ΠΟΛΕΜΟΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΕΙ…

Το ίδιο εκείνο ξημέρωμα ήταν και ένα κακό σημάδι που έγινε λίγο πιο πάνω. Στην είσοδο του κινηματογράφου «Αττικόν», καθώς ανέβαζαν μια γιγαντοζωγραφική με ένα τεράστιο κεφάλι της Γκρέτα Γκάρμπο για την ταινία «Νινότσκα», τη μοναδική κωμωδία που γύρισε στη ζωή της η μεγάλη ντίβα, η επονομαζόμενη και «θεία», έσπασαν τα σκοινιά που ανέβαζαν το πανό και το κεφάλι της «θείας» κόπηκε στα δύο. Έτρεξαν αμέσως να το φτιάξουν και ένας πιτσιρικάς του ζωγραφικού συνεργείου έβαλε μια τρεχάλα να φέρει αμέσως πινέλα και έναν τενεκέ με κόκκινη μπογιά για να κάνουν τις διορθώσεις. Και η δεύτερη αναποδιά που ακολούθησε ήταν που επάνω στη βιασύνη του ο μικρός σκόνταψε και ο τενεκές αναποδογύρισε βάφοντας κόκκινο το πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Ήταν το «πρώτο αίμα του πολέμου» και ο πιτσιρικάς βοηθός λεγόταν Γιώργος Βακιρτζής, που θα γινόταν αργότερα ο εξαίρετος ζωγράφος και που σ’ αυτόν οφείλονται και οι καλύτερες αφίσες του Ελληνικού Κινηματογράφου.Εκείνο το βράδυ της παραμονής του ξυπνήματος με τις σειρήνες, πιτσιρικάς του Δημοτικού τότε κι εγώ, όταν έπεσα να κοιμηθώ, έλεγα μέσα μου «Κάνε κάτι, Θεέ μου, να μην έχουμε αύριο σχολείο» γιατί σκεφτόμουν ότι αύριο στην πρώτη ώρα είχαμε μαθηματικά, με έναν καλότατο άνθρωπο, τον καθηγητή Κρασάκη, που ακόμα τον θυμάμαι, αλλά που λες και το είχε τάμα να με σηκώνει όταν ήμουν εντελώς αδιάβαστος και συνήθως, εδώ που τα λέμε, δεν ήμουν και ποτέ διαβασμένος. Φαίνεται λοιπόν ότι ο καλός Θεός άκουσε τα παρακάλια μου και για να με ευχαριστήσει, αντί να φροντίσει με κάποιο πιο απλό τρόπο για να μην έχουμε την άλλη μέρα σχολείο, έστειλε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα, τον εξοχότατο κύριο Γκράτσι, να ξυπνήσει τον Μεταξά για να του ανακοινώσει τελεσιγραφικά ότι αν αρνιόμαστε να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες μας στα αλβανικά σύνορα για να κάνει ο Μπενίτο Μουσολίνι τον «περίπατό» του στην Ελλάδα, τότε στις 6 το πρωί οι «γκλοριόζες» ιταλικές μεραρχίες του θα χτυπούσαν τα σύνορά μας.

Εκείνο το «ΟΧΙ» που είπε ο Μεταξάς (φασιστοκένταυρος και του λόγου του, άλλο όμως αυτό, διότι βάλε και τον Φράνκο στην Ισπανία, βάλε τον Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, συν ο Φύρερ Γερμανία και ο Ντούτσε Ιταλία, από κοντά και ο δικός μας, όλοι μαζί έφτιαχναν μέχρι ποδοσφαιρική ομάδα) σε εκείνο το ξημέρωμα του Οκτώβρη, χωρίς να πάρει ούτε τη βασιλική έγκριση, διότι είχε και ένα κοτζάμ παλάτι στην πλάτη, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να μην το πει, όσο και αν του έκατσε στο στομάχι σαν αμάσητη μπριζόλα.

Και δεν μπορούσε να μην το πει, πρώτο και κύριο, γιατί δεν θα του ήταν καθόλου εύκολο να λογοδοτήσει στην Ιστορία, αν επιχειρούσε μια λύση συμβιβαστική με ένα «ορίστε, περάστε, προσφέρουμε και καφέ, πώς τον παίρνετε, διότι αν εσείς τον παίρνετε, εμείς δεν τον παίρνουμε», όπως τα «χος γκελντίν» που τα συνηθίζουν οι αλεπούδες οι γείτονοι που δεν έχουν ποτέ τους ανοίξει μύτη, ούτε όταν βγαίνουν για παλαμίδες στο Αιγαίο.

