Μια φορά και έναν καιρό
Μαζεύτηκε κι έγινε μια μπαλίτσα μέσα στη λευκή φθινοπωρινή πικεδένια της κουβέρτα, όταν ένας καινούργιος θόρυβος, ο θόρυβος που έκανε η βροχή καθώς έπεφτε σε μια λαμαρίνα στο ταρατσάκι του γείτονα, την έκανε να πεταχτεί φωνάζοντας:
– Θεέ μου, τα ρούχα… Είχε αφήσει απλωμένη την μπουγάδα της στο μικρό της μπαλκόνι, αλλά τώρα δεν ήτανε πια καλοκαίρι που στεγνώνανε μέσα στη νύχτα και τα ‘βρισκε το πρωί πιο ξερά κι από παξιμάδια. Τώρα είναι Οκτώβρης, έχει υγρασία… Κι από πάνω η βροχή… Χωρίς να ρίξει κάτι στην πλάτη της βγήκε και μαζεύοντάς τα βιαστικά, άρχισε να μυρίζει σαν κυνηγόσκυλο τον αέρα, προσπαθώντας να ξεχωρίσει εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά που σκόρπαγε το χώμα, όταν το νότιζαν οι πρώτες ψιχάλες απ’ το πρωτοβρόχι. Αλλά το υποτυπώδες απέναντι παρκάκι αρνιόταν την οσφραντική του συνεισφορά, παρά το πλούσιο χώμα που διέθετε, το οποίο τιμούσαν οι περίοικοι, βγάζοντας περίπατο τα σκυλιά τους.
Οι αστραπές, η βροχή και τα μπουμπουνητά συνεχίζονταν. Πέταξε τα ρούχα σ’ ένα ντιβάνι, ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι της κι άρχισε να σκέφτεται και να θυμάται τότε που ακόμα το χώμα μύριζε… Είχανε τα πρωτοβρόχια τη δική τους γοητεία και θυμόταν πως ο Άη Δημήτρης με το μικρό καλοκαιράκι του ήταν εποχικό ορόσημο. Το σύνορο με τον χειμώνα… Ήταν τότε που με τις ονομαστικές τους εορτές οι άγιοι ήταν σταθμάρχες των εποχών. Ο Άη Δημήτρης μάς έδινε το σύνθημα του χειμώνα, τ’ Άη Αντρέα αντρείωναν τα κρύα, και τα Νικολοβάρβαρα μάς στρώναν το… χαλί για τα Χριστούγεννα. Κι ύστερα τον Μάρτιο, του Ευαγγελισμού, άρχιζε το πανηγύρι της άνοιξης… Τώρα πάνε όλα αυτά. Φύγανε, χαθήκανε.
– Αλλά και το χώμα; Κι αυτό, βρε αδελφέ; Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε ν’ αναπολεί…
…Θυμάται μικρή, παιδούλα τότε, στο σπίτι τους με την πολυμελή οικογένεια, σαν έμπαινε ο Οκτώβρης, άρχιζαν οι προετοιμασίες. Σκυλοβρώμαγαν επί μέρες ναφθαλίνη, καθώς έβγαζε τα μάλλινα η μάνα της ν’ αεριστούνε. Την άκουγε να βλαστημάει τους κακορίζικους τους σκόρους, που παρά τη μεγάλη οχύρωση με… ασφυξιογόνα την κάνανε τη λαμόγια τους και τ’ όμορφο πανάκριβο πλεκτό που φύλαγε σαν τα μάτια της το… δαγκώσανε σε κάποιο εμφανές σημείο του, κάνοντας μια τρύπα «να» με το συμπάθιο. Λες και η ναφθαλίνη που σκόρπαγε με την οκά τους ξύπναγε κάποιο σπορτίβικο ένστικτο και όπως οι ορειβάτες αψηφούνε χιόνια και κακοτοπιές, προκειμένου ν’ αναρριχηθούν σε απρόσιτη κορυφή, έτσι κι οι σκόροι περιφρονούσανε τη ζωή τους, για να κάνουν σπορ και… σαμποτάζ.
…Θυμότανε πως τον Οκτώβριο το σπίτι τους έπαιρνε τη χειμερινή του όψη. Έπρεπε με δυο λόγια να το σενιάρουν, να του φορέσουν τα καλά του, ν’ αποκτήσει την προσήκουσα σοβαρότητα.
