Κοινοβουλευτικές σκιαμαχίες

Βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης με απροσδιόριστη διάρκεια και άγνωστη εξέλιξη. Κι όμως, σʼ αυτήν την κρίσιμη ιστορική συγκυρία τα κόμματα και οι πολιτικοί μας είναι βυθισμένοι στον δικό τους μικρόκοσμο.

Έχουν μεταφέρει τον κομματικό ανταγωνισμό στις θεσμικές λειτουργίες του Κοινοβουλίου, επιφέροντας παράλληλα «παράπλευρες απώλειες» στη δικαστική εξουσία και στους λειτουργούς της.

Το επίσημο θεσμικό «ένδυμα», με το οποίο περιβάλλεται ο κομματικός ανταγωνισμός, είναι η Εξεταστική και (ίσως) η Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής.

Κανένας όμως δεν πιστεύει ότι αυτές οι επιτροπές αποβλέπουν στην αποκάλυψη της αλήθειας. Στην πραγματικότητα αποτελούν μέσα, «εργαλεία», ώστε να πληγεί ή να ακυρωθεί ο αντίπαλος.

Το ΠΑΣΟΚ ευελπιστεί σε πιθανές διαρροές από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ραγδαίες εξελίξεις. Από την άλλη πλευρά η ΝΔ προσπαθεί να περιχαρακώσει τον «χώρο» της και ταυτόχρονα να ακυρώσει την απόπειρα πιθανού «διεμβολισμού» της μέσω (ενδεχόμενης) ψήφισης της Προανακριτικής Επιτροπής. Πράγμα το οποίο μπορεί, τυπικά, να πετύχει με την αποχή της από την ψηφοφορία για την έγκριση σύστασης της Επιτροπής αυτής.

Ο κομματικός ανταγωνισμός, βέβαια, εισέρχεται και επηρεάζει την ίδια τη Δικαιοσύνη. Εμφανίζονται λειτουργοί της Δικαιοσύνης να παραιτούνται καταγγέλλοντας (χωρίς συγκεκριμένες αναφορές) πιέσεις και παρεμβάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης.

Και πριν απʼ όλους την καταγγελία τη μαθαίνει και την υιοθετεί αυτομάτως η αξιωματική αντιπολίτευση. Ως αντι-πόλος επιστρατεύεται ο κ. Σανιδάς, ο οποίος απαλλάσσει από κάθε ευθύνη –και διαχρονικά– όλους τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, με το αιτιολογικό της «παραπλάνησης».

Αυτές οι αντιγνωμίες και οι αντιπαραθέσεις που «παράγονται» στον χώρο της Δικαιοσύνης μεταφέρονται στο Κοινοβούλιο για να τροφοδοτήσουν τον κομματικό ανταγωνισμό και να τον «νομιμοποιήσουν» βάσει αντιφατικών και αντικρουόμενων πορισμάτων και ερμηνειών.

Όλες αυτές οι προφανείς σκοπιμότητες και οι προωθούμενες διαδικασίες, που αποβλέπουν μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων σε βάρος του πολιτικού αντιπάλου, πλήττουν τελικά τον θεσμό του Κοινοβουλίου και απογυμνώνουν τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς από το δημοκρατικό/πολιτικό τους περιεχόμενο.

Ο πρωθυπουργός από την πλευρά του ακολουθεί την τακτική του «ώριμου φρούτου». Δεν παρεμβαίνει αποφασιστικά στις κρίσιμες συγκυρίες –ίσως γιατί φοβάται τις εύθραυστες κοινοβουλευτικές ισορροπίες– και αφήνει πρόσωπα και καταστάσεις να απονομιμοποιηθούν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και να δώσουν μόνα τους τη «λύση».