Ύστερα δεύτερο κι αυτό σπουδαίο, τι δικαιολογίες να έλεγε στους Άγγλους και τους Αμερικάνους που έτσι αβέρτα άνοιξε την πόρτα στους Ιταλούς και που μοιραία θα την άνοιγε και στους Γερμανούς; Στους «συμμάχους», ρε παιδί μου, που τόση στήριξη του είχαν κάνει και στη δική του δικτατορία, σκέψου όμως να είχε και την γκρίνια τους στα 4 χρόνια που είχε την «4η Αυγούστου» καμάρι του κι όλοι του τραγουδάγανε «γιατί χαίρεται ο κόσμος – και χαμογελάει πατέ-ε-ε-ρα», το τραγουδούσαν όμως θέλοντας και μη, διότι από πίσω και ο Μανιαδάκης Βεληγκέκας με το ρετσινόλαδο και τον πάγο..

Άλλωστε για το «ΟΧΙ» που τελικά μπήκε στον λογαριασμό του, δεν θα μπορούσε να έχει αντίθετη γνώμη και ο Γερμαναράς ο Γλύξμπουργκ ο Γεώργιος ο Βου, ο Αγέλαστος, διότι ήταν πια κι αυτός πολιτογραφημένος «Βρετανός» με τα τόσα χρόνια που ήταν φιλοξενούμενος της Βρετανικής Βασιλικής Αυλής, παρά το γερμανοτραφέστατο αίμα του, με μια «μιξτ-γκριλ» ιδιότητα από Γερμανός «Σερ» μέχρι Βρετανός «Φον», κάτι σαν τα «βρόμικα» βραδινα σάντουιτς με απ’ όλα! Όπως και να έγινε πάντως, ο πόλεμος είχε αρχίσει και ο καθηγητής των μαθηματικών δεν μπόρεσε να με σηκώσει και όσο για τις σχέσεις μου με τον Θεό, δεν του εξομολογήθηκα άλλη φορά τους φόβους μου για να ξαναβάλει το χέρι του για κάποια δυσκολία μου, γιατί δεν θα το είχε σε τίποτα να ξεκινήσει τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να με εξυπηρετήσει και ύστερα να πρέπει να αντιμετωπίσω εγώ τον κίνδυνο καμιάς Εξεταστικής και Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής, χωρίς να διαθέτω ούτε το κουράγιο και τα μέσα του κ. Ρουσόπουλου ούτε και τις ευλογίες του θεοσεβάστατου Εφραίμ.

ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΠΟΛΛΑ ΓΕΛΙΑ (…που κάποτε βγαίνουν και ξινά!)

68 χρόνια από τότε. Πόλεμος ήταν και πάει. Από τους πιο γελαστικούς που έγιναν ποτέ. Και χωρίς ποτέ να καταλάβαμε το γιατί, ίσως επειδή τον είχαμε πάρει λιγάκι στο σορολόπ. Ίσως ακόμα και επειδή οι πρωταγωνιστές που έπαιζαν το λόγο του εχθρού, με τα καμώματά τους, έφερναν πιο κοντά στην «Κομέντια ντελ Άρτε», αντί στην Τραγωδία που κατά κανόνα βαρυγκομάει για τις συνέπειες του πολέμου. Αλλά το πιο πιθανό είναι επειδή κι εμείς σαν Λαός συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε για όπλο μας το γέλιο, όλη εκείνη η ιστορία να έγινε και λιγάκι οπερέτα με πολύ τραγούδι. Εκείνη η Βέμπο, Χριστέ μου, δεν σταμάτησε να τραγουδάει από την πρώτη μέρα.

Έφευγαν οι άντρες από την πρώτη μέρα που πήγαιναν για τα Κέντρα Κατάταξης και έκαναν την πλάκα τους σαν να μην ξεκινούσαν για την πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά για κάποια εκδρομή, λες και στις εκδρομές οι τραυματίες είναι λιγότεροι.

Η πολεμική Αθήνα άλλαξε πρόσωπο, όπως ήταν επόμενο, όχι όμως με την έκφραση του φόβου και της απελπισίας, αλλά περισσότερο της αγανάκτησης για την άδικη επίθεση και της όσης συγκρατημένης αισιοδοξίας που την ενίσχυαν οι πρώτες εντυπωσιακές νίκες του στρατού μας, αλλά και μιας «μπηχτής» στο δικό μας φασισμό, επειδή βρίζοντας τους φασίστες της Ρώμης, τα ‘ριχναν και στους «τεταρταυγουστιανούς» και όποιος το ‘πιανε το υπονοούμενο!