Και πρώτα πρώτα να καθαρίσουνε τα μπουριά απ’ τη σόμπα τη «σαλαμάνδρα», δουλειά που έπρεπε να είχανε κάνει από το καλοκαίρι, αλλά όλο τ’ αναβάλλανε κι άντε μουτζουρώσου τώρα με τις καπνιές. Άσε το χειρότερο, που μετά έπρεπε να κάνεις μπάνιο για να μη μοιάζεις με καρβουνιάρη. Να ζεστάνεις και νερό στο πλυσταριό μην ξεπαγιάσεις, καθώς θα πλένεσαι στη σκάφη. Ήταν και τα χαλιά και τα κιλίμια που θα κουβάλαγαν από την αποθήκη, να τα στρώσουν να χαρίσουν τη δική τους θαλπωρή. Ευτυχώς αυτά τα καθάρισαν την άνοιξη χτυπώντας τα με τον κόπανο έξω στην αυλή. Στη συνέχεια να κρεμάσουνε τους «σιζαντέδες» στους τοίχους του σαλονιού, πίσω από τους καναπέδες, να αισθάνεται άνεση και ζεστασιά ο μουσαφίρης. Έπρεπε να ξεκρεμάσουν τις λεπτές καλοκαιρινές κουρτίνες και να τις αντικαταστήσουν με τις βαριές τις χειμωνιάτικες, τις κεντημένες από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά, που ήταν αληθινά χειροτεχνήματα. Καθόταν, λένε, με τις ώρες και με το φως της γκαζόλαμπας κένταγε τα βελούδινα πανωκούρτινα. Το καλοκαίρι τις φύλαγαν μαζί με τις κουβέρτες και τα παπλώματα στο μεγάλο ξύλινο μπαούλο που το ‘χανε στον διάδρομο και που σε κάποιον παροξυσμό και κρίση εκσυγχρονισμού το κάνανε καυσόξυλα για τη σόμπα. Είχανε να γυαλίσουνε με σχολαστικότητα τ’ ασημικά και τα μπρούντζινα. Κι αν γιόρταζε άνθρωπος του σπιτιού, έπρεπε να είναι όλα λαμπερά για να δεχτούνε τους επισκέπτες που θα έρχονταν μ’ ένα κουτί σοκολατάκια Φλόκα ή μια τούρτα Γκατό οράνζ από το «Σολώνειον» να πούνε τα χρόνια πολλά. Σίγουρα κι η θεία Μαρία, όπως πάντα, θα ‘στελνε δώρο τη μοναδική της «Κοπεγχάγη». Ετοιμάζανε επίσης και δύο γλυκά. Γαλακτομπούρεκο ή κανταΐφι με γέμιση κρέμας για το γιορτινό τραπέζι και για τους ξένους ταρταλέτες με μαρμελάδα βερίκοκο. Τη μαρμελάδα την έφτιαξε η μάνα της και την έκρυψε μην τη βρούνε και την τσακίσουν. «Και ψάχναμε… ψάχναμε, αλλά την είχε τόσο καλά καταχωνιάσει, που δεν τη βρήκαμε ποτέ. Σ’ αυτά ήταν πιτσούλα…», θυμήθηκε η Τζένη και χαμογέλασε…
Η τελευταία τους δουλειά για την υποδοχή του χειμώνα ήταν να φτιαχτεί ο κήπος που δίνει την πρώτη εντύπωση. Να ξεριζώσουν δηλαδή τα μισομαραμένα δειλινά, να σκουπίσουν τα ξερά φύλλα που με το πρώτο αεράκι στροβιλίζονται στο πλακόστρωτο, να ποτιστούνε και να φρεσκαριστούνε τα χρυσάνθεμα, τ’ Αηδημητριάτικα όπως τα λένε, που αν ο καιρός τα ευνοήσει πρέπει να ‘χουνε ανθίσει και να ‘ναι φουντωτά ολόκληρο μπουκέτο το καθένα τους. Αλλιώς, θα τ’ αγοράσουν από το λουλουδάδικο, για να τα βάλουνε στο βάζο να στολίσουνε το σαλόνι. Το απαιτεί η μέρα άλλωστε. Προσπάθησε να τα φέρει στη μνήμη της γιατί πολύ αμυδρά θυμάται τα χρυσάνθεμα με το φουντωτό τους σχήμα και το λεπτό τους άρωμα που οι τεχνοκράτες ανθοκόμοι τα πέταξαν στο πυρ το εξώτερον κάνοντάς τους… εθνοκάθαρση. Κι από κοντά μέσα στη νύχτα ξεπρόβαλε στη σκέψη της η περίλυπη μορφή του μακαρίτη του πατέρα της, που πάει ξεχάστηκε κι αυτός. Θυμάται πως ανήμερα του Άη Δημήτρη ξεκινούσε η παρέα το βραδάκι και τραβούσαν κατά του κυρ-Σπύρου την ταβέρνα. Κι εκείνος, αφού σταύρωνε τα βαρέλια, θα τράβαγε τον πίρο να ξεχυθεί το κρασί το βλογημένο, να το δοκιμάσει πρώτη η παρέα…
Τα θυμάται και προσπαθεί να τα κολλήσει στις μέρες μας μα πουθενά δεν της βγαίνουν, ούτε και μπορεί να βρει ομοιότητες. Το ευρύχωρό τους σπίτι έγινε γκαρσονιέρα. Από την πολυμελή οικογένειά της άλλοι πέθαναν, άλλοι σκόρπισαν και ζει μονάχη. Τα δύο της παιδιά μένουν το καθένα τους χωριστά, αλλά δόξα τω Θεώ τη θυμούνται και της τηλεφωνούνε πότε πότε. Τα πλεκτά δεν τα τρώει πια ο σκόρος γιατί είναι συνθετικά. Το χαλί δεν το φέρανε απ’ το καθαριστήριο ακόμα, κι έπαψε η κουρτίνα να ‘ναι στολίδι κι’ έγινε ανάγκη, για να μη μοστράρονται στη γειτονιά με τα σώβρακα. Τη σόμπα την πετάξανε. Και βλέπει τώρα όμοιές της στις αντίκες και ματώνει η ψυχή της. Όσο για τα μοντέρνα τα μικρούλικα… τεχνοκρατικά χρυσάνθεμα που ανθίζουνε δυο-τρεις φορές τον χρόνο, προορίζονται για τα νεκροταφεία… Ούτε το χώμα μυρίζει πια και τα λιγοστά πρωτοβρόχια, ακολουθώντας τον συρμό, εκμοντερνίστηκαν…
Η βροχή που πέφτει στη λαμαρίνα στο ταρατσάκι του γείτονα γίνεται υπόκρουση σαν μουσικό χαλί στις αναμνήσεις της και καθώς τα βλέφαρά της βαραίνουν, εύχεται ο λυτρωτικός Μορφέας να ρίξει το μαγικό του πέπλο για να σκεπάσει τις ανούσιες και άδειες μέρες μας…