Ο κ. Βουλγαράκης τυπικώς αποχώρησε με δική του πρωτοβουλία: Ο κ. Ρουσόπουλος βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση», έχοντας απολέσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη της παράταξης, όχι τόσο γιατί κρίνεται συμμέτοχος μιας συναλλαγής με τις αγοραπωλησίες της Μονής Βατοπεδίου, αλλά γιατί ο ίδιος έχει μεταβληθεί σε «βαρίδι» της παράταξης, αφού εναντίον του στρέφονται, είτε αμέσως είτε εμμέσως, τα «βέλη» τόσο από ηγετικά στελέχη όσο και από τους οπαδούς και ψηφοφόρους της ΝΔ.

Η απουσία του Κ. Καραμανλή από τη συνεδρίαση της Τετάρτης στη Βουλή δηλώνει σαφώς ότι ο πρωθυπουργός επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί από πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση του Βατοπεδίου, υποδεικνύοντάς τους ταυτόχρονα την οδό της εθελουσίας εξόδου από την κυβέρνηση.

Ο πρωθυπουργός διαθέτει ασφαλώς το όπλο της εξουσίας. Δηλαδή τη δυνατότητα των πρωτοβουλιών και ενός πιθανού αιφνιδιασμού. Διαθέτει ακόμα το «φόβητρο» της λίστας των υποψηφίων μέχρι τον Μάρτιο του 2009. Όμως οι όποιες κινήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο αυτό έχουν μόνο εσωκομματική εμβέλεια. Ακόμα και ο –επαπειλούμενος– ανασχηματισμός δεν φαίνεται να μπορεί να προσδώσει μια νέα ισχυρή δυναμική στην κυβέρνηση, αφού προϋποθέτει ριζικές αλλαγές σε πρόσωπα και σε συντεταγμένες πολιτικές πρωτοβουλίες και επιλογές, τις οποίες όμως δεν φαίνεται να μπορεί να τις πραγματοποιήσει ο πρωθυπουργός και η «ασθμαίνουσα» ηγετική ομάδα της ΝΔ.

Το ΠΑΣΟΚ υποτίθεται ότι είχε επιλέξει την οδό της προγραμματικής παρέμβασης και της εναλλακτικής προοπτικής προκειμένου να διαμορφώσει μια νέα σχέση με την εκλογική – κοινωνική του βάση.

Όμως ο πειρασμός της άσκησης «πολιτικής» μέσω των σκανδάλων φαίνεται ακατανίκητος, αφού άλλωστε είναι αδάπανος και δεν απαιτεί την βάσανο της πολιτικοϊδεολογικής και προγραμματικής αναζήτησης…

Ασφαλώς η πόλωση με τη ΝΔ ενισχύει τη συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ, επαναφέροντας στην ιστορική κομματική κοίτη απογοητευμένους οπαδούς που αναζήτησαν –εποχικά– στον ΣΥΡΙΖΑ την απολεσθείσα «αριστερή ταυτότητα». Όμως ούτε η δυνατότητα αυτοδυναμίας προκύπτει μέσα από τη γενικευμένη απαξίωση του κομματικού συστήματος ούτε η κυβερνητική συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει ως εφικτή και –κυρίως– αξιόπιστη λύση. Η φωτογραφική «απεικόνιση», μάλιστα, της χειραψίας του Γ. Παπανδρέου με τον Α. Τσίπρα μόνο ως μηχανισμός αποτροπής από ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να λειτουργήσει…

Στο επίκεντρο μιας οικονομικής κρίσης, με αποδυναμωμένους τους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα να βιώνει μια παρατεταμένη κρίση, θα πορευόμεθα το επόμενο διάστημα «βλέποντας και κάνοντας». Ο εκλογικός χάρτης και ο πολιτικός χρόνος σχεδιασμού και δράσης των κομμάτων έχει κατατμηθεί σε εξάμηνα, σε μήνες, σε εβδομάδες.

Η πίστη σε αρχές, πρόσωπα και κόμματα έχει μεταβληθεί σε απλή προτίμηση, σε επικοινωνιακού χαρακτήρα σχέση.

Γιʼ αυτό κόμματα και πρόσωπα σχεδιάζουν την επιβίωσή τους κατά το πρότυπο των τηλεοπτικών εκπομπών. Που «αποσύρονται» μόλις απολέσουν τη θεαματικότητά τους.


Σχολιάστε εδώ