Και με τις πρώτες αφίσες για τη «Φανέλα του Στρατιώτη» κολλημένες στους τοίχους, μόνο που ποτέ δεν μάθαμε πόσες φανέλες ζέσταναν τους ξεπαγιασμένους φαντάρους στο μέτωπο και πόσες ζέσταναν τις τσέπες εκείνων που φρόντιζαν για τον έρανο της βασιλικής φανέλας, επειδή και η Ελλάδα, φροντίζοντας για την αθανασία της, βοηθούσε για να μην πεθαίνουν και τα λαμόγια ποτέ, για να τα έχει παρέα της στην αιωνιότητα.

Με το στρατό να πολεμάει στα αλβανικά κατσάβραχα και τον κόσμο στα μετόπισθεν να γελάει ενθουσιασμένος με τα σατιρικά νούμερα που έγραφαν ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Δημήτρης Ευαγγελίδης, ο Γιώργος Θίσβιος, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Αχιλλέας Μαμάκης, ο Μίμης Τραϊφόρος, ενώ τα περισσότερα θέατρα πρόζας είχαν ανεβάσει επειγόντως επιθεωρήσεις, μερικές από τις οποίες έμειναν ιστορικές, όπως το «Μπράβο Κολονέλο» που ανέβασε ο Κώστας Μουσούρης, όπως και η Κατερίνα (Ανδρεάδη τότε) τις «Πολεμικές καντρίλιες», μέχρι και το Ημικρατικό θέατρο «Κοτοπούλη» ανέβασε επιθεώρηση που την έγραψε ο Δημήτρης Γιαννουκάκης, τα «Πολεμικά Παναθήναια», επειδή έπρεπε και ο Γεώργιος Χελμης, ο επιχειρηματίας και σύζυγος της Μαρίκας Κοτοπούλη, να ανταποδώσει την κρατική «στοργή» της μοναδικής επιχορήγησης, αφού και η ίδια η Μαρίκα βγήκε στο φινάλε ντυμένη… νεαρή φαλαγγίτισσα της ΕΟΝ αλλά το θέαμά της σε σχέση με την προχωρημένη ηλικία της, έδωσε αφορμή να λεχθεί και το φαρμακερό σχόλιο ότι «αυτή δεν ήταν της ΕΟΝ, αλλά ήταν ο ίδιος ο Αιών» και μετά την πρώτη και μοναδική της εμφάνιση… δεν ξαναβγήκε!

Ο ΤΙΜΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ ΚΑΙ Ο «ΦΑΝΟΣ» ΤΟΥ!

Από τους κορυφαίους, ίσως και ο «κορυφαιότερος», ευθυμογράφους, αλλά και θεατρικός συγγραφέας και ακούραστος δημοσιογράφος, με το χακί σε 5 πολέμους, ο Τίμος Μωραϊτίνης και μανιώδης λάτρης της Αθήνας για την οποία είχε γράψει μερικούς από τους καλύτερους στίχους του, δεν θα μπορούσε να απουσιάσει από την ενεργό σάτιρα του πολέμου του ’40.

Τα καθημερινά του πολεμικά χρονογραφήματα, σπαρταριστά ντοκουμέντα μιας εποχής, όπως δημοσιεύθηκαν στο «Έθνος», θα κυκλοφορήσουν σε λίγο σε μια ενδιαφέρουσα έκδοση από τους «Μοντέρνους Καιρούς», μέσα στην οποία θα υπάρχουν κείμενα και από τη θρυλική χιουμοριστική εφημερίδα, τον «Φανώ των Συντακτών» που κυκλοφορούσε η Ένωσή των κάθε αποκριά και της οποίας τα περισσότερα ήταν γραμμένα από τον Τίμο Μωραϊτίνη, συνοδευόμενα με σκίτσα (ποιου άλλου;) του Φωκίωνα Δημητριάδη. Να θυμίσω ένα από αυτά, του «Πολεμικού Φανού»: «Και ήτον – ο γείτων – ο μελανοχίτων – στρατός ανίκητων – και πλήρης χαρίτων – πολλάν και αρρήτων – αλλ’ έβλεπες φρίττων – πως μόνος των ήτον – σκοπός η φυγή των!»

Και όσο για το τακτικό μας ραντεβού με τον κ. Λιάπη, θα το αναβάλουμε, για να τον αφήσουμε να ετοιμαστεί και για την παρέλαση με το σημαιάκι του. Όχι μόνο στις πρεμιέρες και στα ποδοσφαιρικά του Σάλτσμπρουκ, κύριε Μιχάλη μας, διότι πώς να το κάνουμε, υπάρχουν κι αυτές οι βαρετές υποχρεώσεις!


Σχολιάστε εδώ