασε η ζωή! Γεμίσαμε από λάιφ στάιλ, μοντέλες και ύλη! Κρεμαστήκαμε από την τηλεόραση και τα χείλη των δημοσιογράφων. Αυτοί κατευθύνουν τη ζωή μας, αυτοί κατευθύνουν και τις κυβερνήσεις… Ακουμπάμε όλα τα θέματα που μας αφορούν στην τηλεόραση. Από το ρούχο που θα φορέσουμε μέχρι τον παππού που χάσαμε. Η πλήρης αποχαύνωση! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μπλόφα! Και τα λέω αυτά ενώ δουλεύω στην τηλεόραση. Αλλά, τι να πω; Νισάφι με το κουτσομπολιό!».

// Και να σκεφτεί κανείς ότι εσείς μας δώσατε τις «Τρεις Χάριτες»…
«Κοιτάξτε, εγώ πιστεύω ότι μπορεί να γίνουν ωραίες δουλειές στην τηλεόραση και στην ψυχαγωγία και στην ενημέρωση, αλλά πλέον γίνονται κάπου κάπου… Αυτό με λυπεί, ότι φτάσαμε στο χειρότερο!».

// Η Ευτυχία αν ζούσε σήμερα…
«Δεν θα μπορούσαν να ζήσουν άνθρωποι αυτής της γενιάς, ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, στον κόσμο που φτιάξαμε σήμερα. Θα τρελαίνονταν. Η Ευτυχία ζούσε με ελάχιστα χρήματα, αλλά ήταν αξιοπρεπής. Μαραζωμένες καρδιές θα ήταν σήμερα… Στην εποχή μας ακόμη και οι καλλιτέχνες έχουν χαλάσει. Η εποχή χαλάει, γιατί κανείς δεν ξεπερνά την ύλη! Και να υπάρχουν ταλαντούχοι ηθοποιοί και τραγουδιστές στην εποχή μας -που υπάρχουν και είναι εξαιρετικοί και τους ξέρουμε-, το άθλιο γρανάζι δεν τους αφήνει να ανθίσουν…».


Σχολιάστε εδώ